ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η αίσθηση του μέτρου και της εθνικής ευθύνης

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Χωρίς σχεδόν κανείς μέσα στο πολιτικό φάσμα να διαφωνεί για την αναγκαιότητα να επιζητήσουμε λύση του Κυπριακού μέσα από διαπραγματεύσεις, διαχρονικά έχουν διαμορφωθεί κάποιες πάγιες πολιτικές στάσεις απέναντι στη διαπραγμάτευση.

Από τη μια και επειδή αποτελεί προϋπόθεση για λύση, αποκρυσταλλώνεται μια οιονεί αυτονόμηση της διαπραγμάτευσης. Τάση για αποδοχή ή δικαιολόγηση σχεδόν της όποιας και όποιου τύπου-περιεχομένου διαπραγμάτευσης. Περίπου συμμετρικά αντίθετη προκύπτει και ενός είδους φοβία, που θέλει τη διαπραγμάτευση συνώνυμη κινδύνων για υποχώρηση.
Ανάμεσα στις δυο τάσεις, υπάρχει όμως και η διάχυτη προσέγγιση του κόσμου που ευνοεί τη διαπραγμάτευση, μέσα από μια λογική του μέτρου.

Με θετική προσέγγιση και πολιτική βούληση, αλλά και αίσθηση εθνικής ευθύνης. Η διαπραγμάτευση δεν γίνεται για χάρη της διαπραγμάτευσης. Την λύση δεν την επιδιώκουμε χάριν της λύσης, αλλά χάριν του λαού. Με πυξίδα και κατεύθυνση πάντα τη στοχοθεσία αρχών. Δηλαδή, με δυο λόγια, τη δημοκρατία και τα σύγχρονα θέσμια πολιτεύματος και δικαιοσύνης, πράγματα που ταυτίζονται και με το μέγα θεμέλιο της ασφάλειας, όπως βέβαια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα οποία, ανθρώπινα δικαιώματα, περιγράφουν και εκείνο που εννοούμε ως επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού μέσα από την ιδιοστασία του.

Είναι πάνω σε αυτό το υπόβαθρο που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παίρνει προωτοβουλία να επαναφέρει αυτές τις μέρες τη διαπραγμάτευση στο σημείο εκείνο από το οποίο έπρεπε να είχε προχωρήσει αν δεν μεσολαβούσαν παλινωδίες, αντιπερισπασμοί και υπαναχωρήσεις.

Σημείο αναφοράς, η Διάσκεψη της Γενεύης όπου και υλοποιήθηκε για πρώτη φορά το αυτονόητο. Αφού το «κλειδί» για λύση βρίσκεται στην Άγκυρα, διαπραγμάτευση πρέπει να γίνεται και με την Τουρκία. Αλλά και ότι όντας η Κύπρος κράτος ευρωπαϊκό, λόγο έχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πρόταση που κατέθεσε ο Πρόεδρος, στοχεύει με απλό και γι’αυτό πειστικό τρόπο σε παλιννόστηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Εκεί όπου προ τεσσάρων περίπου μηνών (1 Φεβρουαρίου), με σύμφωνη γνώμη, στοχεύαμε σε συνέχεια της διαπραγμάτευσης για την αντικατάσταση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων και παρεμβάσεων από σύστημα ασφάλειας που να αρμόζει σε σύγχρονο κράτος.

Δεν είναι πρόταση απλώς διαδικαστική αφού στρέφεται στον πυρήνα του προβλήματος και μπορεί να οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο το οποίο δημιούργησαν υπεκφυγές και στρεψόδικα διαδικαστικά. Εφ’όσον εκδηλωθεί μάλιστα η απαραίτητη πολιτική βούληση μπορεί και να οδηγήσει σε συμφωνία για λύση.

Με δυο λόγια, με την πρόταση αυτή εγκαλείται η Τουρκία, πέραν από τις όποιες θεμιτές διεκδικήσεις για τους Τουρκοκυπρίους, να δείξει και να αποδείξει ότι εννοεί τη λύση εγκαταλείποντας τη λογική και την ιδέα ότι θα ασκεί μια «λαβή» πάνω στην Κύπρο.

Το γεγονός ότι είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή από την τουρκική πλευρά, πιθανώς να είναι και δείκτης των πραγματικών προθέσεων της Τουρκίας στο σημείο που έφτασαν τα τελευταία δυο χρόνια οι διαπραγματεύσεις. Η προσδοκία ότι τα Η.Ε., παρά τις δυσκολίες, μπορεί να κατορθώσουν να οργανώσουν τελικά τη συνέχεια της Διάσκεψης, δίνει και το μέτρο της ελπίδας για μια αποδεκτή συμφωνία στο Κυπριακό μέσα στην παρούσα συγκυρία.

Με την πρόταση όμως αυτή και τις αντιδράσεις που σημειώνονται, έρχονται στην επιφάνεια ξανά και κάποιες πάγιες προσεγγίσεις και γίνονται περισσότερο διακριτές. Από τη μια, στο ένα άκρο, επαναλαμβάνεται μια πολιτική που, στο όνομα πιθανολογούμενων ή και καθαρά επινοημένων κινδύνων, ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστά άρνηση της διαπραγμάτευσης. Είτε με φοβίες –που παραγνωρίζουν όμως τι μπορεί, πέραν από την εξοικείωση της καθημερινότητας μας, να σημαίνει παράταση της κατοχής- είτε και με εξωπραγματικούς εγκεφαλικούς σχεδιασμούς για μια μονομερή και εκτός των Η.Ε. ανασκευή του βασικού πλαισίου διαπραγμάτευσης, δείχνει μια γενική προτίμηση στο να αποφευχθούν «διαπραγματευτικές περιπέτειες».

Από την άλλη, στο άλλο άκρο, ακούμε και πάλι προτροπή να δούμε τη διαπραγμάτευση περίπου ως αυτοσκοπό. Να μη διστάσουμε να συγκατανεύουμε στην εκάστοτε τουρκική μετατόπιση ή σε ό,τι μπορεί να μηχανεύεται η τουρκική πλευρά. Διολισθαίνοντας σε λογική που θέλει και την όποια συμφωνία ως αυτοσκοπό να φτάσουμε σχεδόν να αγνοοήσουμε αν θα ήταν αυτή βιώσιμη ή και αποδεκτή από τους ίδιους τους πολίτες.

Παρασυρόμενοι σε μια λογική όπου η επιθυμία για λύση απορροφά και αυτό τον ορθολογισμό, να τολμήσουμε να συγκατανεύσουμε σε πράγματα που εξ ορισμού αντιτίθενται στον επιζητούμενο σκοπό μέσω μιας λύσης. Στο άκρο αυτό διαμορφώνεται και πρόταση που, καθόλου τυχαία, φαίνεται τόσο ίδια με αυτό που ακούμε από καιρό από τα κατεχόμενα, ότι δηλαδή ήρθε η ώρα ενός γενικευμένου «πάρε-δώσε». Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει ακόμα από την πλευρά της συγκατανεύσει στα βασικά προαπαιτούμενα μιας συμφωνίας για λύση.

Ανάμεσα σε αυτές τις δυο αδιέξοδες πολιτικές τάσεις, η πολιτική του μέτρου που προτείνει ο Πρόεδρος οδηγεί σε μια διεκδίκηση για λύση, αλλά με εθνική ευθύνη. Μια διεκδίκηση και μια κατεύθυνση που μπορεί να είναι και βάση ενότητας. Διότι, ας μη ξεχνάμε ότι προϋπόθεση της όποιας στρατηγικής, παραδοσιακής ή νέας, είναι και η ελάχιστη ενότητα που θα την κάνει να λειτουργεί έξω και πέρα από το χαρτί ή το στενό κονκλάβιο στελεχών και οπαδών.

Με την πρότασή του για να αποκαταστήσει σε στερεή βάση τις διαπραγματεύσεις, ο Πρόεδρος δείχνει ότι ακολουθεί μια πολιτική του μέτρου. Θέλουμε διαπραγματεύσεις, αλλά με λυσιτελή λογική και πάνω σε κατοχυρωμένες βάσεις αρχών. Επιζητούμε διαπραγματεύσεις που δεν θα κινούν απλώς τη «βιομηχανία του Κυπριακού», αλλά θα μπορεί να επιβεβαιώσουν την κοινή παραδοχή μας ότι γίνεται διαπραγμάτευση για να τελειώσει η τουρκική κατοχή και ανάμιξη στην Κύπρο.

 

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση