ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πρόσκληση για τη Δέκατη Ετήσια Έκθεση Νέων Κύπριων Δημιουργών

Ο σκοπός της έκθεσης έχει αποκλειστικά φιλανθρωπικό χαρακτήρα και διοργανώνεται από τον πολιτιστικό φορέας «Ακαμαντίς»

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Ο πολιτιστικός φορέας «Ακαμαντίς» σε συνεργασία με την εικαστικό Ελένη Νικοδήμου διοργανώνουν τη Δέκατη Ετήσια Έκθεση για νέους Κύπριους δημιουργούς. Αυτή τη χρονιά καλεί τους καλλιτέχνες να επιλέξουν και να εμπνευστούν από τα πιο κάτω θέματα τα οποία είναι:

1. Καρτ Ποστάλ
2. Είναι όμορφη η πόλη μου, την Κυριακή το πρωί όταν ξυπνά 


Σκοπός της έκθεσης, όπως και τις προηγούμενες χρονιές, είναι αποκλειστικά φιλανθρωπικού χαρακτήρα, και ο πολιτιστικός φορέας «Ακαμαντίς» θα δωρίσει όλα τα καθαρά έσοδα από τις πωλήσεις των έργων και τις χορηγίες που τυχόν λάβει για φιλανθρωπικό σκοπό σε ίδρυμα που επιλέγη, το οποίο θα ανακοινωθεί σε μετέπειτα στάδιο.

Τα εγκαίνια της έκθεσης έχουν προγραμματιστεί για την 1η Δεκεμβρίου, ημέρα Παρασκευή και ώρα 7:30 μ.μ. 

Ο φορέας για τη φετινή χρονιά θα εκδώσει κατάλογος για τα 10 χρόνια Ακαμαντίδας.

Όροι συμμετοχής:

1) Ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να επιλέξει είτε ένα από τα θέματα είτε και τα δύο.
2) Τιμές: Ο κάθε δημιουργός καθορίζει το ποσό που ζητά για το έργο του. Επιπρόσθετα θα υπάρχει ένα ποσό ισάξιο του 20% επιπλέον της τιμής του δημιουργού, το οποίο θα δοθεί στον φιλανθρωπικό σκοπό. Στο συνολικό ποσό της τιμής πώλησης (τιμή δημιουργού και επιπλέον 20%) θα επιβάλλεται 5% ΦΠΑ που προνοείται από τον νόμο. Εξαιρούνται οι φωτογραφίες και η ψηφιακή τέχνη στις οποίες επιβάλλεται 19% ΦΠΑ.
3) Μέσα και υλικά: Τα έργα μπορούν να είναι ζωγραφικά, γλυπτικά, φωτογραφικά, ψηφιακά, μπορούν να είναι σχέδια, υφαντά, κολλάζ, μεικτή τεχνική, εγκατάσταση στο χώρο και βίντεο. Οι καλλιτέχνες μπορούν να λάβουν μέρος δημιουργώντας έργα ειδικά για αυτόν το σκοπό ή με ήδη υφιστάμενα έργα που εμπίπτουν στο θέμα. Οι καλλιτέχνες καλούνται να υποβάλουν έργα παραστατικά ή ανεικονικά στα οποία τα θέματα που υποβάλλονται να είναι το κύριο και σημαντικό στοιχείο της σύνθεσης και δημιουργίας και έμπνευσης.
4) Επιλεξιμότητα: Στην έκθεση μπορούν να λάβουν μέρος νέοι ή πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες, Κύπριοι ή και μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου.
5) Κριτήρια επιλογής: ποιότητα, σχετικότητα με το θέμα, δημιουργικότητα και πρωτοτυπία.
6) Προθεσμίες: Οι καλλιτέχνες που ενδιαφέρονται να λάβουν μέρος, παρακαλούνται να δηλώσουν συμμετοχή μέχρι την 14 Ιουλίου 2017 συμπληρώνοντας την επισυνημμένη αίτηση συμμετοχής και αποστέλλοντας την στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Ακαμαντίς, akamantis@akamantis.com. Η τελική προθεσμία για υποβολή του οπτικού υλικού (φωτογραφίες καλής ποιότητας του έργου/έργων που προτείνονται) θα είναι στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. Οι ενδιαφερόμενοι καλλιτέχνες θα κληθούν να υποβάλουν φωτογραφίες μέχρι και 5 έργων σε jpg μορφή ανάλυσης 300 DPI αποστέλλοντας τις στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Ακαμαντίς, akamantis@akamantis.com.
7) Η δήλωση συμμετοχής είναι δωρεάν.

Οι θεματικές είναι: 

«Καρτ Ποστάλ: από μένα σε σένα με αγάπη»

Καρτ ποστάλ: Ένα άσπρο γυαλιστερό ημίσκληρο χαρτόνι, στο μέγεθος μιας κόλλας Α4 διπλωμένης στα τέσσερα, γαρνιρισμένη συνήθως στις τέσσερεις πλευρές της με τριγωνικά δοντάκια που θύμιζαν τα δαντελένια πετσετάκια που στόλιζαν τα μικρά τραπεζάκια του καφέ. Στην μια πλευρά της μια χαρακτηριστική φωτογραφία, σουβενίρ της χώρας από την οποία στάλθηκε με το όνομα του απεικονιζόμενου τόπου, με μεγάλα λευκά γράμματα. Το πίσω μέρος τυποποιημένο, χωρισμένο στα δύο. Πάνω δεξιά ένα μικρό κουτάκι σου έδειχνε την θέση που έπρεπε να βάλεις το γραμματόσημο, ακριβώς από κάτω τρεις γραμμές για να γράψεις την διεύθυνση του αποδέκτη της κάρτας. Ψηλά πάνω αριστερά με μικροσκοπικά γράμματα το όνομα του φωτογράφου. Από κάτω έγραφες τα στοιχεία του αποστολέα και στον ελάχιστο χώρο που απέμενε έγραφες λίγες λέξεις συμπυκνωμένες: Φτάσαμε, είμαστε καλά, ψάχνουμε για σπίτι, μένουμε προσωρινά στον θείο, θα σας γράψω μόλις τακτοποιηθώ. Σας σκέφτομαι κάθε μέρα. Τους χαιρετισμούς μου σε όλους. Με παντοτινή αγάπη ο γιός σας. Ή... γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο, δυσκολεύομαι λίγο με την γλώσσα, αλλά...
Καρτ ποστάλ: Ένα απλό, ευτελές κομμάτι χαρτόνι, τίποτα κι όλα συγχρόνως.
Κάποτε τα ταξίδια ήταν περισσότερο ταξίδια του νου, αυτά που έκανες μέσα από ένα γράμμα ή μια καρτ ποστάλ που λάμβανες από κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, για να το συναντήσεις νοερά μέσα από λέξεις στριμωγμένες στο περιθώριο αριστερά μιας καρτ ποστάλ. Τα ταξίδια δεν ήταν για αναψυχή, για φανταχτερές διακοπές. Ήταν διακοπή με τον τόπο σου, ήταν η ξενιτιά, ήταν δάκρυ, πόνος, αποχωρισμός, απώλεια, ένα λευκό μαντήλι που ανέμιζε για ώρα σε μια αποβάθρα, ή στην ταράτσα του αεροδρομίου, και ποιός ξέρει αν κάποτε θα τους ξανάβλεπες. Τα μάτια προσπαθούσαν να συγκρατήσουν μέσα τους την τελευταία εικόνα των αγαπημένων. Στην τσέπη ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Ένα aller simple. Το aller-retour ήταν ο τόπος φαντασίας, όπου ανέμενες επ´αόριστον την επιστροφή των δικών σου ανθρώπων. Η καρτ ποστάλ που έφτανε μετά από μήνες αναμονής ήταν το retour που με τον καιρό αραίωνε, πολλές φορές δεν έφτανε και ποτέ. Κάπου σκάλωνε ανάμεσα στην επιβίωση, τον μισεμό και την ανάγκη για λήθη• για να κτίσουν μια ζωή κάπου μακρινά, στα πέρατα της γης, όπου ο νους έφτανε για να ακουμπήσει με την σκέψη μόνο, τόπους και ζωές αγαπημένων προσώπων, που δεν είδε ποτέ παρά μέσα από μια καρτ ποστάλ.
Μα όταν επιτέλους έφτανε ήταν γιορτή χαράς, την έπαιρναν στο χέρια τους, την χάιδευαν για ώρες σαν να χάιδευαν τους αγαπημένους, ένας ομφάλιος λώρος που κρατιόταν με νύχια και με δόντια να μην κοπεί, από την απόσταση και τον χρόνο που κάλυπτε την μνήμη με σκόνη από τα χρόνια και την απουσία. Την διάβαζαν και την ξαναδιάβαζαν, την έβρεχαν με μαύρο δάκρυ, περνούσε από χέρι σε χέρι λες κι έκαναν μια νοερή χειραψία μαζί τους, κι έπειτα έμπαινε σε περίοπτη θέση, πολλές φορές κορνιζαρισμένη, ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες. Ζωές ανθρώπων σε συνέχειες μέσα από μια καρτ ποστάλ.
Ο ταχυδρόμος ήταν πρόσωπο κλειδί στις ζωές τους. Με το ξύπνημα κρολοούσαν να ακούσουν την μοτοσυκλέτα του ταχυδρόμου, φορούσαν την ρόμπα τους βιαστικά και τον ανέμεναν στην καγκελόπορτα, πριν ακόμα πιούνε καφέ, για να την λάβουν ιδιοχείρως. Με ένα χέρι που άπλωνε στην τσάντα ο ταχυδρόμος τους έστελνε στον Παράδεισο ή στην κόλαση.
Χρόνια αργότερα συγυρίζοντας τα ντουλάπια, πέφτει στα χέρια σου μια δέσμη από αυτές. Μια δέσμη από συμπυκνωμένη μνήμη, από ζωές με δαιδαλώδεις διαδρομές που διασταυρώνονται πάνω από θάλασσες και στεριές χωρίς άκρη. Τις ξεφυλλίζεις κοιτώντας πότε μπρός πότε πίσω. Κλείνεις τα μάτια: Παρίσι, Λούβρο, Πύργος του Άιφελ, Νοτρ Νταμ, Παρθενώνας, Ρώμη, Φοντάνα ντι Τρέβι, Λισσαβώνα, η φωτογραφία ενός άνδρα μπροστά από ένα τρένο, Βερολίνο, Αγία Πετρούπολη, Αμερική, Αφρική, Αυστραλία, Ινδία, Ταζ Μαχάλ, Αίγυπτος, οι πυραμίδες, ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, ένας γλάρος, ένα καράβι. Στο πίσω μέρος μια πυκνή γραφή, σε λίγες λέξεις περιληπτικά σου διηγείται ζωές ανθρώπων που συνάντησες, που πόνεσες μαζί τους, που τα βήματα σας διασταυρώθηκαν κάποτε καθοριστικά κι ύστερα χάθηκαν, τις βλέπεις να περνούν μέσα στα χρόνια αφήνοντας ίχνη από χαρές και λύπες στο δικό σου σώμα.
Με μάτια που κοιτάνε εντός σου φεύγεις ταξίδι, σε γεωγραφίες και σταθμούς που διασταυρώνονται μέσα σου τυφλά, πότε κλαίγοντας, πότε γελώντας. Σταματάς σε μία με συγυρισμένα καλλιγραφικά γράμματα που μυρίζουν εφηβεία, την κοιτάς κι ακούς μια φωνή να περπατά μέσα στα χρόνια αγκομαχώντας: "Είναι όμορφη η Άνοιξη εδώ, παράξενοι άνθρωποι, όμορφοι γεωμετρικοί κήποι φυτεμένοι με γλυπτά, παράξενα λουλούδια, πρωτόγνωρα ανθίζουν εδώ. Μα την πιο όμορφη Άνοιξη την ανθίζεις εσύ. Η πατρίδα μου είσαι εσύ. Σε αγαπώ πολύ". Μια ανεπαίσθητη αίσθηση από άρωμα γιασεμιού εμποτισμένη μέσα της διαπερνά τα χρόνια.
Είχα κάποτε ένα φίλο που έστελνε από όπου ταξίδευε καρτ ποστάλ στον εαυτό του. Παραξενεμένη τον ρώτησα γιατί; Πήρα την εξής απάντηση: Γιατί μ´αρέσει η διαδικασία να βάζω σάλιο στο γραμματόσημο, να ανοίγω το γραμματοκιβώτιο, γιατί με επισκέπτεται τουλάχιστον ο ταχυδρόμος.... μα κυρίως γιατί θα χρειαστεί κάποτε να θυμηθώ τον εαυτό μου.
Οι καιροί άλλαξαν, είμαστε στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του ντίτζιταλ, του Φέις μπουκ, της υπερπληροφόρησης, της υπερέκθεσης, της υπερθέασης. Οι στιγμές και οι ζωές μας τρέχουν ασταμάτητα με ταχύτητα αστραπής χωρίς να σταματούν να αφουγκραστούν. Ζωές που τους ρίχνουμε ένα βλέμμα μόνο για να τις εκθέσουμε στην βαρβαρότητα της κοινής θέας χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να έχουν τίποτα να μοιραστούν, ή έστω να έχουν κάποια σύνδεση με την δική μας. Απρόσωπες και παντελώς ξεκομμένες από την συγκίνηση. Όλα στιγμιαία και ανούσια όπως ο στιγμιαίος καφές, γυρνάμε σελίδα και πάμε παρακάτω. Όλα σε δημόσια θέα για μια μέρα και παντελώς αθέατα από τα μάτια της ψυχής και της συναίσθησης. Οθόνες που ανοίγουν χωρίς θέα σε μπαλκόνια με βασιλικούς. Όλη μας η μνήμη χωμένη σε ένα μικροσκοπικό usb, χωρίς χέρια να την ψηλαφίσουν, να την ξεσκονίσουν, χωρίς μάτια να ακουμπήσουν πάνω της τυχαία, να αναπολήσουν, να ταξιδέψουν. Τώρα η μνήμη μια θυρίδα στα σκοτάδια, κιτρινισμένη όχι από το φώς αλλά από την λησμονιά.
Τώρα ταξιδεύουμε για ένα Σαββατοκύριακο για να διαφύγουμε από την καθημερινότητα μας, μια καθημερινότητα χωρίς εαυτό. Χωρίς μνήμη. Τι είμαστε χωρίς την μνήμη μας άραγε; Τότε ταξίδευε το μυαλό κι έβλεπε η ψυχή. Τώρα ταξιδεύουμε εμείς και δεν βλέπουν τίποτα τα μάτια. Ένα στεγνό SMS και μια φωτογραφία selfie που φωνάζει δέστε με, θαυμάστε με, ζηλέψτε με. Μετά ένα πάτημα του κουμπιού και "delete". Μια ζωή που σβήνεται για να μην θυμηθεί τίποτα. Από φόβο γιατί δεν έχει τίποτα να πει. Μια ιστορία, έστω να πει κάτι, πέρα από το εγώ. Να γράψει: Θυμάσαι….
Ένα SMS που φωνάζει SOS.
Ακούει κανείς, βλέπει άραγε κανείς;

Σήμερα μοιάζει να χάθηκε η μαγική σκέψη, το σώμα χωρίστηκε από την ψυχή, η σύλληψη από την διαίσθηση, κι ο άνθρωπος από τον εαυτό του και το εμείς. Η λογική σκέψη και ο ορθός λόγος επικράτησαν, σε βάρος του ονείρου, του μύθου, του άλογου, του ταξιδιού, της μνήμης.
Η τέχνη είχε πάντα από την φύση της την ικανότητα να βλέπει το όλον, να ταξιδεύει στον χρόνο πίσω-μπρός, να στρογγυλοκάθεται αναπαυτικά στο ασυνείδητο, να γίνεται παντελώς αδιάκριτη, να διαβάζει λαίμαργα όλες τις καρτ ποστάλ που στάλθηκαν χωρίς αποδέκτη. Η τέχνη μοιάζει με μια πεταλούδα, που κουβαλά στα φτερά της το όλον. Στο ένα φτερό ο ορθός λόγος, η επιστήμη, στο άλλο η μαγική σκέψη και στο κέντρο της ένα σώμα ακέραιο. Μια πεταλούδα που ταξιδεύει στην αιωνιότητα στέλνοντας σε μας μια καρτ ποστάλ από τ’αστέρια.
Πάνω γράφει: Δώστε μας πίσω την μαγεία. Από μένα σε σένα με αγάπη.

ΘΕΜΑ:2.

«Είναι όμορφη η πόλη μου, την Κυριακή το πρωί όταν ξυπνά»
Ποιός μπορεί να το πει αν δεν την περπατήσει μια Κυριακή πρωί; Αν δεν αφήσει τα πόδια του να περπατήσουν και να ξυπνήσουν τους ίσκιους; Μια πόλη κοιμάται ύπνο βαθύ και μια άλλη πόλη ξυπνά. Αυτή που ξυπνά είναι ομορφότερη... πίνει αργούς καφέδες, που και που καμιά ζιβανία. Έχει πόδια κι όχι μερσεντές, περπατά αργόσυρτα χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Μπαίνει σε στενά σοκάκια, που αν απλώσεις τα χέρια χαϊδεύεις βασιλικούς στις δυό μεριές και μοσχοβολούν οι στράτες. Σε αυτή την πόλη θυμάσαι πως έχεις χέρια που τα δίνεις σε μια θερμή χειραψία, που θυμούνται να ανοίξουν μια μεγάλη αγκαλιά χωρίς πολλά λόγια. Μετά σε παίρνει από το χέρι και σε ακουμπά σε μια καρέκλα. Σε τρατάρει γλυκό περγαμόντο ή κιτρόμηλο και την καρδιά της. Ύστερα γυρνάει το φλιτζανάκι του καφέ και σου λέει την μοίρα... Καλότυχη η μέρα σήμερα, Κυριακή άλλωστε ,η μέρα του Κυρίου, ότι κι αν πει το φλιτζάνι, ποιός νοιάζεται. Ας ξεκουραστεί και η τύχη.
Αυτή η πόλη δεν φορά γυαλιά ηλίου, δεν κρύβεται από τον ήλιο ούτε από τον εαυτό της. Ανοίγει διάπλατα πόρτες, παράθυρα, παραθυρόφυλλα να μπει το φως μέσα. Οι ηλιακοί ορθάνοιχτοι, τα πλακάκια στο πάτωμα σαν περσικό χαλί έτοιμο να σε πετάξει μια βόλτα πάνω από την πόλη. Βλέπεις ανοιχτά και ποσσιεπάζεις με το κεφάλι. Στο βάθος ένας κρυφός παράδεισος. Ένα χέρι σου νέφκει, κόπιασε μέσα. Δεν θες δεύτερη κουβέντα, μπαίνεις, στρογγυλοκάθεσαι. Ανοίγεις τα μάτια, την μύτη, τις αισθήσεις. Τα γιασεμιά ολάνθιστα, απλώνεις τα χέρια και τρίβεις τους βασιλικούς. Μοσχοβολά ο τόπος. Σου κόβει ένα ματσάκι στο πι και φι με βασιλικούς, γιασεμιά, ένα φούλι, μαζί και κάποια μοσχεύματα από τον μυστικό της κήπο.
Σε αυτή την πόρτα ούτε τα λόγια κρύβονται, ούτε οι καρδιές, ούτε οι καλημέρες. Μέσα σε λίγη ώρα έχεις μάθει από που κρατάει η σκούφια τους, βρίσκεις να έχετε κοινούς γνωστούς μαθαίνεις νέα τους, στέλνουν τα χαιρετίσματα τους, μαθαίνεις τις συνήθειες τους, γενικά δεν σου κρύβουν τίποτα. Αισθάνεσαι αναπαυτικά σαν στο σπίτι σου, στο λέει άλλωστε. Από την κουζίνα μυρίζει κάποια νοστιμιά που σιγοβράζει. Σηκώνεται μισό λεπτό να δει το φαγητό κι επιστρέφει με ένα πιάτο που αχνίζει μαζί με δυο πιρούνια. Δοκιμάζεις. Η Μέση Ανατολή στο πιάτο σου. Η αναπάντεχη συνάντηση έγινε αρμένικη επίσκεψη. Δεν σου κάνει καρδιά να φύγεις, και πού να πας, πού θα βρεις καλύτερα; Φεύγεις κάποτε, φορτωμένη με μικρά βαζάκια με γλυκά του κουταλιού, κι ότι άλλο βρήκε πρόχειρο. Σε ξεπροβοδίζει αποχαιρετώντας σε, σαν να σε ξέρει από πάντα. Νοιώθεις ευτυχισμένη... Μπορεί να το πει κανείς κουτσομπολιό, αλλά δεν είναι η πρόθεση της αυτό. Αλλά και έτσι να είναι, διαλέγεις το απρόσωπο, ή την συνάντηση με όλα τα μπαχαρικά της;
Αυτή η πόλη την Κυριακή το πρωί βάζει τα καλά της και θυμάται τον εαυτό της. Τότε που είχε χρόνο να πηγαίνει περιπάτους, επισκέψεις, τότε που οι πόρτες δεν κλείνανε ποτέ τους, και τα μικρομάγαζα το ένα δίπλα στο άλλο σε φώναζαν με το μικρό σου, εκεί όπου έβρισκες και του πουλιού το γάλα - από τον παραγωγό κατευθείαν στο πιάτο σου. Στα έφερναν στο σπίτι σου, γιατί ήξεραν τι ακριβώς ήθελες. Κι αν δεν ήσουν σπίτι τα αφήνανε εκεί ακουμπισμένα στο πάτωμα του ηλιακού. Θα πλήρωνες αργότερα. Η εμπιστοσύνη ήταν το νόμισμα συναλλαγής στην πόλη μου..... Όταν μια πόλη κοιμάται, ξυπνά μια άλλη ομορφότερη και πιο ανθρώπινη.
Οι ίσκιοι πέφτουν στις στράτες κεντώντας την άσφαλτο. Τα παλιά αρχοντικά με τα ομιλούντα μπαλκόνια ποτίζουν τις γλάστρες. Περπατάς αργά παίζοντας "Βασιλέα" με τις σκιές. Βλέπεις τις σκιές να κινούνται. Κοιτάς ψηλά και συναντάς ένα χαμόγελο πλατύ σαν ουρανό. Λες καλημέρα και σου απαντούν με καλημέρα και σχόλια για την ομορφιά. Δεν είναι αδιάκριτα. Είναι απλά ανθρώπινα. Ακολουθείς τους ίσκιους αργά, ανέμελα, ανακαλύπτοντας το φως. Το φως μιας πόλης που μένει να ανακαλυφθεί ξανά. Πέφτει απαλό, σου φανερώνει αυτά που κρύβονται από την νύχτα και τον θόρυβο. Ακούς τα βήματα σου στην πρωινή σιωπή. Διασχίζεις την Ερμού σιωπηλά, θυμάσαι...
Αλλά κι ότι έχει απομείνει είναι αρκετό για να νιώσεις χαρούμενη, για να σου φτιάξει την Κυριακή σου. Στρίβεις σε ένα τόσο δα δρομάκι, πανέμορφο! Από την πόρτα ακούγεται μουσική. Πλησιάζεις αργά θέλοντας να διαρκέσει το τραγούδι. Καζαντζίδης. Ένα μικρό καφενεδάκι ξεπρόβαλε μπροστά σου πραγματικά απρόοπτα. Τρία τραπεζάκια έξω. Μπαίνεις, περιεργάζεσαι πρώτα. Μια μικρή φωλιά. Ένα καφενεδάκι από τα παλιά με καφέ που ψηνόταν στην άμμο αργά, με το μπρούτζινο μπρίκι βυθισμένο μέσα της. Κάποια ράφια με τα απολύτως αναγκαία, κάποιες φωτογραφίες παλιές, και μια εσωτερική μικρή αυλή ακόμα στην σκιά. Η μουσική έβγαινε από ένα παλιό τζουκμπόξ, το πλησιάζεις βάζεις μερικά κέρματα επιλέγοντας να παίξει ένα Καζαντζίδη, ένα Στράτο, κι ένα Αγγελόπουλο. Λίγο βαριά τα λαϊκά για τέτοια ώρα, αλλά οι διαθέσεις δεν έχουν ώρα. Αυτά θυμάσαι ότι άκουγες περνώντας από εκεί με το ποδήλατο σου. Κάθεσαι στο τραπεζάκι έξω στο δρομάκι κι αφήνεις το βλέμμα να χαθεί σε αυτή την λουρίδα ουρανού. Καταγάλανος.
Μια γαλανόλευκη κυματίζει στο βάθος. Πιο πίσω η Αγιά Σοφιά ασφυκτιά ανάμεσα σε δυο μιναρέδες με μια τούρκικη σημαία κρεμασμένη ανάμεσα τους. Στην άλλη άκρη στο δρομάκι, η Πύλη Αμμοχώστου οριοθετεί τα όρια της παλιάς πόλης. Συνεχίζεις το περπάτημα συναντώντας φίλους, μπαίνοντας σε αποθήκες που είχαν την ιστορία γραμμένη πάνω τους.....
Οι Θεοί σήμερα κατέβηκαν από τον Όλυμπο, άφησαν τα βουνά τους και ήρθαν στην πόλη μου την Λευκωσία, να πάρουν γεύση από τις Κυριακές της σαν απλοί άνθρωποι. Για ένα ζεστό καφέ σε μικρό φλιτζανάκι σε μια μικρή αυλή και για να χορέψουν με τις μουσικές στο τζουκμπόξ. Δεν είναι όμορφη η πόλη μου; Όχι αυτή η ξένη, αλλά αυτή που κράτησαν τα μάτια της καρδιάς μας.
Είναι άσχημη η πόλη μου όταν γίνεται μια άλλη.
Τις άλλες μέρες η πόλη μου μεταμφιέζεται και λέει ψέματα στον εαυτό της, τον αρνείται. Αρνείται την Ανατολή που έχει μέσα στο είναι της, σβήνει από την μνήμη της αυτό που ήταν πάντα, το σταυροδρόμι των πολιτισμών, το ένα και το άλλο ταυτόχρονα. Αυτά που την διαφοροποιούν, που την κάνουν μοναδική, αυτά που είναι η ταυτότητα της. Ένα γιασεμί που μυρίζει από Ανατολή προς Δύση. Στο όνομα ενός "εκσυγχρονισμού" ντρέπεται για την αλήθεια της. Μα οι αλήθειες πάντα βρικολακιάζουν.
Το κέντρο της έγινε μια περιφερόμενη παρέλαση, που στριμωγμένη σε σημείο ασφυξίας σουλατσάρει συν γυναιξί και τέκνοις πάνω κάτω, κρατώντας χρωματιστά μπαλόνια, κοιτώντας αριστερά δεξιά να δει αν την είδαν, κυρίως αυτό, να καθρεφτιστεί στα μάτια των άλλων, πλουμιστή και πανομοιότυπη. Όλη η πόλη ντύθηκε γκαρσόνι, ένα ατελείωτο τραπέζι από άκρη σ´ άκρη χωρίς τελειωμό. Λες και το σώμα μας αποτελείται μόνο από ένα ατελείωτο στομάχι κι ένα παχύ έντερο. Όλες οι άλλες του λειτουργίες είναι σε υποστολή. Τώρα αποκτήσαμε επιτέλους κι εμείς την δική μας "Πλάκα". Πλάκα δεν έχει;
Όλο το ιστορικό κέντρο της πόλης άδειασε από τον εαυτό του. Η συνύπαρξη, η διαφορετικότητα όλων αυτών των μαγαζιών, η αντίφαση, αλλά και η γοητεία, θυσιάστηκε στον βωμό μιας βιτρίνας, χωρίς χαρακτήρα. Παρελθόν αποτελούν όλα εκείνα τα πανέμορφα ξυλουργεία με τις κινηματογραφικές ατμόσφαιρες, τα αχανή μηχανουργεία με τις εσωτερικές αυλές, τα υφασματάδικα… Χώροι που με λίγη φαντασία, ήταν ένα έτοιμο ντεκόρ για ταινίες κινηματογράφου, για ένα άλλο είδος τουρισμού που θα προσέδιδε μια άλλη αίγλη στην πόλη μας.
Όλη η υπόλοιπη πόλη ένα ατελείωτο εργοτάξιο, σκαμμένη παντού ταυτόχρονα, η ταλαιπωρία των δημοτών μοιάζει ατέρμονη, μονοδρομήσεις που δεν βγαίνεις από μέσα, δρόμοι χωρίς διέξοδο πουθενά. Η πλατεία Ελευθερίας χώρισε την πόλη στα δύο. Η καρδιά της πόλης, ανοιχτή εδώ και οχτώ χρόνια, αιμορραγεί στον βωμό μιας ντιζαϊνάτης βιτρίνας από μπετόν. Σαν το γεφύρι της Άρτας, μόνο που αυτό που θυσιάζεται εδώ, είναι η αντοχή- ανοχή των πολιτών. Μια τρελή γεωμετρία η πόλη μας, άναρχη. Οι δρόμοι, διαγώνιοι, κάθετοι, οριζόντιοι, κύκλοι και προπαντός ατελείωτα άλογα, ζικ-ζακ τέμνονται δημιουργώντας χώρους δίχως λογική. Βλέπω τον Ευκλείδη να τραβάει τα μαλλιά του ψηλά στον ουρανό και τον Πυθαγόρα να του κλείνει πονηρά το μάτι.
Διερωτάσαι τι έφταιξε, τι πήγε στραβά; Απαντάς αυθόρμητα: Εμείς φταίξαμε.
Γιατί η πόλη είναι φτιαγμένη από το σύνολο των πράξεων μας, αυτών που κάναμε, αυτών που παραλείψαμε να κάνουμε, κι αυτών για τα οποία αδιαφορήσαμε γιατί δεν μας αφορούν... Η πόλη είναι ο ήχος από τα βήματα που ακούμε να έρχονται κι αυτά που απομακρύνονται, είναι η μυρωδιά του καφέ και του φαγητού, είναι ο γείτονας μας, είναι η καλημέρα που δεν είπες.
Η πόλη είμαι εγώ, εσύ, αυτός, ο άλλος, προπαντός ο άλλος, ή καλύτερα εμείς. Αυτό είναι η πόλη, "το εμείς", την χτίζουμε ή την χαλούμε... στα χέρια μας βρίσκεται. Είναι άσχημη όταν εμείς ασχημονούμε, είναι όμορφη όταν εμείς πράττουμε όμορφα.
Κι όπως έγραψε κι ο Αλεξανδρινός Ποιητής:
“…Η πόλις θα σε ακολουθεί....
Έτσι που την ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή,
σ' όλην την γη την χάλασες.”

 Για διευκρινίσεις μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα ακόλουθα στοιχεία:

Akamantis Business Center, Αιγύπτου 10, Λευκωσία, κα Έλενα - Αθηνά Καραολή

Τηλ.: + 357 22 67 67 97
Φαξ: + 357 22 67 67 47

E-mail: akamantis@akamantis.com / www.akamantis.com 

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση

Στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στα Πλατανίσκια θα παρουσιαστούν χαρακτικές εικονογραφήσεις μιας περιόδου 46 χρόνων, από το ...
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
Το κοινό προσκαλείται να παρακολουθήσει τη δημιουργική διαδικασία του καλλιτέχνη από τις 28 Φεβρουαρίου, ενώ η μεγάλη τελετή ...
Kathimerini.com.cy
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
X