ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο πόλεμος διπλασίασε πληθωρισμό και επιτόκια στην Ε.Ε.

Οι επιπτώσεις στην οικονομία, δύο χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή

ΚΥΠΕ

Ελευθερία Κούρταλη

Σε διπλάσιο πληθωρισμό και διπλάσιο ύψος επιτοκίων έχει οδηγηθεί η Ευρώπη σε σχέση με το τι θα επικρατούσε στην οικονομία εάν δεν είχε ξεσπάσει ο καταστροφικός πόλεμος στην Ουκρανία, υπολογίζει η Allianz Research με αφορμή την επέτειο των δύο ετών που συμπληρώνονται σήμερα από την αρχή της ρωσικής εισβολής.

Ειδικότερα, ο οίκος επισημαίνει πως εάν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, ο πληθωρισμός της Ευρώπης θα ήταν περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος σε σχέση με τα επίπεδα άνω του 10% που έφτασε. Οπως εξηγεί, ενώ το δολάριο ΗΠΑ επωφελήθηκε από το καθεστώς του ασφαλούς καταφυγίου, την άνετη καθαρή θέση εξαγωγέα ενέργειας των ΗΠΑ και μια ευνοϊκή μετατόπιση όσον αφορά το εμπόριο, το ευρώ ένιωσε την πίεση της εγγύτητας στη σύγκρουση. Αν οι τιμές του πετρελαίου και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμεναν σταθερές και το ευρώ δεν είχε χάσει αξία έναντι του δολαρίου, ο πληθωρισμός θα ήταν χαμηλότερος κατά 5%. Η ενέργεια συνέβαλε περισσότερο στο σοκ του πληθωρισμού το 2022, όχι η ζήτηση, συνεπώς θα είχε προκύψει μια χαμηλότερη πορεία πληθωρισμού, όπως επισημαίνει.

Ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να είναι λιγότερο επιθετική, οδηγώντας σε αύξηση των επιτοκίων μόνο κατά 250 μονάδες βάσης αντί για 450 από το 2022 έως τώρα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Allianz Research, η σημαντικά χαμηλότερη πορεία πληθωρισμού σε ένα σενάριο χωρίς πόλεμο θα είχε οδηγήσει σε λιγότερη πίεση στην ΕΚΤ για σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Αντί να αυξηθεί το επιτόκιο καταθέσεων από -0,5% σε 4% μεταξύ Ιουλίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2023, η αύξησή του στο 2% θα ήταν αρκετή για να επιτευχθεί η ομαλοποίηση της πολιτικής.

Παράλληλα, ωστόσο, ο θετικός αντίκτυπος μιας λιγότερο επιθετικής ΕΚΤ στην οικονομική ανάπτυξη θα ήταν χαμηλότερος, καθώς τα πραγματικά επιτόκια θα παρέμεναν υψηλότερα για πολλά τρίμηνα στο σενάριο που δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, λόγω των σημαντικά χαμηλότερων ρυθμών πληθωρισμού.

Ο πόλεμος έχει επίσης ασκήσει μεγαλύτερες πιέσεις στα δημόσια οικονομικά της Ευρώπης, αν και η έκρηξη του πληθωρισμού βοήθησε στη μείωση των δεικτών χρέους προς ΑΕΠ. Μετά τις μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αναμενόταν μια σταδιακή επιστροφή στις δημοσιονομικές τάσεις πριν από την COVID-19 (και άρα μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων). Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Allianz, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάστηκε να εντείνουν ξανά τις προσπάθειές τους για να εξουδετερώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Επιπλέον, η δυναμική του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα είχε διαφορετικές πορείες και κατευθύνσεις. Εκτός από την επίδραση του αναθεωρημένου παρονομαστή (ΑΕΠ), κύριος μοχλός της πτώσης των δεικτών χρέους ήταν το λεγόμενο φαινόμενο χιονοστιβάδας («snowball effect» – η διαφορά μεταξύ των τόκων που καταβάλλονται στο χρέος και της ονομαστικής ανάπτυξης) και αυτό ήταν το αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού.

Επίσης, όπως επισημαίνει η Allianz, οι ευρωπαϊκές εταιρείες επωφελήθηκαν ως επί το πλείστον από «τα οικονομικά του πολέμου», καθώς μπορούσαν να μετακυλίσουν την άνοδο των τιμών παραγωγής στις τιμές πώλησης, ενώ τα νοικοκυριά είδαν μία άμεση απώλεια αγοραστικής δύναμης.

Παρά το αρχικό σοκ, τα εταιρικά κέρδη ανέκαμψαν αρκετά γρήγορα, χάρη στην ισχυρή τιμολογιακή δύναμη και την ανθεκτική ζήτηση. Ορισμένοι τομείς, όπως οι μεταφορές, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ωφελήθηκαν περισσότερο από άλλους, αλλά η συνολική κερδοφορία στην Ευρώπη παρέμεινε ισχυρή. Ωστόσο, οι πραγματικές προκλήσεις βρίσκονται μπροστά, καθώς η ζήτηση εξασθενεί, το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης είναι επιβαρυντικό και οι υψηλές τιμές ενέργειας θα συνεχίσουν να μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά, ο λογαριασμός ενέργειας αυξήθηκε κατά 673 ευρώ κατά μέσον όρο και ο λογαριασμός τροφίμων κατά 1.316 ευρώ, υπολογίζει η Allianz. Συνολικά, η αύξηση των τιμών της ενέργειας αφαίρεσε 0,8% από την αύξηση του ΑΕΠ κατά μέσον όρο τα δύο τελευταία χρόνια, ενώ η ταχεία απάντηση της δημοσιονομικής πολιτικής απέτρεψε επιπλέον σημαντικές απώλειες. Αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν επιδοτήσει μαζικά τις τιμές της ενέργειας κατά συνολικά 4% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. και στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε μέσω άμεσης στήριξης είτε μέσω φορολογικών περικοπών, η μέση αύξηση του ΑΕΠ το 2022-23 θα μπορούσε να ήταν έως και 2% χαμηλότερη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση