ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η συνέντευξη Σιντίκ στην «Κ» που πυροδότησε αντιδράσεις

Διάβημα ΥΠΕΞ στον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή μετά την συνέντευξή του στην «Καθημερινή» και την αναφορά του ότι οι Τ/κ θέλουν κίνητρα από τους Ε/κ

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Μεγάλη συζήτηση ξέσπασε γύρω από την συνέντευξη που παραχώρησε στην «Καθημερινή» την περασμένη Κυριακή ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής, Ιρφάν Σιντίκ, και την αναφορά του ότι οι Τ/κ θέλουν κίνητρα από τους Ε/κ για επιστροφή στις συνομιλίες. Συγκεκριμένα στη συνέντευξή του στην διευθύντρια της «Κ» Μαρίνα Οικονομίδου, ο κ. Σιντίκ είπε ότι οι Τ/κ δεν θέλουν να μπουν σε μία διαδικασία χωρίς τέλος, να συνεχίσουν απομονωμένοι, χωρίς αναγνώριση και χωρίς την όποια σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο και ότι γι’ αυτό τον λόγο θέλουν κάποια κίνητρα για την επανέναρξη των συνομιλιών που θα τους κάνουν να νιώσουν ασφάλεια και θα ενισχύσουν την πεποίθησή τους ότι κάτι διαφορετικό μπορεί να βγει από τη διαδικασία αυτή τη φορά.

Μετά την συνέντευξη του Βρετανού ύπατου Αρμοστή στην «Κ» η Κυβέρνηση έσπευσε να διευκρινίσει ότι μια τέτοια θέση δεν είναι αποδεκτή, ενώ η ΕΔΕΚ αντέδρασε κάνοντας λόγο για «απροκάλυπτη στάση του Λονδίνου υπέρ της τουρκικής πλευράς». Αποκορύφωμα ήταν η σημερινή κίνηση του Υπουργείου Εξωτερικών να καλέσει τον κ. Σιντίκ για διάβημα, με τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο Κωνσταντίνο Λετυμπιώτη να αναφέρει ότι «αναμένουμε από το Ηνωμένο Βασίλειο, Εγγυήτρια Δύναμη, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και συντάκτη των περί Κύπρου ψηφισμάτων, να συμβάλει στη δημιουργία κλίματος το οποίο θα διευκολύνει την επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας».

Ολόκληρη η συνέντευξη του Ιρφάν Σιντίκ στην «Καθημερινή»

–Τα τελευταία έξι χρόνια παρατηρείται αδιέξοδο σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Ποιο συμπέρασμα βγήκε από την κάθοδο της νέας ειδικής απεσταλμένης των Ηνωμένων Εθνών; Είναι ασφαλές να μιλήσουμε για κινητικότητα στο Κυπριακό πλέον;

Είναι γεγονός πως από το Κραν Μοντανά και μετά δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόοδος σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Προσπαθήσαμε να ανακινήσουμε τα πράγματα το 2021 με τη διάσκεψη στη Γενεύη, ωστόσο δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόοδος. Φέτος είναι η επέτειος των 50 χρόνων εισβολής και 60 χρόνων από την εγκατάσταση της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο και γι’ αυτό τον λόγο κατανοώ ότι οι πολίτες ίσως να βλέπουν με περισσότερη επιφύλαξη τις όποιες κινήσεις, καθώς έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια πολλές προσπάθειες χωρίς κατάληξη. Είναι λοιπόν κατά κάποιον τρόπο κατανοητό να είναι επιφυλακτικοί, όμως εγώ έχω μία σχετική αισιοδοξία. Αυτό οφείλεται στο ότι έχω δει να υπάρχει βούληση από την ε/κ πλευρά για επανέναρξη των συνομιλιών. Από την εκλογή του, ο Νίκος Χριστοδουλίδης είχε επικεντρωθεί πρώτα στον διορισμό του Ευρωπαίου απεσταλμένου και πλέον είδαμε τον διορισμό ειδικού απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών.

–Η ιδέα διορισμού Ευρωπαίου απεσταλμένου έχει αποτύχει;  

Ο στόχος του Ευρωπαίου απεσταλμένου δεν ήταν να ηγηθεί της διαδικασίας, καθώς αυτό είναι στις αρμοδιότητες των Ηνωμένων Εθνών. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί ένας ενεργότερος ρόλος της Ε.Ε. Με αυτό τον τρόπο θα προσέλκυε την Τουρκία να επιστρέψει στη διαδικασία δίδοντάς της κίνητρα. Αυτό βεβαίως δεν έχει γίνει κατορθωτό.

–Χάσαμε πολύτιμο χρόνο σε όλη αυτή την προσπάθεια συζήτησης Ευρωπαίου απεσταλμένου;

Στην ουσία όχι, γιατί την ίδια περίοδο που κατέθετε την εν λόγω πρόταση ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ανέμεναν όλοι το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών. Και μετά τις εκλογές στην Τουρκία, είχαμε τις εξελίξεις στην Πύλα. Η ουσία, είναι η επανέναρξη των συνομιλιών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Τώρα η μεγάλη πρόκληση με τον διορισμό της νέας απεσταλμένης των Ηνωμένων Εθνών, είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορεί να βρεθεί κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών καθώς οι θέσεις τους βρίσκονται σε μεγάλη διάσταση. Η ε/κ πλευρά παραμένει προσηλωμένη σε λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Η τ/κ ηγεσία φαίνεται πως δεν συμμερίζεται αυτή τη θέση τη δεδομένη στιγμή. Η πρόκληση λοιπόν είναι πως θα φέρει τις δύο πλευρές στην ίδια κατεύθυνση. Το Ηνωμένο Βασίλειο στηρίζει τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και προς αυτή την κατεύθυνση θα εργαστούμε. Ωστόσο, όποτε διατυπώσουμε αυτή τη θέση, η τ/κ πλευρά αντιδρά. Προσωπικά πιστεύω πως υπάρχει ευελιξία στις θέσεις που εκφράζει η τουρκική πλευρά.

–Ευελιξία τέτοια που να μπορεί να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσει στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας; Υπάρχει τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο εφικτό;

Θα είναι δύσκολο, αλλά μπορεί να γίνει κατά την άποψή μου. Αυτή ακριβώς είναι και η αρμοδιότητα της ειδικής απεσταλμένης. Προφανώς είναι δύσκολο εξαιτίας των αποτυχημένων προσπαθειών όλων αυτών των χρόνων και της έλλειψης εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί. Στην τ/κ πλευρά ακόμα και τα πρόσωπα που είναι υπέρ της επανένωσης και της λύσης είναι ακόμα επιφυλακτικά ως προς τη στάση που θα τηρήσει τελικά η ε/κ ηγεσία. Αυτό προκύπτει από την εμπειρία που είχαν το 2004, όταν η τ/κ πλευρά στήριξε το Σχέδιο Ανάν και η ε/κ πλευρά το καταψήφισε. Πέραν όμως του Σχεδίου Ανάν, η δική τους ανάγνωση για τη διάσκεψη στο Κραν Μοντανά είναι ότι η ε/κ πλευρά δεν αξιοποίησε το μομέντουμ για λύση. Από το Κραν Μοντανά και μετά οι Τ/κ έχουν μετακινηθεί και μιλούν για κυριαρχική ισότητα. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι, όταν συνομιλήσεις με τους Τ/κ και το ίδιο ισχύει με συνάδελφους μου στην Άγκυρα, που μιλούν με την τουρκική πλευρά, αποκαλύπτουν ότι η κυριαρχική ισότητα γι’ αυτούς δεν σημαίνει απαραιτήτως και δύο κράτη. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι δεν έχουν πλέον την πεποίθηση ότι θα υπάρξει διαφορετική κατάληξη αν πάνε κι αυτή τη φορά σε συνομιλίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, χρειάζονται κάποιες διαβεβαιώσεις ότι τα πράγματα θα καταλήξουν διαφορετικά αυτή τη φορά, στο τραπέζι των συνομιλιών.

–Δηλαδή;

Θέλουν να έχουν το δικαίωμα να μιλούν για ξεχωριστό κράτος, το οποίο τους παρέχει την κυριαρχική ισότητα, έστω και αν δεν θα πάνε μέχρι τέλους με αυτή τη θέση. Αυτό θεωρούν πως θα τους ενισχύσει πηγαίνοντας στο τραπέζι των συνομιλιών. Οι Τ/κ νιώθουν πως η ε/κ πλευρά δεν είναι ειλικρινής σε ό,τι αφορά τη βούλησή της για συνομιλίες και γι’ αυτό τον λόγο θέλουν να κρατούν το ζήτημα της κυριαρχικής ισότητας ως χαρτί διασφάλισης. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, προκαλεί ανησυχία στην ε/κ πλευρά ότι αυτό το χαρτί θα χρησιμοποιηθεί στο ενδεχόμενο που οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, για να ανακηρύξουν ξεχωριστό κράτος. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν είναι αποδεκτό. Οι Τ/κ δεν θέλουν να μπουν σε μία διαδικασία χωρίς τέλος, να συνεχίσουν απομονωμένοι, χωρίς αναγνώριση και χωρίς την όποια σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο θέλουν κάποια κίνητρα για την επανέναρξη των συνομιλιών που θα τους κάνουν να νιώσουν ασφάλεια και θα ενισχύσουν την πεποίθησή τους ότι κάτι διαφορετικό μπορεί να βγει από τη διαδικασία αυτή τη φορά. Αυτή τους η ανάγκη δεν είναι αδικαιολόγητη. Το ερώτημα ωστόσο είναι πώς μπορεί κάποιος να παρέχει αυτές τις διασφαλίσεις στους Τ/κ χωρίς την ίδια στιγμή να προκαλέσει ανησυχίες στην ε/κ πλευρά ότι αυτό θα οδηγήσει αυτόματα στη λύση δύο κρατών. Αυτή λοιπόν είναι η πρόκληση για τη νέα απεσταλμένη.

–Να υποθέσουμε ότι ισχύουν όσα λέγονται περί χρονοδιαγράμματος δράσης της νέας ειδικής απεσταλμένης;

Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι πως η τ/κ ηγεσία, εξαιτίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης στη διαδικασία, δεν θέλει να ξεκινήσει έναν ακόμη κύκλο διαπραγματεύσεων χωρίς τέλος. Αυτός είναι και ο λόγος που έθεσαν χρονοδιάγραμμα δράσης έξι μηνών. Αυτό είναι σίγουρα κάτι που δεν επιθυμεί η ε/κ πλευρά. Το δικό μου συμπέρασμα είναι πως στους έξι μήνες θα διαπιστωθεί αν υπάρχει πρόοδος στην όλη διαδικασία. Αν όχι, τότε θα υπάρξει σχετική πίεση να κηρυχθεί αδιέξοδο. Αν όμως υπάρξει πρόοδος, τότε εκτιμώ πως θα υπάρξει και η ανάγκη περισσότερου χρόνου. Όμως είναι νωρίς να πάρουμε μία απόφαση τώρα.

–Το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες αυτή τη φορά;

Είναι ένα ερώτημα που δέχομαι συχνά, προφανώς γιατί επικρατεί η αίσθηση ότι έχουμε πάντα κάποιες ιδέες που θέλουμε να τις επιβάλουμε σε τρίτους. Αυτή τη στιγμή, έχει διοριστεί ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών και ο ρόλος του είναι να βρει κοινό έδαφος για να επαναρχίσουν οι συνομιλίες. Δεν έχουμε κανένα συγκεκριμένο έγγραφο να παρουσιάσουμε για το τι πρέπει να κάνουν οι δύο πλευρές. Στην ουσία αυτόν τον ρόλο τον έχει ο ειδικός απεσταλμένος και όχι εμείς.

–Είχατε κάνει κάποια συζήτηση επί του ζητήματος με τον Νίκο Χριστοδουλίδη; Επειδή στο παρελθόν είχατε καταθέσει κάποιες ιδέες.

Αυτό έγινε όσο δεν υπήρχε απεσταλμένος. Στην απουσία προόδου και με δεδομένο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήθελε πολύ να βρεθεί λύση, ήρθε με κάποιες προτάσεις για επανέναρξη των συνομιλιών αλλά αυτό έγινε όσο κανείς δεν είχε εντολή. Είναι αποκλειστική ευθύνη της απεσταλμένης των Ηνωμένων Εθνών να προχωρήσει με προτάσεις.

–Δεδομένης και της καταγεγραμμένης επιφύλαξης, του χάσματος μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών, θεωρείτε πως η κυριαρχική ισότητα ίσως να είναι τελικά μία διέξοδος για τη λύση του Κυπριακού;

Εμείς δεν πρόκειται να επιβάλουμε οποιαδήποτε ιδέα, αυτό που παρέθεσα ήταν η θέση της τ/κ ηγεσίας. Η πρόκληση είναι στον απεσταλμένο αλλά και στην ε/κ ηγεσία, που είναι πιο πρόθυμη να δει αποτέλεσμα στις συνομιλίες, να απευθυνθούν στην άλλη πλευρά.

–Πώς σχολιάζετε τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που ανακοινώθηκαν από τον πρόεδρο;

Έχουν ανακοινωθεί 14 μέτρα τα οποία όπως αντιλαμβάνομαι δεν είναι στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης αλλά στο πλαίσιο δημιουργίας ενός πιο θετικού περιβάλλοντος.

–Αποτελεί βήμα προόδου;

Είναι θετικό, γιατί προτείνει λύσεις σε κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολίτες στο νησί και θα βοηθήσει την κατάσταση. Το πιο πιθανό βεβαίως είναι πως δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της τ/κ ηγεσίας και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, το ερώτημα είναι τι θα κάνει η ε/κ πλευρά για να πείσει την τ/κ ηγεσία πως είναι προς όφελός της να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, συζητώντας το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης.

–Εξαρτάται δηλαδή από την ε/κ πλευρά;

Γνωρίζω πως σε μία μερίδα των πολιτών δεν αρέσει αυτό που λέω καθώς διερωτώνται για ποιο λόγο πρέπει οι Ε/κ να αναλάβουν πρωτοβουλίες προσέγγισης των Τ/κ ούτως ώστε να επιστρέψουν οι τελευταίοι στο τραπέζι των συνομιλιών τη στιγμή που κατέχουν τα εδάφη τους και καταπατούν δικαιώματά τους. Κατανοώ και σέβομαι αυτή τη θέση, ωστόσο τίποτα δεν πρόκειται να προχωρήσει με αυτή την προσέγγιση. Η επιλογή συνεπώς είναι είτε να επιμείνεις στην αρχική σου θέση ότι εμείς δεν πρέπει να κάνουμε κάτι με αποτέλεσμα να μην υπάρξει οποιαδήποτε πρόοδος, είτε να αναγνωρίσεις την πολιτική πραγματικότητα, του ότι η άλλη πλευρά δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμη για την επανέναρξη των συνομιλιών στο συμφωνημένο πλαίσιο. Στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να γίνουν βήματα που θα βελτιώσουν το κλίμα και θα προσελκύσουν τους Τ/κ και την ίδια στιγμή δεν θα προκαλούν ανασφάλεια στους Ε/κ. Μπορούν να γίνουν περισσότερα από την ε/κ ηγεσία γιατί αυτή είναι άλλωστε που ζητάει την επανέναρξη των συνομιλιών. Η τ/κ ηγεσία δεν ζητάει επανέναρξη των συνομιλιών στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Συνεπώς αν ο στόχος είναι η επανέναρξη των συνομιλιών, θα πρέπει να γίνει κάτι για να επιτευχθεί.

Η συμφωνία της Πύλας και η έλλειψη κατανόησης

–Για την Πύλα ποια είναι η διαπίστωσή σας; Έχει αποτύχει η συμφωνία;

Δεν είναι δίκαιο να πούμε ότι έχει αποτύχει. Οι εξελίξεις του περασμένου Αυγούστου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε κλιμάκωση και ότι τα Ηνωμένα Έθνη εργάζονται και με τις δύο πλευρές για να φτάσουν σε μία συμφωνία που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη, σίγουρα είναι θετικό. Η εφαρμογή των συμφωνιών αποτελεί πρόκληση. Θεωρώ πως είναι εν μέρει εξαιτίας της έλλειψης κατανόησης σε πρόνοιες των συμφωνιών –γιατί πρόκειται για δύο κείμενα– που δημιουργήθηκε όλη αυτή η κατάσταση. Είναι ευθύνη των Ηνωμένων Εθνών να είναι ειλικρινή, ούτως ώστε και οι δύο πλευρές να αντιληφθούν τι προνοείται στην άλλη συμφωνία. Όταν υπάρξει κοινή κατανόηση, τότε θα μπορεί από κοινού να εφαρμοστεί.

–Μπορεί η εμπειρία της Πύλας να επηρεάσει στο μέλλον τις αντιλήψεις για την λύση του Κυπριακού;

Δεν νομίζω. Το θετικό σημείο είναι ότι και οι δύο πλευρές μπορούσαν να βρουν λύση μέσω του διαλόγου αποκλιμακώνοντας την κατάσταση. Ξέρετε, η επίθεση εναντίον ειρηνευτών των Ηνωμένων Εθνών είναι πολύ μεγάλη υπόθεση και θα μπορούσε αναζωπυρωθεί η κρίση. Αν λοιπόν εξηγηθούν σωστά οι συμφωνίες, υπάρξει κατανόηση και ευελιξία, θα δημιουργηθεί ένα σωστό περιβάλλον και πρόοδος σε ζητήματα παρεμφερή.

Οι κινήσεις στις βάσεις έγιναν σε συντονισμό με Λευκωσία

–Η χρήση των βρετανικών βάσεων για την επίθεση εναντίον των Χούθι προκάλεσε ανησυχία σε μερίδα της κυπριακής κοινωνίας, ότι μπορεί η Κύπρος να δεχθεί επίθεση από την Υεμένη…

Οι επιθέσεις των Χούθι σε εμπορικά πλοία που περνούσαν από την Ερυθρά Θάλασσα ήταν παγκόσμια απειλή για την οικονομία και την ασφάλεια. Υποστήριζαν ότι επιτέθηκαν μόνο σε ισραηλινά πλοία εξαιτίας της κρίσης στη Γάζα, ωστόσο αυτό δεν είναι αληθές. Έχουν επιτεθεί σε πολλά πλοία συμπεριλαμβανομένων βρετανικών και ελληνικών που δεν έχουν καμία σχέση με το Ισραήλ και την κρίση στη Γάζα. Αυτό δημιουργεί αποσταθεροποίηση στην περιοχή, αναγκάζει πλοία να γυρίσουν πίσω στην Αφρική, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Λάβαμε τη συγκεκριμένη απόφαση μετά και το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ζητούσε να σταματήσουν αμέσως οι επιθέσεις και να προστατευθεί το διεθνές εμπόριο. Η κίνησή μας ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Αντιλαμβάνομαι πως μερίδα των πολιτών στην Κύπρο ανησυχεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν. Θα ήθελα ωστόσο να ξεκαθαρίσω πως οι κινήσεις αυτές έγιναν σε πλήρη συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία. Τους έχουμε ενημερώσει πλήρως και με διαφάνεια. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι ενισχύεται το ρίσκο στην Κύπρο εξαιτίας των κινήσεων που κάναμε. Ελέγχουμε πλήρως την κατάσταση και δεν έχουμε δει κάτι που να μπορεί να στείλει το μήνυμα πως η Κύπρος είναι στόχος ή βρίσκεται σε μεγαλύτερο ρίσκο εξαιτίας αυτής της κίνησης. Οι Χούθι αντιλαμβάνονται πως αυτή η κίνηση είναι του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας.

–Συνεπώς η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει εμπλακεί εμμέσως στις στρατιωτικές επιχειρήσεις;

Δεν υπήρξε καμία εμπλοκή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν καθαρά βρετανική κίνηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση