ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Στο περιθώριο της ιστορίας - Ο Μακάριος στρυμωγμένος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ το 1971

Μια ιστορία βυζαντινών διπλωματικών τακτικισμών, «φόρτωμα» ευθύνης σε άλλους και αδυναμία να νικήσει τα συμφέροντα του κατεστημένου γύρω του

Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου

Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου

Η αποδέσμευση απόρρητων εγγράφων –συνήθως από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία– μετά την παρέλευση κάποιων χρόνων φωτίζει πτυχές κρίσιμων ιστορικών στιγμών, φέρνοντας ταυτόχρονα στην επιφάνεια και πληθώρα άλλων πληροφοριών που παραμένουν στο περιθώριο της ιστορίας, άγνωστες στο ευρύ κοινό. Συχνά ο ερευνητής, αναζητώντας κάτι άλλο, «σκουντουφλά» σε τέτοιες πληροφορίες που είτε έχουν αξία, διότι φανερώνουν συμπεριφορές και νοοτροπίες ιστορικών προσώπων, είτε απλώς γιατί οι λεπτομέρειές τους είναι πικάντικες και ελκυστικές για τους φίλους της ιστορίας.

Το σημερινό άγνωστο στιγμιότυπο διαδραματίζεται την εποχή του ψυχρού πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Κύπριου προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και φανερώνει την κουτοπονηριά, θα πουν κάποιοι, του Κύπριου ηγέτη που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του στο δυτικό στρατόπεδο ή, θα πουν άλλοι, το πόσο δύσκολο ήταν να ελίσσεται μια λιλιπούτεια χώρα μεταξύ των υπερδυνάμεων της εποχής για να κρατά τις ισορροπίες, όχι πάντα με επιτυχία.

Το καλοκαίρι του 1971 στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη είχε ξεσπάσει μια διπλωματική μάχη γύρω από την εκπροσώπηση της Κίνας. Η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο ουσιαστικά δεν εκπροσωπείτο στον διεθνή οργανισμό. Το 1945, όταν ιδρύθηκε ο ΟΗΕ, την Κίνα κυβερνούσε το καθεστώς του Τσαν Κάι Σεκ, το οποίο όμως συρρικνώθηκε στην Ταιβάν το 1949 μετά την επικράτηση των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ, που εγκαθίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Η Ταιβάν, όμως, διατήρησε την έδρα στον ΟΗΕ λόγω της στήριξης των ΗΠΑ.

Εκείνο το καλοκαίρι, μια ομάδα κρατών, κυρίως του Ανατολικού Μπλοκ και της ομάδας των Αδεσμεύτων –της οποίας ιδρυτικό μέλος ήταν η Κύπρος– κίνησαν τις διαδικασίες αναγνώρισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως της «μόνης νόμιμης εκπροσώπου της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη» και να αποβληθεί από τον οργανισμό το καθεστώς του Τσαν Καά Σεκ. Οι ΗΠΑ τάσσονταν σαφώς εναντίον.

Η πολιτικά ορθή θέση για την Κύπρο, σ’ αυτή την ιδιάζουσα, όπως θα δούμε, μάχη του ψυχρού πολέμου ήταν με τους Αδέσμευτους. Η πολιτικά ρεαλιστική ήταν με την Κίνα, μιας και το ψήφισμα συγκέντρωνε την πλειοψηφία. Η Ουάσιγκτον, ωστόσο, ζήτησε τη βοήθεια της Λευκωσίας, και ο τότε πρόεδρος Μακάριος «δεσμεύθηκε να στηρίξει τις ΗΠΑ στην ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για την εκπροσώπηση της Κίνας». Γιατί ο Μακάριος πήρε μια τέτοια απόφαση, την οποία μάλιστα επαναβεβαίωσε στον Αμερικανό πρέσβη Ντέιβιντ Πόππερ, είναι άγνωστο. Ενδεχομένως να το είδε ως ευκαιρία να αποκαταστήσει τη φήμη του στην Ουάσιγκτον, όπου από το 1964 τον αποκαλούσαν «[Φιντέλ] Κάστρο της Μεσογείου» και «ερυθρό ρασοφόρο».

Στις 25 Οκτωβρίου, 1971 ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης τέθηκε το ψήφισμα 2578 που αναγνώριζε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως τον μόνο εκπρόσωπο της χώρας και απέβαλλε την Ταιβάν. Υπέρ ψήφισαν 76 χώρες, εναντίον 35 και 17 τήρησαν αποχή. Οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε δεινή θέση. Ούτε σύμμαχοι, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, τις υποστήριξαν. Υπερψήφισαν το 2578, όπως και η Τουρκία, ενώ η χούντα, που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα, τήρησε αποχή. Όλα αυτά όμως οι ΗΠΑ τα ανέμεναν. Αυτό που τους αιφνιδίασε ήταν η Κύπρος.

Υπουργός Εξωτερικών τότε ήταν ο Σπύρος Κυπριανού, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση. Και την κρίσιμη στιγμή, η Κύπρος, αντί να ψηφίσει υπέρ, τήρησε αποχή, αθετώντας τον λόγο του Μακαρίου προς την υπερδύναμη. Οι Αμερικανοί εξοργίστηκαν. «Η εμπιστοσύνη των ΗΠΑ στην Κυπριακή Δημοκρατία κλονίσθηκε άσχημα», διαμαρτυρήθηκε ο πρέσβης Πόππερ στον γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών Χριστόδουλο Βενιαμίν. Λογικά, ενισχύθηκε και η αμερικανική καχυποψία στο πρόσωπο του Μακαρίου, ο οποίος εξέφρασε τη θλίψη του, αλλά αποποιήθηκε της όποιας ευθύνης. Επρόκειτο για ένα «ατυχές λάθος», είπε και επέρριψε εξ ολοκλήρου την ευθύνη στον Σπύρο Κυπριανού. Από την πρώτη στιγμή ο Μακάριος επιχείρησε να πείσει την Ουάσιγκτον για το πόσο σημαντική θεωρούσε την αποκατάσταση της ζημιάς στις διμερείς σχέσεις, αλλά και στη δική του σχέση με τον πρόεδρο Νίξον, τον οποίο είχε συναντήσει ακριβώς πριν από ένα χρόνο. Ο Κύπριος πρόεδρος ζήτησε από τον Κυπριανού να σπεύσει να δώσει εξηγήσεις στον μόνιμο αντιπρόσωπο των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ο οποίος τότε ήταν ο Τζώρτζ Μπους, μετέπειτα διευθυντής της CIA, αντιπρόεδρος των ΗΠΑ από το 1980 μέχρι το 1988 –όταν εξελέγη πρόεδρος. Είναι άγνωστο τι εξηγήσεις έδωσε ο Κυπριανού στον Μπους, αλλά ο τελευταίος του είπε ότι όταν οι «κυβερνήσεις δεν τηρούν τις επίσημες δεσμεύσεις τους δυσκολεύουν την ειρήνη».

Βαθύτατα ταραγμένος

Το πόσο ενοχλημένοι ήταν οι Αμερικανοί από «την αποτυχία του Κυπριανού να τιμήσει τη δέσμευση του Μακαρίου» έγινε ξεκάθαρο στη Λευκωσία. Ο πρέσβης Πόππερ είπε στον Μακάριο ότι «δεν θα είναι εύκολο για μας να συνεργαζόμαστε με τον Κυπριανού», το οποίο ουσιαστικά αποτελούσε έμμεσο αίτημα απομάκρυνσης του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών. Η Λευκωσία άφησε το θέμα σε υπνώτουσα κατάσταση μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 1972, όταν ο Βενιαμίν το ήγειρε ξανά στους Αμερικανούς.

«Ο Μακαριώτατος εξακολουθεί να είναι βαθύτατα ταραγμένος» από το σφάλμα του Κυπριανού, είπε στον Αμερικανό επιτετραμμένο (και μετέπειτα πρέσβη στην Κύπρο) Μπιλ Κρόφορντ. «Δυστυχώς», συνέχισε ο Βενιαμίν, «το να αντικαταστήσει τον υπουργό Εξωτερικών είναι κάτι που ο αρχιεπίσκοπος, ως ανθρωπιστής, δεν θα μπορούσε να κάνει τώρα» λόγω της κατάστασης της υγείας του Κυπριανού, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα καρδίας και «ο κλονισμός μιας αποπομπής θα μπορούσε να τον σκοτώσει». Οι Αμερικανοί γνώριζαν για την κατάσταση υγείας του Κυπριανού, αλλά θεώρησαν υπερβολή τη δικαιολογία του Μακαρίου.

Ο Βενιαμίν λοιπόν ζήτησε από τον Κρόφορντ να διαβουλευθεί με τον πρέσβη και να επανέλθει με νέες αμερικανικές ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να αποκατασταθούν οι διμερείς σχέσεις. Ο Βενιαμίν θα επισκεπτόταν τη Ρουμανία την επομένη, αλλά πίεσε τον συνομιλητή του να είναι έτοιμος με εισηγήσεις το συντομότερο, μιας και, όπως του είπε, «συγκεκριμένοι καλοθελητές, που δεν θέλουν η Κύπρος να έχει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, προσπαθούσαν να μεγαλώσουν το χάσμα μεταφέροντας στον Κυπριανού ιστορίες για μειωτικά σχόλια για εκείνον, που υποτίθεται ότι κάνουν αξιωματούχοι της πρεσβείας».

Η βιασύνη του Βενιαμίν έβαλε ψύλλους στ’ αφτιά των Αμερικανών, οι οποίοι το έψαξαν και κατέληξαν ότι η αγωνία του Μακαρίου για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής. Ο Κύπριος ιεράρχης σχεδίαζε, τις επόμενες βδομάδες, να ανακοινώσει τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα και ήθελε, προκαταβολικά, να εξευμενίσει τις ΗΠΑ για να απορροφήσει τους κραδασμούς που θα προκαλούνταν. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να επιρρίψει σε άλλον την ευθύνη της απόφασης για τις διπλωματικές σχέσεις.

