ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Απορείν

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Όλο και περισσότερο απασχολούν τον λόγιο τύπο ερωτήματα σχετικά με τις δυνατότητες των προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης, τα διάφορα ChatGPT και άλλα OpenAI. Ένα από τα πιο περίεργα ερωτήματα που διατυπώθηκαν ήταν το αν στην εποχή των ανοιχτών προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης και της δυνατότητάς τους να συνδιαλέγονται με τους χρήστες έχουν νόημα οι πανεπιστημιακές σπουδές. Τι να τους κάνουμε πλέον τους ακαδημαϊκούς δασκάλους, όταν τα προγράμματα αυτά μπορούν να κάνουν διαλέξεις επί παντός επιστητού; Όταν είναι σε θέση να απαντούν εμπεριστατωμένα σε πάσης φύσεως ερωτήματα σε σχέση με οποιοδήποτε προς ανάπτυξη ζήτημα; Όταν μπορούν να ανταπεξέλθουν επαρκώς στις διευκρινιστικές ερωτήσεις έχοντας πρόσβαση σε εκατομμύρια δεδομένα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου; Όταν, τέλος, μπορούν να προσαρμόζουν τον λόγο τους στον εκάστοτε χρήστη, αξιοποιώντας τις πλέον εξελιγμένες πολιτικές ξύλινου λόγου (politically correctness); Άραγε τι δεν μπορεί να κάνει μια τέτοια μηχανή; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, ίσως χρειαστεί να καταλάβουμε πρώτα τι ακριβώς κάνει μια τέτοια μηχανή. Όλα τα παραπάνω δεν απαντούν στο ερώτημα «τι κάνει» η έξυπνη μηχανή, αλλά «πώς το κάνει». Στην ουσία, το μόνο που κάνει και που μπορεί να κάνει ένα τέτοιο πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης είναι να απαντάει. Και αντίστροφα, τι δεν μπορεί να κάνει; -Να ερωτά! Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς φιλόσοφος δεν θεώρησε ποτέ σημαντικές τις όποιες απαντήσεις. Όλοι, δε, αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, θεώρησαν ότι αρχή της σκέψης και της φιλοσοφίας είναι το «θαυμάζειν» ή το «απορείν», λέξεις συνώνυμες της υπαρξιακής ικανότητας γέννησης ερωτημάτων, της ικανότητας δηλαδή να αντικρίζουμε τα όντα που μας περιβάλλουν ως ερωτήσεις και ως προβλήματα.

Διότι, για να το πούμε πιο απλά, ένα μικρό παιδί που ρωτάει τους γονείς του επίμονα γιατί αυτό και γιατί το άλλο είναι πιο ευφυές από την ευφυέστερη μηχανή τεχνητής νοημοσύνης. Δεν πρόκειται απλώς για διαφορετικές μορφές ευφυίας και νοημοσύνης, μιας υπολογιστικής μηχανής κι ενός βιολογικού όντος. Πρόκειται για τη μόνη μορφή ευφυίας και νοημοσύνης, την οποία ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει, του βιολογικού δηλαδή όντος όταν επιβιώνει. Σε σχέση με ένα βιολογικό ον, οι μηχανές τεχνητής νοημοσύνης μόνο κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται μηχανές «νοημοσύνης». Παραμένουν πολύπλοκες υπολογιστικές μηχανές και το αποτέλεσμά τους δεν ονομάζεται «ευφυία» ή «νοημοσύνη», αλλά «υπολογιστική δύναμη ή ισχύς». Το ερώτημα που προκύπτει, τελικά, είναι γιατί εμείς, οι άνθρωποι, κάνουμε ερωτήσεις; Η ικανότητά μας να θέτουμε ερωτήματα έγκειται σε ένα στοιχείο της βιολογικής μας ύπαρξης, τη θνητότητά μας και τη συνειδητοποίηση του υπαρξιακού γεγονότος του επικείμενου θανάτου μας. Συνεπώς, η ικανότητα για σκέψη δεν βρίσκεται στο ζην, αλλά, όπως έγραφε και ο Ζακ Ντεριντά, στο επιζήν. Μια μηχανή δεν έχει ανησυχίες, υπαρξιακά προβλήματα ή αναζητήσεις. Δεν έχει καμία βιολογική θέληση για ζωή. Δεν νιώθει ευχαρίστηση ή ηδονή, δεν έχει ορέξεις, ένστικτα ή ορμές, όλα όσα σχετίζονται δηλαδή με τη βιολογική ανάγκη για επιβίωση και κυριαρχία. Ακόμη και αυτή η σκέψη, η λογική ή η φιλοσοφία, είναι πρωτίστως βιολογικά γεγονότα που προσφέρουν ηδονή στον στοχαστή! Αν δεν νιώσουμε την ηδονή του Πλάτωνα, όταν έκανε τις λογικές του ασκήσεις, λέει ο Νίτσε, δεν θα κατανοήσουμε ποτέ τον Πλάτωνα. Το ανθρώπινο ον γίνεται «έξυπνο» τη στιγμή που συνειδητοποιεί τη θνητότητά του. Η ευφυία του στηρίζεται στην αναζήτηση και τη γνώση των δυνατοτήτων του και των ορίων του. Το να καταφέρνει να υπερβαίνει τα όριά του, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, αυτό ονομάζεται «ευφυία».

Η ισχυρότερη μηχανή τεχνητής νοημοσύνης δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει ποτέ τον χειρότερο ακαδημαϊκό δάσκαλο, διότι ο ακαδημαϊκός δάσκαλος μιλάει την ίδια γλώσσα με τις μαθήτριες και τους μαθητές του, δηλαδή την ανθρώπινη γλώσσα του βιολογικού όντος που επιβιώνει. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο ακαδημαϊκός δάσκαλος δεν μαθαίνει στους φοιτητές και τις φοιτήτριές του να απαντούν, αλλά να θέτουν ερωτήματα. Τέλος, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ύφους ανάμεσα σε ένα κείμενο που απλώς απαντά και σε ένα κείμενο που ξέρει να ρωτά. Το πρώτο, όπως και ο «νόμος» στην πλατωνική κριτική του «Πολιτικού», μοιάζει με άνθρωπο «αυθάδη και αμαθή», που απαντάει στα πάντα με τον ίδιο τρόπο, νομίζοντας ότι γνωρίζει τα πάντα, χωρίς να διαθέτει την οποιαδήποτε αναστοχαστική ικανότητα. Το δεύτερο μοιάζει με έναν αγωνιώδη διάλογο με τον εαυτό μας, κατά τον οποίο αμφισβητείται ουσιωδώς η όποια ικανότητά μας να δώσουμε απαντήσεις στα ουσιώδη ερωτήματα. Το πρώτο είναι το κείμενο ενός φλύαρου παπαγάλου, το δεύτερο ενός στοχαστή. Για τον λόγο αυτό, ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος πάντα θα είναι σε θέση να ξεχωρίσει ένα «ευφυές» κείμενο, απόρροια της σκέψης ενός «ευφυούς» ατόμου, από ένα κείμενο, προϊόν της χρήσης προγράμματος ανοιχτής τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό βέβαια απαντάει και σε ένα άλλο σχετικό ερώτημα, το αν δηλαδή οι φοιτητές και οι φοιτήτριες από εδώ και στο εξής θα κάνουν άλλο πράγμα από το να ζητούν από τα διάφορα ChatGPT, που ήδη διαφημίζονται στο διαδίκτυο, να γράψουν ένα δοκίμιο συγκεκριμένου αριθμού λέξεων πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, όπως η θεωρία των υπερχορδών, η κλιματική αλλαγή ή η έννοια του «κράτους» στον Χέγκελ. Όποιος θεωρεί ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα ακυρώσει τον ακαδημαϊκό λόγο και την πανεπιστημιακή πράξη, μάλλον ψάχνει για απαντήσεις χωρίς να έχουν τεθεί ερωτήματα.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση