ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ένα αίτημα φιλίας

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

«Εβέτ, καρτάsh» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. «Ο υπεύθυνος για τις ασφάλειες θα επιστρέψει γύρω στις 9.00 το βράδυ» μας ανακοίνωσε στα ελληνικά με τούρκικη προφορά. Ήταν οκτώ το βράδυ και βρισκόμουν στο οδόφραγμα του Λιμνίτη, φορώντας το ψάθινο μου καπέλο και όλη την αλμύρα που μάζεψα από μια υπέροχη παραλία στον Κάτω Πύργο. Ο Χ στεκόταν δίπλα μου και προσπαθούσε να αποφασίσει αν άξιζε τον κόπο να κάνουμε τη διαδρομή μέσα στη νύχτα μιας και ήτανε η πρώτη φορά που θα διασχίζαμε αυτή την πλευρά της Κύπρου. Ο καρτάsh προσπαθώντας να βοηθήσει στάθηκε πλάι σε ένα χάρτη της Κύπρου κολλημένο πάνω στον τοίχο και με τον δείκτη του μας έδειξε τη διαδρομή. «Μια ευθεία γραμμή» είπε «καθόλου δύσκολο». «Θα περιμένουμε» του απάντησα.

Καθίσαμε στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε, ένα λευκό ξύλινο που ήτανε καρφωμένο στο δρόμο. Ο Χ μου έγνεψε να κοιτάξω, εκεί όπου βρίσκονταν τα υπόλοιπα κουβούκλια, όλα με τα φώτα σβηστά, εκτός από ένα. Σε εκείνο το ένα, ένας εξηντάρης με στολή αστυνομικού κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα και ανακάτευε το περιεχόμενο μιας κατσαρόλας. Στο βάθος του κουβουκλίου μια οθόνη τηλεόρασης, πρόβαλε τον τροχό της τύχης στα τούρκικα. Πιο πίσω βρισκόταν ένας άλλος τύπος, ντυμένος πολιτικά και με μαλλιά σγουρά μέχρι τους ώμους, ο οποίος έμοιαζε με λαϊκό τραγουδιστή του ’70.

Πριν προλάβω να εμπεδώσω την εικόνα, ο αστυνομικός που λίγο πριν έχωνε την κουτάλα στην κατσαρόλα, έγνεψε στον Χ να πάει προς το μέρος του. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρεθήκαμε και οι δύο μέσα στο κουβούκλιο. Ο τύπος με τα σγουρά μαλλιά, καθότανε στην άκρη ενός πλαστικού τραπεζιού και είχε μπροστά του ένα πλαστικό πιάτο γεμάτο με μακαρόνια πασπαλισμένα με μπόλικο δυόσμο. Δεν πρόλαβα να διερωτηθώ τι συνέβαινε και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο καθόμουν στο τραπέζι με ένα ίδιο πλαστικό πιάτο και με τον αστυνομικό να με σερβίρει μακαρόνια με δυόσμο. Στα αριστερά μου ο Χ άρχισε ήδη να τρώει τα δικά του, ενώ ο «τραγουδιστής» τον ρωτούσε με τη μέθοδο της νοηματικής αν θέλει ρακί. Σε κάποια στιγμή και ενώ τρώγαμε αυτό το παράδοξο σιωπηλό δείπνο κάτω από την υπόκρουση του τροχού της τύχης, εμφανίστηκε ο καρτάsh. «Ώρα για γλυκό» είπε, ανοίγοντας το ψυγείο και βγάζοντας ένα ταψί γεμάτο χαλβά. «Εσύ πού ξέρεις ελληνικά»» τον ρώτησε ο Χ. «Η μάνα μου είναι που την Αλέκτορα τζιαι ο παπάς μου που Γεροσκήπου» είπε. Και ύστερα μάθαμε κι άλλα. Πως είναι 35 χρονών και πως τώρα ζει στην Πεντάγυα. Και πως κάποτε δούλευε στη Λακατάμια σε ένα Ελληνοκύπριο εργολάβο.

«Ποιος έκανε το χαλβά;» τον ρώτησα. «Ένα όμορφο χέρι» απάντησε και γέλασε με υπονοούμενο. Μέχρι την ώρα που κατέφθασε ο «ασφαλιστής» δεν ανταλλάξαμε άλλες κουβέντες. Μόνο χαμόγελα και τσουγκρίσματα ποτηριών σε μια αλληγορική σιωπή. Την ώρα που φεύγαμε ο αστυνομικός με τον «τραγουδιστή» μας έγνεφαν από το παραθυράκι του κουβουκλίου αντίο, ενώ ο καρτάsh φώναξε δυνατά πως «δεν είπαμε τα ονόματά μας». «Ταμέλ ο μαυρομάτης. Αυτό είναι το όνομα μου. Facebook έχεις; Ψάξε να με βρεις» πρόσθεσε και άνοιξε την μπάρα. 

Φτάσαμε σπίτι γύρω στις 11 το βράδυ. Λίγο πριν ανοίξω τα φώτα ένα notification στο κινητό μου έριξε φως στο σκοτάδι. Είχα friend request από τον Ταμέλ. Αποδέχτηκα αμέσως και μας βρήκαν τα μεσάνυχτα να χαζεύουμε με τον Χ τη ζωή του. Ο Ταμέλ με το νεογέννητο μωρό του, ο Ταμέλ με τους φίλους του σε μια αυλή, ο Ταμέλ στη θάλασσα με το άλλο του παιδάκι… «Πού ξέρεις...» είπα στο Χ, «μπορεί ο Ταμέλ τώρα να χαζεύει τις δικές μας φωτογραφίες. Και να κοιτά εμάς με τον ήλιο πίσω από τα βουνά, με το φεγγάρι πάνω από τη θάλασσα, με τη ζωή μας τόσο παράδοξα ξέχωρη και συνάμα τόσο παράδοξα ίδια με τη δική του...

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Ελένη Ξένου: Τελευταία Ενημέρωση

X