«Θα εσφιγγε τα λουριά»…

Όποια κι αν ήταν τα πραγματικά κίνητρα του Μακαρίου, οι Αμερικανοί ήθελαν να εκμεταλλευθούν τη δύσκολη θέση στην οποία αυτο-εγκλωβίστηκε. Η πρεσβεία συζήτησε το θέμα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και κατέληξαν ότι θα ζητούσαν δύο πράγματα: το πρώτο, που μάλλον αποτελούσε διπλωματική φιλοφρόνηση, ήταν να εργασθεί η Λευκωσία για επίτευξη προόδου στο Κυπριακό. Το δεύτερο, που ήταν η ουσία, αφορούσε τη χρησιμοποίηση, από την Κούβα, πλοίων υπό κυπριακή σημαία για να σπάζουν το εμπάργκο που της είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί. Ήταν ένα θέμα που είχαν εγείρει εδώ και καιρό οι ΗΠΑ, ζητώντας συγκεκριμένες αλλαγές στην κυπριακή νομοθεσία που θα δυσκόλευαν τους Κουβανούς. Η Λευκωσία υποσχόταν ότι θα «έσφιγγε τα λουριά» και θα επέβαλλε αυστηρότερους ελέγχους στην εγγραφή πλοιοκτητριών εταιρειών, αλλά έμενε στα λόγια.

Την επομένη της επιστροφής του από το Βουκουρέστι, στις 10 Ιανουαρίου 1972, ο Βενιαμίν έσπευσε να συναντήσει τον Κρόφορντ για να πληροφορηθεί τα αμερικανικά αιτήματα. Μόλις άκουσε το θέμα για την εγγραφή πλοιοκτητριών εταιρειών πήρε ένα περίλυπο ύφος προϊδεάζοντας τον Αμερικανό συνομιλητή του για μια απογοητευτική απάντηση. Το κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών, είπε στον Κρόφορντ, είχε ήδη υποβάλει σχετικές εισηγήσεις στο υπουργείο Συγκοινωνιών, όπου υπαγόταν το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας καθώς και στον γενικό εισαγγελέα, οι οποίες είχαν απορριφθεί. Ούτε αυτό το θεώρησαν απόλυτα ειλικρινές οι Αμερικανοί. Ήδη γνώριζαν ότι οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα αντιστέκονταν σε αλλαγές της νομοθεσίας που θα περιόριζαν το πεδίο δράσης τους. Στην ενημέρωση που έστειλε ο Πόππερ στην Ουάσιγκτον για τη συνάντηση, φρόντισε να σημειώσει ότι ο γιος ανώτατου Κύπριου πολιτειακού αξιωματούχου, δικηγόρος στο επάγγελμα, «σύμφωνα με αξιόπιστες αναφορές, είναι σημαντικός παίκτης στη σύσταση εικονικών κυπριακών εταιρειών που απαιτούνται για την εγγραφή πλοίων».

Οι Αμερικανοί δεν επανήλθαν επί του θέματος. Ο Μακάριος, όμως, μόλις ένα μήνα αργότερα, ζήτησε την επείγουσα παρέμβαση της Ουάσιγκτον για να σταματήσει τη διενέργεια πραξικοπήματος που σχεδίαζε η χούντα των Αθηνών εναντίον του στις 14 Φεβρουαρίου 1972, με αφορμή την εισαγωγή όπλων από την Τσεχοσλοβακία για να εξοπλίσει ομάδες υποστηρικτών του. Το πραξικόπημα δεν εκδηλώθηκε, όχι απαραίτητα λόγω αμερικανικής παρέμβασης (αλλά αυτό είναι ένα άλλο στιγμιότυπο από το περιθώριο της Ιστορίας).

Επιπρόσθετα, τον Μάιο του 1972, ικανοποίησε αίτημα της χούντας και έκανε αποδεκτή την παραίτηση του Σπύρου Κυπριανού, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Πέντε χρόνια αργότερα ο Μακάριος θα πέθαινε από καρδιακό έμφραγμα και θα τον διαδεχόταν ο Κυπριανού για μια δεκαετία.

 

 

Πηγές

Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στη Λευκωσία προς τον Υπουργό Εξωτερικών, 5 Ιανουαρίου, 1972.

Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στη Λευκωσία προς τον Υπουργό Εξωτερικών, 6 Ιανουαρίου, 1972.

Τηλεγράφημα Υπουργού Εξωτερικών προς πρεσβεία ΗΠΑ Λευκωσίας, 8 Ιανουαρίου, 1972.

Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στη Λευκωσία προς τον Υπουργό Εξωτερικών, 12 Ιανουαρίου, 1972.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

Πώς ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μπορούσε να «ευλογήσει» εθνικά τον βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο ...
Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
 |  ΠΟΛΙΤΙΚΗ