ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η κρυφή χρηματοδότηση της Τουρκίας

Οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα ελλείμματα

Ρουμπίνα Σπάθη

«Όχι, φίλε μου, όχι! Ούτε να το σκεφθείς να αυξήσεις ξανά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, ο κόσμος δεν έχει να φάει, δεν έχουν τίποτε για να πληρώσουν». Η προειδοποίηση που απηύθυνε μέσα στην εβδομάδα ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στον Τούρκο πρόεδρο απεδείχθη ατελέσφορη. Λίγες ώρες αργότερα, η κρατική ενεργειακή BOTAS ανακοίνωσε ακόμη μία αύξηση στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Μια αύξηση αναπόφευκτη προφανώς, καθώς η Τουρκία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της με εισαγόμενη ενέργεια και ως εκ τούτου βρίσκεται εκτεθειμένη, όπως και μεγάλο μέρος του πλανήτη, στην ενεργειακή κρίση.

Οι δυσθεώρητες τιμές της ενέργειας αλλά και η εκτόξευση που έχουν σημειώσει οι τιμές των εμπορευμάτων μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν επιδεινώσει μία από τις εγγενείς παθογένειες της τουρκικής οικονομίας: τα μεγάλα ελλείμματά της και τη συνεπακόλουθη εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο για την κάλυψή τους. Τα τελευταία στοιχεία φέρουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας να έχει φθάσει στα 32,4 δισ. δολ. στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Η μεγάλη αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών ήταν, άλλωστε, ο λόγος που τον περασμένο μήνα ο οίκος Moody’s υποβάθμισε το χρέος της Τουρκίας στην περιοχή των «ομολόγων σκουπιδιών», και αναμένεται να κάνουν το ίδιο οι άλλοι δύο διεθνείς οίκοι Standard & Poor’s και Fitch. Οπως, όμως, αποκάλυψε μέσα στην εβδομάδα η ιστοσελίδα Al-Monitor, μόλις το 8% του ελλείμματος καλύφθηκε από εισροές ξένων κεφαλαίων από άμεσες επενδύσεις ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου, και ένα 38% καλύφθηκε από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας. Το υπόλοιπο 54% του ελλείμματος έχει καλυφθεί από τις λεγόμενες εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως.

Πρόκειται για μια λογιστική κατηγορία που μπορεί να αφορά έως ένα βαθμό νόμιμες ροές συναλλάγματος από επαναπατρισμό συναλλάγματος του ιδιωτικού τομέα. Οπως, όμως, τονίζει η Al-Monitor, συχνά περιλαμβάνει παράνομες ροές χρημάτων από εγκληματικές δραστηριότητες, το ύψος των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.

Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Τουρκίας είναι ότι στη διάρκεια της 20ετούς βασιλείας του Ταγίπ Ερντογάν τα ελλείμματά της αυξάνονται και μαζί τους αυξάνεται και το ποσοστό κάλυψής τους από αγνώστου προελεύσεως εισροές κεφαλαίων.

Ο ρόλος των εισροών αγνώστου προελεύσεως στην κάλυψη των ελλειμμάτων της Τουρκίας αναβαθμίστηκε το 2018. Ηταν η χρονιά που ο Ερντογάν επέτυχε να κατοχυρώσει θεσμικά απεριόριστες εξουσίες για το αξίωμα του προέδρου και να αναχθεί σε ένα είδος μονάρχη της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια να αποθαρρύνει περαιτέρω τους ξένους επενδυτές, που ήδη ανησυχούσαν εξαιτίας των ανορθόδοξων οικονομικών θεωριών του Τούρκου προέδρου και της τακτικής του να παρεμβαίνει συστηματικά στο έργο της κεντρικής τράπεζας και στη χάραξη νομισματικής πολιτικής. Μειώθηκαν έτσι οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων, ενώ οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως έφθασαν στο ρεκόρ των 22,7 δισ. δολ. Εκτοτε οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως αποτελούν το κύριο μέσο κάλυψης των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών, που έχει φθάσει στα 98 δισ. δολ.

Επαναπατρισμός κεφαλαίων, υποστηρίζει η Άγκυρα

Η Τράπεζα της Τουρκίας υποστηρίζει πως οι διάφορες ροές αγνώστου προελεύσεως είναι κυρίως έσοδα από εξαγωγές που έχουν καθυστερήσει να καταγραφούν λογιστικά και από επαναπατρισθέντα κεφάλαια επιχειρήσεων. Εχει, άλλωστε, επιστρατεύσει σειρά μέτρων για να αναγκάσει τις τουρκικές επιχειρήσεις, κατά κύριο λόγο τις εξαγωγικές, να επαναπατρίσουν τα κεφάλαια που διατηρούν στο εξωτερικό σε συνάλλαγμα. Συχνά το επιδιώκει με έμμεσες απειλές. Μιλώντας στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης στα τέλη Ιουλίου, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Σαχάπ Καβτσίογλου τόνισε πως «οι τουρκικές επιχειρήσεις διατηρούν στο εξωτερικό κεφάλαια που δεν έχουν δηλώσει και τα οποία ενδέχεται να ανέρχονται σε 500 δισ. δολ. Πρέπει να φέρουν αυτά τα χρήματα εδώ και να τα μετατρέψουν».

Όλα αυτά αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στη στάση των επενδυτών έναντι της Τουρκίας. Τα χρόνια μετά την ολέθρια οικονομική κρίση του 2001 που έφερε τον Ερντογάν στην εξουσία και εξαφάνισε την παλιά πολιτική τάξη, η τουρκική οικονομία σημείωσε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μεγάλα ελλείμματα. Τότε η Τουρκία ήταν η αγαπημένη των ξένων επενδυτών που κάλυπταν με τα κεφάλαιά τους τα ελλείμματά της. Την πρώτη δεκαετία τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών δεν υπερέβαιναν το 5% του ΑΕΠ και το μεγαλύτερο όλων ήταν το 2011 όταν πλησίασε το 9% του ΑΕΠ, αλλά καλύφθηκε κατά 80% από εισροές άμεσων επενδύσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου, τραπεζικές καταθέσεις και δανεισμό. Οι εισροές άγνωστης προέλευσης δεν κάλυπταν τότε παρά μόνο το 16% του ελλείμματος. Τα πράγματα άλλαξαν το 2013 σε μια συγκυρία πολύ διαφορετική μεν από τη σημερινή, αλλά όμοια μόνον ως προς το ότι η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, Federal Reserve, ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια του δολαρίου. Τα επενδυτικά κεφάλαια άρχισαν να στρέφονται στις ΗΠΑ εγκαταλείποντας τις αναδυόμενες οικονομίες και πρωτίστως την Τουρκία. Τότε τελείωσε η εποχή που η Τουρκία μπορούσε να καλύπτει εύκολα τα ελλείμματά της με το ξένο κεφάλαιο. Κι ενώ κατά καιρούς φαίνεται να βελτιώνεται ξανά το κλίμα προς την Τουρκία και να ανακάμπτουν οι εισροές κεφαλαίων, τα μέτωπα που έχει ανοίξει από τη Συρία μέχρι τον Καύκασο και τα αλλεπάλληλα επεισόδια διπλωματικής έντασης με την Ουάσιγκτον υπονομεύουν διαρκώς την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια αποτελεί η επιμονή του Τούρκου προέδρου να διατηρεί φθηνό το χρήμα απαξιώνοντας το νόμισμα της χώρας. Με την τελευταία μείωση των επιτοκίων που αποφάσισε τον περασμένο μήνα, η Τράπεζα της Τουρκίας έχει εξωθήσει την τουρκική λίρα σε μια ισοτιμία 18 λιρών προς ένα δολάριο. Πριν από πέντε χρόνια μόνο, το δολάριο ισοδυναμούσε με 3,5 λίρες.

Αλματώδης ανάπτυξη, αλλά το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων βυθίζεται

Όλα δείχνουν πως η τελευταία αύξηση στις τιμές της ενέργειας θα καταφέρει τη χαριστική βολή στο βιοτικό επίπεδο των Τούρκων, που στην πλειονότητά τους αγωνίζονται να επιβιώσουν με έναν ιλιγγιώδη πληθωρισμό και με τις τιμές να καθιστούν απρόσιτα βασικά είδη διατροφής. Η συνολική αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου από την αρχή του έτους φτάνει τώρα στο 174% για τα νοικοκυριά. Και η κυβέρνηση Ερντογάν αρκείται στο να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 30%, ποσοστό που εξανεμίζεται ακαριαία εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού. Εμμένοντας στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων καθ’ υπαγόρευσιν του Τούρκου προέδρου, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας αφήνει τον πληθωρισμό να καλπάζει κυριολεκτικά με ένα ιλιγγιώδες 80%, που στην Κωνσταντινούπολη φτάνει στο 99,9%. Σημειωτέον ότι η ομάδα ανεξάρτητων οικονομολόγων με τα αρχικά ENAG, που έχει επανειλημμένως αμφισβητήσει την ορθότητα των επίσημων στοιχείων, τώρα υπολογίζει τον πραγματικό πληθωρισμό της Τουρκίας στο 176%. Πρόκειται για τους οικονομολόγους που βρέθηκαν υπόδικοι όταν η Τράπεζα της Τουρκίας υπέβαλε μήνυση εναντίον τους με το επιχείρημα ότι υπονομεύουν το κύρος της. Οι ίδιοι, πάντως, επιμένουν πως χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η κεντρική τράπεζα όταν υπολογίζει τον πληθωρισμό.

Την ίδια στιγμή, όμως, η κυβέρνηση Ερντογάν μπορεί να περηφανεύεται για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς την ώρα που οι ανεπτυγμένες οικονομίες απειλούνται με ύφεση, το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 7,6%. Το οφείλει σε μεγάλο βαθμό στην ανάκαμψη του τουρισμού μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας και στα τουριστικά έσοδα που αυξήθηκαν κατά 100%. Προφανώς, όμως, μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού δεν κερδίζει τίποτε από αυτή την ανάπτυξη και δεν βλέπει και αυτά που κατά καιρούς υπόσχεται ο Τούρκος πρόεδρος.

Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει επιχειρήσει να «χρυσώσει το χάπι» της ραγδαία υποτιμημένης τουρκικής λίρας, υποστηρίζοντας πως θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών της Τουρκίας και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, και με αυτή την κατά κάποιον τρόπο «κινεζοποίηση» της τουρκικής οικονομίας θα μετατρέψει τα ελλείμματα σε πλεονάσματα. Κάτι που βέβαια δεν φαίνεται να συμβαίνει εν μέρει και εξαιτίας της διεθνούς αρνητικής συγκυρίας.

Μόνο δεινά φαίνεται να φέρνει στα τουρκικά νοικοκυριά η υποτίμηση του νομίσματος που από την αρχή του έτους έχει διολισθήσει κατά 27%, μετά την πτώση 44% που προηγήθηκε στη διάρκεια του 2021. Και η Τράπεζα της Τουρκίας, υπό τις οδηγίες πάντα του Ταγίπ Ερντογάν, εμμένει στις ανορθόδοξες μεθόδους με τις οποίες προσπαθεί να στηρίξει το απαξιωμένο νόμισμα. Την εβδομάδα που πέρασε αύξησε και πάλι το ποσοστό από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα των τραπεζών, τα οποία υποχρεούνται να μετατρέπουν σε τουρκικές λίρες.

Η παραδοχή

Επιχειρώντας να δικαιολογήσει τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό, ο υπουργός Οικονομικών Νουρεντίν Νεμπατί τόνισε πως «εφόσον δεν διακινδυνεύουμε την ανάπτυξη της οικονομίας, η καταπολέμηση του πληθωρισμού χρειάζεται χρόνο», αναγνωρίζοντας έμμεσα πως ευθύνεται η πολιτική χαμηλών επιτοκίων του Ερντογάν που αποβλέπει στην ανάπτυξη μέσω του φθηνού δανεισμού.

Επιβράδυνση

Προϊδεάζοντας την αγορά για την αναμενόμενη επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, η κεντρική τράπεζα επισήμανε ότι η τουρκική οικονομία φαίνεται «να χάνει κάπως την κεκτημένη ταχύτητα». Συνόδευσε με αυτή την επισήμανση την απόφασή της να μειώσει ξανά τα επιτόκια παρά τον δυσθεώρητο πληθωρισμό και την παγκόσμια στροφή σε περιοριστική πολιτική.

Οι αντιδράσεις

«Όχι, φίλε μου, όχι! Ούτε να το σκεφθείς να αυξήσεις ξανά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας», προειδοποίησε τον Ταγίπ Ερντογάν ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Τουρκία, και του θύμισε πως «ο κόσμος δεν έχει να φάει, δεν έχει μείνει τίποτε για να πληρώσουν».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση