ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πέθανε ο μεταφραστής και δοκιμιογράφος Αρης Μπερλής

Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα κριτικής της λογοτεχνίας.

Kathimerini.gr

Πέθανε σε ηλικία 74 ετών από καρκίνο ο σπουδαίος μεταφραστής και δοκιμιογράφος, Άρης Μπερλής.

Ο Άρης Μπερλής είχε γεννηθεί στην Πάτρα το 1944. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ιατρική, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του. Είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά έργα των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζαίημς Τζόυς, Έμιλυ Μπροντέ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Τζόζεφ Κόνραντ, Κιάραν Κάρσον, Φλαν Ο' Μπράιαν, κ.ά.

Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα κριτικής της λογοτεχνίας. Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού "Σπείρα" (1974-1980) και εκδότης (εκδ. οίκος "Κρύσταλλο", 1980-1993). Επίσης, δίδαξε λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, όπου διετέλεσε διευθυντής σπουδών του αγγλόφωνου τμήματος. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υψιλον ο τόμος «Κριτικά δοκίμια». Είχε μεταφράσει: Αλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζέιμς Τζόις, Εμιλι Μπροντέ, Τζόζεφ Κόνραντ, Σάμιουελ Μπέκετ, Μπέρτραντ Ράσελ, Ουόλτερ Πέιτερ κ.ά. ενώ οι τελευταίες του μεταφραστικές εργασίες ήταν «Ο μεγάλος Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Αγρα), «Η τέχνη της μνήμης» της Φράνσες Γέιτς (ΜΙΕΤ) και «Η Βίβλος του άθεου», συλλογικό έργο.

Οταν ο Αρης Μπερλής μιλούσε στον Ηλία Μαγκλίνη για την κρίση, τη σύγχυση των νέων, τους συγγραφείς

Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…

Η συζήτηση με τον μεταφραστή και μελετητή της λογοτεχνίας Αρη Μπερλή ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα: κοιτούσα στην οθόνη του υπολογιστή του τη φωτογραφία ενός σμήνους βρετανικών βομβαρδιστικών Λάνκαστερ, όταν ο κ. Μπερλής σχολίασε: «Αυτή είναι η φαντασίωσή μου: πιλότος βομβαρδιστικού, σε αποστολή πάνω από τη ναζιστική Γερμανία». Είχα πάει στο σπίτι του κ. Μπερλή, στον Βύρωνα, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του «Μεγάλου Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ από τις εκδόσεις Αγρα (σε δική του μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο), αλλά βρεθήκαμε να μιλάμε για… βομβαρδισμούς του 1943.

Αφού με περιεργάστηκε η γάτα του («είχαμε άλλη μία, μα το καλοκαίρι μάς άφησε είκοσι χρόνων και τη θάψαμε με τιμές στον κήπο, στην Εύβοια», μου είπε), η συζήτηση στράφηκε στη λογοτεχνία, στη μετάφραση, στο σήμερα.

Υπήρχε ένας σκοπός κάποτε και τα πράγματα ήταν καθαρά. Γι’ αυτό φαντασιώνομαι ότι είμαι πιλότος της RAF. Πολεμάς τον Χίτλερ και τον φασισμό. Λείπει σήμερα αυτή η αίσθηση του σκοπού. Δημιουργείται έτσι μια σύγχυση. Κάποιοι μπαίνουν σήμερα σε μια στράτευση. Π.χ., στρατεύονται κατά του Μνημονίου. Υπέρ ποίου όμως, θα ρωτούσα εγώ. Μιας υποτιθέμενης εθνικής ανεξαρτησίας; Η οποία όμως δεν μπορεί να υπάρξει όταν είσαι μέλος -και σωστά- μιας ευρύτερης ενότητας κρατών; Πρέπει να εθελοτυφλείς για να πιστεύεις ότι μπορείς ως χώρα να είσαι αυθύπαρκτος. Η σύγχυση αυτή κουράζει. Κανένας δεν είναι απρόσβλητος, πολύ περισσότερο οι νέοι, που είναι σε πλήρη σύγχυση. Το βλέπω στην κόρη μου, 27 χρόνων, άνεργη. Δασκάλα θέλει να είναι. Δεν θέλει να είναι χρηματιστής, γιατρός ή δικηγόρος. Να διδάσκει παιδιά θέλει. Και δεν μπορεί αυτή τη στιγμή. Τον Γκίνσμπεργκ τον γνώρισα όταν ήρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’90. Αλληλογραφούσαμε από τη μακρινή εποχή που μετέφραζα την ποίησή του. Δοκίμασα μεγάλη απογοήτευση. Είναι φαίνεται αναπόφευκτο να απογοητευόμαστε όταν γνωρίζουμε συγγραφείς ινδάλματα της νεότητάς μας. Ο πρώτος Αμερικανός πεζογράφος που μετέφρασα είναι ο Φιτζέραλντ, με τον «Γκάτσμπι», από τα κορυφαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Με διαστάσεις πολύ πέραν της λογοτεχνίας. Δεν μπορεί ένας ιστορικός να κατανοήσει τον αμερικανικό Μεσοπόλεμο χωρίς να έχει διαβάσει Φιτζέραλντ. Θα του λείπει αυτή η πολιτισμική διάσταση. Είναι επίκαιρο βιβλίο ο «Γκάτσμπι». Απεικονίζει μια εποχή η οποία βρίσκεται καθ’ οδόν προς τη χρεοκοπία. Εποχή πλούτου, ασωτίας και φθηνού γούστου – όπως αυτή που ζήσαμε. Εκείνο όμως που κάνει τον ήρωα μεγάλο είναι ο ρομαντισμός του. Δείτε τον έρωτα και την απόλυτη αφοσίωση του Γκάτσμπι για την Νταίζη. Στον «Γκάτσμπι» οι άρρενες αναγνώστες βρίσκουν κομμάτια του εαυτού τους εφηβικά. Αυτές τις νύξεις ερωτικής αθανασίας, για να παραλλάξουμε ένα πασίγνωστο ποίημα του Γουέρντσγουερθ. Ο Γκάτσμπι έχει έναν σκοπό, μια στοχοπροσήλωση, κι ας κυνηγάει μια χαμένη υπόθεση.

Κανένας σύγχρονος μυθιστοριογράφος δεν θα τολμούσε να πλάσει τέτοιο ιδεαλιστή ήρωα. Οι ήρωές τους -του Ροθ, του Κουτσί, του Μπάνβιλ- είναι σαν τον μέσο αναγνώστη. Είναι νευρωτικοί, έχουν πρόβλημα με τις γυναίκες, δεν ξέρουν τι θέλουν. Για μένα, ο καλός μεταφραστής δεν πρέπει απλώς να κατέχει καλά την ξένη και τη μητρική του γλώσσα, αλλά να καταλαβαίνει τη λογοτεχνία, να δονείται από το κείμενο και ταυτόχρονα να μπορεί με ψυχρό μάτι να διακρίνει τα αφηγηματικά τεχνάσματα του συγγραφέα. Είναι σαν το «Παράδοξο του ηθοποιού», του Ντιντερό. Τότε μόνον θα είναι πραγματικά καλός μεταφραστής. Εμένα με ικανοποιούσε ότι ένα σπουδαίο βιβλίο μπορούσα να το γυρίσω στη δική μου γλώσσα. Ισως γι’ αυτό, αν και θα μπορούσα να γράψω δικά μου πράγματα, δεν το έκανα. Η μετάφραση με γέμιζε πάντα, δεν ήθελα άλλο. Η λογοτεχνία αφηγείται τη ζωή. Δεν πιστεύω στις θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες λογοτεχνία και γλώσσα είναι παιχνίδια σημείων. Βεβαίως, η λογοτεχνία δεν είναι ο απόλυτος καθρέφτης της ζωής, αλλά ένα σύνολο από ηρωικές απόπειρες να γίνει η ζωή αντικείμενο αφήγησης. Οι αποδομιστές είπαν ορισμένα σωστά πράγματα που μπορεί να ισχύουν σε συγκεκριμένα πλαίσια μόνον. Εξάλλου, πολλά από αυτά που είπαν τα ξέραμε. Τις αμφισημίες, την εκκρεμότητα του νοήματος, τα ξέραμε ως αναγνώστες.

Η μόνη μου αντίσταση στα επερχόμενα δεινά είναι η λογοτεχνία. Δεινά κοινωνικά, πολιτισμικά – και βιολογικά βέβαια. Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X