ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Να σου πω όσα έχω να σου πω...»

Το «Δέντρα, πολλά δέντρα» δημιουργήθηκε καθώς η μητέρα της συγγραφέως Ρούλας Γεωργακοπούλου έφευγε από τη ζωή

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Στο εσώφυλλο του βιβλίου «Δέντρα, πολλά δέντρα» παρατίθεται ως είθισται, ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα για τη συγγραφέα κάτω από τη φωτογραφία της. Εκεί αναφέρονται αναλυτικά η ημερομηνία γέννησης και ο τόπος, οι σπουδές, η επαγγελματική πορεία στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνική μετάφραση, η καλλιτεχνική παραγωγή που μέχρι τώρα είχε σχέση μόνο με το θέατρο. Καταλήγει το σημείωμα, «αυτή είναι η πρώτη της πεζογραφική απόπειρα».

Η αλήθεια είναι πως η Ρούλα Γεωργακοπούλου είναι μια πολύ έμπειρη δημοσιογράφος και συγγραφέας και πως αυτή η τελευταία φράση περιγράφει σεμνά ένα βιβλίο από εκείνα που διαβάζονται με μια αναπνοή. Στα ολιγοσέλιδα «Δέντρα» της έχει χωρέσει τη δημοσιογραφία, το θέατρο και τη δημιουργική γραφή όπως την είδαν οι φεμινίστριες του 20ού αιώνα. Εν ολίγοις, έχει χωρέσει όλο της τον αγώνα και την αγωνία για τις λέξεις, και έχει χαράξει την κυκλοτερή πορεία της γύρω από το περίφημο σώμα του κειμένου στο οποίο κάθε τεχνίτης της γραφής προσπαθεί να εμφυσήσει πνοή.

«– Μαμά γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
– Για να σε βλέπω καλύτερα
– Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
– Για να σε ακούω καλύτερα.
– Και τόσο μεγάλη μύτη;
– Για να σε μυρίζομαι από μακριά.
– Και τόσο μεγάλο στόμα;
– Για να σου πω όσα έχω να σου πω, παιδί μου».

Τα «Δέντρα» είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο αφιερωμένο «Στις μητέρες μας», το οποίο δημιουργείται καθώς η μητέρα της συγγραφέως φεύγει από τη ζωή. Στη διάρκεια των δέκα τελευταίων μηνών, η μία από τις τρεις κόρες, η πρωτότοκη, «το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου», αρχίζει να συντάσσει «το λεξικό της άνοιας», να καταγράφει δηλαδή με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, τρυφερότητα και θάρρος τον μονόλογο του αγαπημένου ανθρώπου που σταδιακά εγκαταλείπει τον εαυτό του.

Η επιθυμία της κόρης να καθυστερήσει το τέλος, κι ακόμη περισσότερο να βρει την άκρη του μίτου που καταλήγει στο πραγματικό πρόσωπο της μητέρας, άρα και στο δικό της, την οδηγεί στο παρελθόν. «Το διάστημα που ψυχομαχούσε η μαμά μου, εγώ, κρυφά από τις αδελφές μου, άρχισα πάλι να προσεύχομαι», γράφει. «Πιστεύω εις ένα παλτό αστρακάν, πατέρα παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης. Διέταζα τα άδεια ρεγκλάν μανίκια να με αγκαλιάσουν. Τον πελώριο γιακά να αναδιπλωθεί και να πάρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο η μαμά μου έπαιρνε παράταση και εγώ συνέχιζα τη ζωή μου, όπως έκανε εκείνη ακόμη καλύτερα».

Η προσπάθεια της γραφής είναι μια απόπειρα αυτοανακάλυψης, και στις καλές περιπτώσεις μπορεί πραγματικά να ανοίξει τα τρομερά ντουλάπια της παιδικής ηλικίας και να δούμε μέσα τον εαυτό μας. Η Ρούλα Γεωργακοπούλου αναμετριέται με τη μητριαρχική γενεαλογία της οικογένειάς της, όπως έκανε πολλά χρόνια νωρίτερα η Μαργαρίτα Καραπάνου με την «Κασσάνδρα και τον Λύκο» της. Είναι το συνήθως σιωπηλό κορίτσι που αποφασίζει να κάνει αταξίες στη μέση μιας σοβαρής γιορτής. Είναι εκείνη που ανοίγει το κουτί με τις οικογενειακές φωτογραφίες και τις σκορπίζει στο πάτωμα για να παίξει.

Οταν χορεύει...

«Πόσο τρομερή είναι η μαμά μου όταν χορεύει!», γράφει. «Χορεύει μόνον με τα αδέλφια της, γιατί κανένας άλλος στον κόσμο, ούτε ο μπαμπάς μου ούτε οι γυναίκες τους ξέρουν χορό. Φοράει ένα αχνοπράσινο βραδινό με ίνες από άγριο μετάξι που της έχει ράψει η θεία μου και χαράζει νοητές γραμμές στο πάτωμα με τα τακούνια της, σαν να λέει και στις τρεις μας ώς εδώ και μη παρέκει».

Η πρόζα του βιβλίου, η συνειρμική γραφή, η αναφορά στα όνειρα, οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις, ακόμη και αυτή η μορφή του κειμένου με τις προτάσεις που σφιχτοδεμένες με κόμματα διαδέχονται η μία την άλλη, θυμίζει συχνά το περιεχόμενο μιας ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Αλλωστε, στον πρώτο ψυχοθεραπευτή της αποδίδει η συγγραφέας μία από τις ωραιότερες φράσεις της: «Συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται τον πατέρα τους. Εσείς παντρευτήκατε τη μητέρα σας». Αν πάλι μου αναλογεί να διαλέξω τη δική μου αγαπημένη φράση από τα «Δέντρα», αυτή που συνοψίζει για μένα τον κόπο και την ουσία αυτού του βιβλίου, θα αντιγράψω αυτήν: «Μαμά, με θέλεις για μαμά σου;».

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση