ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα καλά νέα μαθαίνονται γρήγορα

Όποιος δεν τους ήξερε ήταν επόμενο να τους χαρακτηρίζει ακοινώνητους

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Χαμήλωσε την τηλεόραση», «πες στα μωρά να μη φωνάζουν», «σου έχω πει, μη μου φωνάζεις από την άλλη άκρη, να έρχεσαι κοντά να μου λες τι θες», «πρέπει δηλαδή να ακούμε στη διαπασών τις μουσικές σου;», εδώ και πολλά χρόνια αυτές ήταν οι παραξενιές του, μα να ήταν μόνο αυτά, καλά, μισούσε αφόρητα τις ουρές, μα σε γάμους, μα σε τράπεζες, μα σε δημόσιες υπηρεσίες, οπουδήποτε, «θα περιμένω και όταν τελειώσουν οι άλλοι, θα πάω κι εγώ» έλεγε σε όποιον τον έβλεπε να κάθεται παράμερα. Παράξενο τον ανέβαζαν, γέρο τον κατέβαζαν, μα εκείνον δεν τον ένοιαζε, ας έλεγαν ό,τι ήθελαν, δεν τον ενδιέφερε ποσώς.

Η γυναίκα του, μη νομίζετε, το ίδιο παράξενη, αφόρητα ιδιότροπη κι εκείνη. Δεν μπορούσε τον πολύ κόσμο, δεν άντεχε τον συνωστισμό, τα βραστά φαγητά και τη σκόνη. Να μπει κάποιος στο σπίτι με χώματα ή λάσπες, ούτε για πλάκα. Βάσανο να πρέπει να πάνε οπουδήποτε υπήρχαν πάνω από δέκα άνθρωποι, να τους καλέσουν σε γάμο, να παραστούν σε κηδεία, πραγματικό βάσανο. Οπωσδήποτε να τους παρατηρεί κάποιος είχε ενδιαφέρον, ο ένας να περιμένει στη δύση, και ο άλλος να κρύβεται στην ανατολή. Στους γάμους, στις χαιρετούρες που λένε, ήταν σαν να τους έχουν κουρδίσει, από τους τελευταίους πάντα, ένα σιγανό «να ζήσετε», και σε δέκα λεπτά στο αυτοκίνητό τους. Την επομένη έπαιρναν τηλέφωνο το ζευγάρι και έδιναν τις ευχές τους πασίχαροι. Το ίδιο στις κηδείες, στο τέλος της τελετής, χαμηλό βλέμμα (εδώ τους βόλευε και λίγο η ατμόσφαιρα), ένα «ζωή σ’ εσάς» και σε χρόνο αστραπή στο αυτοκίνητο και την επομένη θα πήγαιναν να συλλυπηθούν, ιδιωτικά.

Στη μοναχοκόρη τους, βέβαια, δεν χαλούσαν χατίρι, δεν της στέρησαν ούτε το λούνα παρκ, ούτε την παρουσία τους στις σχολικές εορτές –σφίγγονταν αρκετά βέβαια–, στο σπίτι φυσικά δεν υπήρχαν εντάσεις και φωνές. Μα κι εκείνη είχε συνηθίσει, φρόντιζε να μη φέρνει σκόνη και λάσπες μέσα στο σπίτι, να μη φωνάζει, και να κλείνει τα αφτιά της στα λόγια του κόσμου, όταν άκουγε: «έχουν και παιδί, έτσι μονόχνοτοι που είναι, θα το τρελάνουνε, το καημένο». Όχι, ως γονείς ήταν άψογοι.

Όποιος δεν τους ήξερε ήταν επόμενο να τους χαρακτηρίζει ακοινώνητους, μισάνθρωπους και μίζερους. Και όμως, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλώς ήθελαν να μένουν στο σπίτι τους όσο περισσότερο γίνεται, να μην ανακατεύονται με τον πολύ κόσμο, να μη λείπουν πολύ ώρα… Και όσοι τους ήξεραν έλεγαν, «μα είναι δυνατόν; Αυτοί οι δυο παλιότερα ήταν σαν το Ρέουτερ, ο ένας στην πλατεία, η άλλη στις αυλάες, τώρα πώς έγιναν έτσι, και έφυγαν από τον κόσμο;». Αυτοί δε που δεν τους ήξεραν από παλιά, «άντε μωρέ, κακοί άνθρωποι», κάποιοι, άλλοι απλώς έλεγαν: «περίεργοι άνθρωποι, τόσα χρόνια, μια αυλή που λέει ο λόγος και έναν καφέ δεν τον ήπιαμε».

Ο άντρας ήταν από τους καλύτερους τσαγκάρηδες την εποχή του, στο μαγαζί του κόσμος πολύς, τα παλιά χρόνια στα τσαγκαράδικα, και σε κάθε λογής μικρομάγαζο ο κόσμος πηγαινοερχόταν για «κουνουσμά», η γυναίκα του νοικοκυρά, με την απαραίτητη επίσκεψη στην αυλή της γειτόνισσας, απαραίτητη η παρουσία της στον εσπερινό.

Μα όσοι ήξεραν πράγματα και ονόματα, καταλάβαιναν. Οι ουρές στα συσσίτια, ο συνωστισμός και τα σκουντήματα στο Λήδρα Πάλλας, οι φωνές στην αιχμαλωσία και οι κραυγές στα ελεύθερα, η σκόνη στα αντίσκηνα του Ερυθρού Σταυρού και στα χωράφια της Μεσαορίας είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στις ψυχές τους, δεν τους ενδιέφερε ο κόσμος πια, στο σπίτι τους είχαν ταχθεί να περιμένουν.

Η μοναδική φορά που άφησαν στην άκρη τις παραξενιές τους ήταν στον γάμο της μοναχοκόρης τους, και τον κόσμο θα υποδεχόντουσαν, και θα χόρευαν και τη δυνατή μουσική θα άντεχαν, αλλά μ’ έναν όρο, στο τραπέζι του ζευγαριού θα έβαζαν δίπλα στην καρέκλα του πατέρα ακόμη μία, θα έβαζαν ακόμα ένα σερβίτσιο. «Δεν ξέρεις ποτέ», της έλεγαν, «μπορεί να το μάθει και να έρθει και ο αρφός σου. Τα καλά νέα μαθαίνονται γρήγορα, δεν ξέρεις ποτέ».

 

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση