ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τι σημαίνει να παραπέμπεται στο μέλλον η επέκταση της Προδημοτικής;

Του ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Γ. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Αναμφίβολα η επέκταση της προδημοτικής εκπαίδευσης κατά οκτώ μήνες, δηλαδή από την ηλικία των τεσσάρων ετών, είναι μια σωστή πολιτική. Με τον τρόπο όμως που διαμορφώθηκε αυτές τις μέρες από την κυβέρνηση έχει και μια αθέατη πλευρά, με μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή που δεν είναι ευθέως φανερή.

Το μακρύ χρονοδιάγραμμα που με πρωτοβουλία της εισάγει η κυβέρνηση –μέχρι το 2030– σημαίνει πολύ απλά ότι χιλιάδες παιδιά που θα φτάσουν σε ηλικία μεταξύ τεσσάρων και τεσσερισήμισι χρόνων τα επόμενα χρόνια δεν θα έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν. Σημαίνει ότι η δωρεάν προδημοτική από την ηλικία των τεσσάρων δεν θα ισχύσει για παιδιά που είναι σήμερα 2-3 χρονών, αλλά για κάποια άλλα παιδιά. Σημαίνει ότι χιλιάδες οικογένειες θα συνεχίσουν να πληρώνουν για την προδημοτική εκπαίδευση, ενώ αυτό μπορούσε να αποφευχθεί.

Ουσιαστικά έχουν επικρατήσει και προκρίνονται μάλλον κάποιες συντεχνιακές σκοπιμότητες, παρά η καθαυτή ανάγκη για φοίτηση των μικρών παιδιών. Πρόκειται για μια απόφαση που εξυπηρετεί μάλλον τις απαιτήσεις για αύξηση της απασχόλησης, παρά τη φοίτηση των σημερινών παιδιών και τις οικογένειές τους.

Από τη στιγμή που, αντί προηγούμενης επιλογής για άμεση χρηματοδότηση της φοίτησης, επιλέγεται αυτή η μακρά περίοδος με σκοπό περισσότερους διορισμούς, ουσιαστικά θυματοποιούνται χιλιάδες παιδιά και οικογένειες. Αυτό συμβαίνει διότι επιλέχθηκε τα διαθέσιμα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης να διατεθούν για τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία, παρά για την άμεση φοίτηση παιδιών σε σχολεία (ενώ αμφίβολο παραμένει τι θα γίνει με τις σχολικές εγκαταστάσεις).            

Εφόσον το όλο εγχείρημα του Ταμείου Ανάκαμψης (όπως και η επωνυμία του υπονοεί) στόχευε να αντιμετωπίσει κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης από την πανδημία, στον ενδεδειγμένο χρόνο, τότε μπαίνουν ερωτηματικά κατά πόσον ακολουθείται όντως το νήμα και η λογική μιας «ανάκαμψης».

Τη στιγμή που οι ίδιες οι οικογένειες και τα παιδιά δεν μπορούν να μιλήσουν, φαίνεται ότι λαμβάνεται υπόψη μόνο εκείνος ο αχρείαστος συντεχνιακός θόρυβος που είχε (εγωιστικά) δημιουργηθεί πριν από δύο περίπου χρόνια. Έτσι η κυβέρνηση υιοθετεί μια λογική που αντιστοιχεί μάλλον σε συντεχνιακές απαιτήσεις, παρά σε αυτές καθαυτές τις ανάγκες της κοινωνίας. Πρόταγμα πολιτικής φαίνεται πως είναι μάλλον «να έχουμε την ησυχία μας». Δυστυχώς, ανάλογη δείχνει να είναι και η επιλογή πολιτικών κομμάτων που ούτε την προηγούμενη φορά ήταν σε θέση να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στους πολίτες.

Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί καν να λεχθεί ότι γίνεται κάποια επιλογή υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης. Διότι την ώρα που αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση δεν δείχνει τη διάθεση να μεριμνήσει για την εισαγωγή ενός σύγχρονου και αξιοκρατικού συστήματος αξιολόγησής τους, που θα έδινε πράγματι μεγαλύτερη αξία στη δημόσια εκπαίδευση –απέναντι σε προφανείς τάσεις απαξίωσης.

Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και μια γενικότερη πολιτική επιλογή για διόγκωση της απασχόλησης (ξανά) στη δημόσια υπηρεσία. Αυτό μαρτυρά και μια άλλη, ορθή κατ’ αρχάς, απόφαση με την οποία παραχωρούνται μόνιμες θέσεις στη δημόσια εκπαίδευση αντί της απασχόλησης με συμβάσεις.

Όντας σωστή επιλογή η απασχόληση σε μόνιμες θέσεις στην εκπαίδευση, δεν είναι όμως εξίσου ορθό το ότι η κυβέρνηση απέφυγε ταυτόχρονα να εισαγάγει (επιτέλους) ένα σύγχρονο και αξιόπιστο σχέδιο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, όπως αναμενόταν. Κάποιο από τα τόσα πολλά σχέδια που εδώ και χρόνια έτυχαν επεξεργασίας από το υπουργείο Παιδείας. Σχετικά νομοσχέδια που ήταν έτοιμα από τα προηγούμενα χρόνια για μια σύγχρονη και αξιόπιστη διαδικασία αξιολόγησης (μετά από διάλογο πολλών ετών) φαίνεται να κλειδώθηκαν σε… συρτάρια (προκειμένου και πάλι «να έχουμε την ησυχία μας»).

Έχουμε φτάσει όμως στο σημείο όπου, ενώ ο φορολογούμενος πληρώνει κατά μέσο όρο περίπου δέκα χιλιάδες ευρώ ετησίως για κάθε μαθητή ή μαθήτρια και η Πολιτεία διαθέτει έναν εκπαιδευτικό για κάθε επτά μαθητές/μαθήτριες, η απόδοση αυτής της δαπάνης να μην τυγχάνει εκτίμησης και οι εκπαιδευτικοί να μην αξιολογούνται αξιόπιστα.

Όλα αυτά θυμίζουν ένα σπουδαίο Υπόμνημα που, σε άλλους χρόνους και καιρούς (1926), είχε εκπονήσει για την Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας μια μεγάλη μορφή και προσωπικότητα της εκπαίδευσης, η Περσεφόνη Παπαδοπούλου. Η Παπαδοπούλου που πριν εκατό χρόνια (!), εισηγήθηκε μεταξύ άλλων την υποχρεωτική φοίτηση σε νηπιαγωγεία, επεσήμαινε ταυτόχρονα τον «υπερπληθυσμό δασκάλων» και θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης.                

Υ.γ. Ακούγοντας εξάλλου αυτές τις μέρες να προωθούνται και κάποιες άλλες απαράδεκτες σκοπιμότητες (συντεχνιακού τύπου και πάλι), ελπίζω ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα συγκατανεύσει σε αυτό που ζητούν, δηλαδή αποξήλωση της μεγαλύτερης ίσως μεταρρύθμισης που έγινε από την προηγούμενη κυβέρνηση (και με δική του συμμετοχή), δηλαδή την αξιοκρατική επιλογή των εκπαιδευτικών μέσω διαγωνισμού.            

Ο κ. Πρόδρομου Γ. Προδρόμου είναι τέως υπουργός Παιδείας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση