ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο χριστουγεννιάτικος μποναμάς

Ενα διήγημα του καταξιωμένου Ελληνα αστροφυσικού Διονύση Π. Σιμόπουλου αποκλειστικά για την «Κ»

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Η καφετέρια στην οποία εργαζόταν έκλεισε την Παρασκευή, τελευταία ημέρα των μαθημάτων πριν από τα Χριστούγεννα. Το ίδιο κι όλες οι φοιτητικές εστίες. Ο Μάικ, ο καλύτερος Αμερικανός φίλος του, τον είχε προσκαλέσει να περάσουν τις διακοπές στο Jackson, αλλά δεν ήταν δυνατόν να πάει χριστουγεννιάτικα στο «ξένο σπίτι» με άδεια χέρια, όσο ευπρόσδεκτος κι αν ήταν! Κι έτσι το ελληνικό φιλότιμο τον οδήγησε στην άρνηση της πρόσκλησης και στην παραμονή του στην πανεπιστημιούπολη. Από τους 25.000 φοιτητές είχαν μείνει καμιά σαρανταριά, που υποχρεώθηκαν όμως να μετοικήσουν, για όσο διαρκούσαν οι διακοπές, στο Pleasant Hall, το ξενοδοχειακό κτίριο του πανεπιστημίου που προοριζόταν συνήθως για επισκέπτες καθηγητές.

Αλλά και το δείπνο της Παρασκευής ήταν κι αυτό το τελευταίο για όλη την περίοδο των διακοπών και μέχρι το πρωινό της 3ης Ιανουαρίου. Ολοι οι εργαζόμενοι φοιτητές στις πανεπιστημιακές καφετέριες λάμβαναν την αμοιβή της εργασίας τους σε είδος μόνο και όχι σε χρήμα. Περίπου 20 ώρες εργασίας για 15 γεύματα τις καθημερινές κάθε εβδομάδας. Οι δυσκολίες εμφανίζονταν μόνο τα Σαββατοκύριακα· χωρίς ρευστό στην τσέπη και με τις καφετέριες κλειστές, πολλές φορές περνούσε το διήμερο μέσα σε βασανιστική πείνα.

Ακόμη πιο μεγάλη ήταν η έλλειψη του τσιγάρου. Τριάντα πέντε σεντς το πακέτο, όσο κι ένα περιποιημένο χάμπουργκερ, το οποίο τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Μια άλλη γαστρονομική φαντασίωσή του έπαιρνε τη μορφή δύο τηγανητών, μελάτων αυγών, συνοδευμένων με φρυγανισμένες φέτες τοστ βουτηγμένες σε λιωμένο βούτυρο και ρινίσματα βραστής πατάτας (τα περίφημα home fries). Τηγανίζονταν στο λίπος που άφηναν τα μπιφτέκια πάνω στην καυτή πλάκα του Pitt Grill. Εκείνα τα Σαββατοκύριακα, τέτοιου είδους φαντασιώσεις ήταν γι’ αυτόν κάτι το συνηθισμένο. Ενώ στα μεγάλα ζόρια πήγαινε ένα βήμα πιο πέρα, αφού θεωρούσε ότι ακόμη και το σπανακόρυζο (το πιο απεχθές φαγητό της εφηβείας του) ήταν ένα άξιο κύριο πιάτο για ένα συμπόσιο γευσιγνωστών.

Τα «κεράσματα»

Υπήρχαν και τα λίγα, αλλά τυχερά, με τη μορφή «κερασμάτων» από δύο μεταπτυχιακούς συμφοιτητές του, τον Βασίλη, «εξ Αθηνών ορμώμενο», υποψήφιο διδάκτορα Φυτοπαθολογίας, και τον Πάνου, από τη Λευκωσία, έτοιμο πλέον για το διδακτορικό του στην πυρηνική φυσική. Είχαν και οι δυο τους ερευνητικές υποτροφίες που τους επέτρεπαν σπουδές χωρίς δίδακτρα και επιπλέον 200 δολάρια ρευστό κάθε μήνα. Εμεναν σε δύο μικρά γειτονικά ξύλινα διαμερίσματα, μισό χιλιόμετρο έξω από την πανεπιστημιούπολη, κατάλοιπα και αυτά από την εποχή του πολέμου, 25 χρόνια νωρίτερα. Ησαν και τα δύο υπερυψωμένα από το έδαφος για να αποφεύγουν τη διάχυτη υγρασία και τους πανταχού παρόντες αρουραίους – συχνά, χωρίς επιτυχία.

Για την έρευνά του, ο Βασίλης έκοβε πατάτες σε μικρούς κυβίσκους σαν ζάρια, τις έβραζε και τον αμυλούχο χυλό, που έμενε, τον διένειμε σε ρηχά γυάλινα πιατάκια στα οποία καλλιεργούσε μύκητες. Με αυτούς εμβολίαζε δεκάδες εκκολαπτόμενα αυγά και παρακολουθούσε την επίδραση που είχαν στην εξελικτική πορεία των εμβρύων.

Οπως ήταν φυσικό, ο Βασίλης δεν έφαγε έκτοτε ποτέ ούτε αυγά ούτε κοτόπουλα. Οι βραστές πατάτες που έμεναν, όμως, γίνονταν η βάση αξέχαστων γευμάτων κάθε δεύτερο Σάββατο: οι κύβοι απλώνονταν σε ένα ταψί και πάνω τους έριχναν κομμάτια παγωμένου Crisco, που έμοιαζε με λαρδί αλλά είχε ως βάση λάδι από βαμβακόσπορο. Πάνω τους έκοβαν ένα και μοναδικό λουκάνικο Φρανκφούρτης, το οποίο συμπλήρωναν με μπόλικο αλατοπίπερο. Σε μια τέτοια γαστριμαργική πανδαισία είχε συμμετάσχει και ο ίδιος μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα και μία ημέρα πριν ο Βασίλης φύγει για ένα συνέδριο στη Νέα Υόρκη.

Την Κυριακή το μεσημέρι, παραμονή Χριστουγέννων, για να ξεχάσει την πείνα του, επισκέφθηκε τον Πάνο. Φτάνοντας στη γωνία του σπιτιού, τον είδε να βγαίνει από την πόρτα της κουζίνας, έτοιμο να επιστρέψει στο εργαστήριό του. «Ελα, έλα», του φώναξε ο Πάνος ενθουσιασμένος. «Μόλις τώρα έλεγα να φτιάξω λίγες πατάτες»! Κι αυτός είπε τάχα αδιάφορα: «Μπα, δεν πεινάω και τόσο σήμερα». Μισή ώρα αργότερα, τρεις ολόκληρες τηγανιές στεφανωμένες με τρία αυγά τηγανητά υπερχείλιζαν τη σουπιέρα, ενώ δίπλα της ένα βαθύ πιάτο με ψιλοκομμένο λάχανο μοσχομύριζε από το λαδόξιδο και τη ρίγανη. Τριάντα λεπτά μετά, δεν υπήρχε ούτε ψίχουλο στα δύο σκεύη.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα ξύπνησε αργά σπεύδοντας, όπως συνήθιζε, στο ταχυδρομείο. Οταν έφτασε στο γραμματοκιβώτιό του και κοίταξε στο τζαμάκι του κιβωτίου, τα μάτια του έλαμψαν διακρίνοντας τον χαρακτηριστικό φάκελο με το μπλε και άσπρο πλαίσιο που χρησιμοποιούσε η θείτσα του η Γεωργία, η αδελφή της μητέρας του, που χήρεψε στα 38 της. Ακληρη, είχε γίνει η δεύτερη μάνα των παιδιών της αδελφής της. Αυτή ήταν που αμέσως μετά την Κατοχή τού είχε αγοράσει, από τον Μαρκάτο, το κόκκινο τρίτροχο ποδηλατάκι με το οποίο σουλατσάριζε στη μικρή κατηφόρα της Βότση, ενώ αργότερα του είχε πάρει και το πρώτο του κοστούμι και την πρώτη του καμπαρντίνα. Και όλα αυτά με μια απίθανα μικρή δημοτική σύνταξη του άντρα της.

Αλλά είχε την υποστήριξη της άλλη τους αδελφής, της Βικτωρίας που ζούσε, χρόνια τώρα, στη Βερόνα της Πενσιλβάνια. Κάθε μήνα, επί χρόνια, απαρέγκλιτα, η θείτσα λάμβανε μια επιταγή 50 δολαρίων που δεν σταμάτησε να έρχεται ακόμη κι όταν η Βικτωρία είχε πεθάνει. Γιατί το ιερό εκείνο χρέος, όπως έλεγε η Αμερικανίδα ανιψιά της, συνέχισε να εκτελείται από την κόρη της Βικτωρίας, τη Μαίρη.

Το χαρτονόμισμα

Ανοιξε αργά, σχεδόν ιεροτελεστικά, το γράμμα της θείτσας κι έβγαλε το προσεκτικά διπλωμένο επιστολόχαρτο. Αίφνης ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα των πέντεδολαρίων γλίστρησε κι έπεσε στο δάπεδο. Αν και ψηλός για την εποχή του, εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε ότι είχε γίνει πραγματικός γίγαντας. Αμέσως άρχισε τους υπολογισμούς: ένα πακέτο Pall Mall άφιλτρα 35 σεντς, ένας καφές το πρωί κι ένας το απόγευμα 14 σεντς. Με πέντε κουταλιές ζάχαρη στον κάθε καφέ οι θερμίδες θα έφταναν περίπου τις 200. Στο κύριο μενού υπολόγισε χάμπουργκερ, πατάτες τηγανητές που θα κόστιζαν 50 σεντς και θα απέδιδαν 700 θερμίδες. Ηταν το ίδιο κόστος και οι ίδιες θερμίδες με τα αυγά και τα home fries. Ετσι, θα συμπλήρωνε 1.600 θερμίδες, από τις 2.000 που χρειαζόταν ημερησίως.

Καθόλου άσχημα, σκέφτηκε, καθώς υπολόγισε ότι είχαν απομείνει εννέα μόνον ημέρες μέχρις ότου ανοίξει η καφετέρια. Οπως κι αν τα υπολόγιζε, όμως, δεν του έβγαινε ο λογαριασμός μ’ εκείνο το κολλαριστό πεντοδόλαρο. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει το πλατύ χαμόγελο από το πρόσωπό του, καθώς περπατούσε (πετούσε μάλλον) προς την Tiger Town και την οπτασία εκείνου του περίφημου χάμπουργκερ a la Pitt Grill! Γιατί βαθιά στη θύμησή του ακούγονταν τα τελευταία λόγια της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Οσα παίρνει ο άνεμος»: «After all... tomorrow is another day!»...

Ο κ. Διονύσης Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Νέου Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου. Το τελευταίο του βιβλίο, «Η άνοιξη του σύμπαντος», κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το χριστουγεννιάτικο διήγημα γράφτηκε ειδικά για την «Κ». 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X