ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το ημερολόγιο μιας Ελένης

Η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε στα σκοτεινά χωρίς κανείς να ανάψει το φως. Από μια χαραμάδα των ματιών μου είδα τον μαύρο του όγκο να πλησιάζει. Δεν ήξερα γιατί. Μου είχαν πει πως στο σπίτι αυτό θα βρω μάνα και πατέρα. Γιατί όμως όλα τα παιδιά να έχουν γονείς κι εγώ όχι; Πώς γίνεται στα τέσσερα που χρόνια, μια κυρία του Γραφείου να με είχε πάει «δώρο» σε εκείνο το σπίτι. Ο όγκος έσκυψε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Άνοιξα τα μάτια μου στο σκοτάδι. Μου έγνεψε να σωπάσω. Γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι, έβαλε τα χέρια του κάτω από τα σκεπάσματα κι άρχισε να μου πασπατεύει το σώμα. Έτρεμα. «Μη φοβάσαι, θα παίξουμε» είπε. Με ξεσκέπασε κι άρχισε να με φιλά παντού. Τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού επέμεναν σ’ ένα σημείο του σώματός μου και με το άλλο χέρι χαϊδευόταν. Τα χνώτα του μου έφεραν αναγούλα.

Στάθηκε μπροστά μου κι ακούμπησε στα χείλη μου κάτι γλοιώδες. «Άνοιξε το στόμα σου, άνοιξέ το»… Μου κόπηκε η ανάσα. Το έσπρωχνε στο στόμα μου ώσπου μου ήρθε εμετός. Κατουρήθηκα. Κούμπωσε το παντελόνι του και μου έγνεψε ξανά να σωπάσω. «Μην πεις σε κανένα τίποτε. Αυτό θα είναι το μυστικό μας», είπε κι ακροπατώντας έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα τρέμοντας κι έκλαιγα. Ήθελα τη μάνα μου να με πάρει αγκαλιά. Να διώξει τον εφιάλτη, την μπόχα της βρωμερής ανάσας, το πασπάτεμα που με μαγάρισε. Ήθελα τη μάνα μου να μου σκουπίσει τα δάκρυα. Ήθελα τη μάνα μου να με πάρει αγκαλιά. Να μου δώσει ένα φιλί. Όπως κάθε παιδί στα τέσσερα του χρόνια…

Το πρωί η «μητέρα» θύμωσε πολύ με τα βρεγμένα σεντόνια. «Τεσσάρων χρονών κορούδα και κατουράς στο κρεβάτι; Δεν ντρέπεσαι; Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα»… Το χέρι της βαρύ και τα μάτια της κρύα. Τα δάκρυα μου κυλούσαν ασταμάτητα και το σάλιο μου ήταν ξινό σαν από εμετό. «Σταμάτα να κλαις, θα συνηθίσεις εδώ και θα σ’ αρέσει, φτάνει να ακούς τι σου λέμε. Διαφορετικά θα σε στείλω πίσω στη Στέγη», είπε αυστηρά η «μητέρα». Το βράδυ ο όγκος με πήρε στα γόνατα να δούμε μαζί τηλεόραση. Άρχισα να τρέμω. «Μη φοβάσαι, θα έρθω να παίξουμε», ψιθύρισε κι η μπόχα της ανάσας του άνοιξε το κουτί του τρόμου της προηγούμενης νύχτας. «Θυμάσαι το μυστικό μας;». Έγνεψα καταφατικά κι έμεινα παγωμένη στα χέρια του. Δεν ήθελα να πάω για ύπνο. Η «μητέρα» όμως πρόσταξε, «εμπρός το κρεβάτι σου». Κουκουλώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα τρέμοντας. Κοιμήθηκα εξουθενωμένη από το κλάμα και παρακαλώντας να μην ανοίξει ξανά η πόρτα στην κόλαση.

Άνοιξε όμως. Κι εκείνη τη νύχτα και την άλλη κι αμέτρητες άλλες, μέχρι τα δέκα μου χρόνια. Νύχτες με βρωμερές ανάσες, με αναγούλες, με γλοιώδη υγρά, με αίματα, δάκρυα κι εφιάλτες. Δεμένα όλα στη βρωμερή μπόχα μιας ανάσας που σαν πυρακτωμένο σίδερο κάρφωνε στη μνήμη τις πληγές του σώματος και της ψυχής ενός παιδιού. Που το μόνο που είχε ανάγκη ήταν της μάνας του την αγκαλιά και όχι αυτή του σάτυρου βιαστή. Στο σχολείο κάθε που ένας πατέρας ερχόταν να πάρει την κόρη του κι έβλεπα να την αγκαλιάζει με στοργή το παράπονο με σκότωνε. Όπως και όλα εκείνα τα «γιατί;». Παιδικά χρόνια χωρίς αγάπη, χωρίς χαρά, χωρίς ένα χάδι στοργής.

Μέρες θλίψης και νύχτες γεμάτες εφιάλτες. Φοβόμουνα να κοιμηθώ και ξυπνούσα σε μια πραγματικότητα που κουβαλούσε μαζί της καθημερινά την αηδία του βιασμού. Τώρα που διαβάζετε αυτό το ημερολόγιο εγώ δεν υπάρχω. Υπάρχει, όμως, ακόμα η μπόχα της βρωμερής ανάσας του κάθε παιδεραστή που απειλεί τα παιδιά σας. Αν δεν μπορείτε να την αντέξετε, μη σιωπάτε…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