ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο ακροατής κρίνει αν μια δράση είναι βλάσφημη

Ο Κώστας Γάκης που σκηνοθετεί το «Μιστέρο Μπούφο» του Ντάριο Φο μιλάει στην «Κ» για την καλοκαιρινή παραγωγή του ΘΟΚ

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ο σκηνοθέτης της καλοκαιρινής παραγωγής του ΘΟΚ «Μιστέρο Μπούφο» Κώστας Γάκης μιλάει στην «Κ» για την παράσταση και λέει ότι η απόσταση βλασφημίας και σάτιρας έγκειται στην αγάπη, «Ο βλάσφημος δεν μπορεί να μιλήσει την αγάπη αλλά ούτε και να την ακούσει». Ο κ. Γάκης τελικά βρήκε τους ηθοποιούς που αναζητούσε, «βρήκα οκτώ ηθοποιούς, οι οποίοι πραγματικά πετούν σπίθες πάνω στη σκηνή». Οι οκτώ ηθοποιοί είναι οι Δημήτρης Αντωνίου, Χάρης Αριστείδου, Πηνελόπη Βασιλείου, Νίκη Δραγούμη, Θανάσης Ισιδώρου, Αφροδίτη Κλεοβούλου, Πάνος Μακρής και Αντωνία Χαραλάμπους. Το «Μιστέρο Μπούφο» είναι ένα σπονδυλωτό κείμενο με διαδοχικά κωμικά σκετς, που βασίζονται στην παράδοση των πλανόδιων θεατρίνων και αντλούν τα θέματά τους από τα μεσαιωνικά θρησκευτικά έργα. Στην παράσταση του ΘΟΚ ο Κώστας Γάκης χρησιμοποιεί τη μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου και θα παρουσιάσει εννέα ιστορίες συμπεριλαμβάνοντας στην παράσταση υλικό από σημειώσεις και συνεντεύξεις του Ντάριο Φο.

–Αναζητούσατε ηθοποιούς που αυτοαναφλέγονται, τους βρήκατε τελικά;

Με μια ανοιχτή ακρόαση βρήκα οκτώ ηθοποιούς, οι οποίοι πραγματικά πετούν σπίθες πάνω στη σκηνή. Ο καθένας τους έχει κάνει μεγάλη διαδρομή στη διαδικασία των δοκιμών και καθένας δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στα κομμάτια που έχει αναλάβει. Είναι μεγάλη χαρά να συνεργάζεσαι με τόσο διαθέσιμους ηθοποιούς.

–Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες αυτού του θεατρικού είδους;

Η σάτιρα εμπεριέχει ως είδος την κριτική όλων των κακώς κειμένων της κοινωνίας μας. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Είναι ως είδος άγριο και οξύ και επειδή μιλάει για φαυλότητες του κόσμου μας που όλοι ξέρουμε συχνά προκαλεί έντονα γέλια στη θεατρική αίθουσα αλλά όχι γέλια πρωτοεπίπεδα. Κάτω από το γέλιο της σάτιρας υποφώσκει ένας λυγμός, ένα «αχ» καθώς και μια ελπίδα να αλλάξουν τα πράγματα και μια πίκρα για όσα αβάσταχτα ζούμε. Εκεί, λοιπόν, είναι και η δυσκολία στη σάτιρα: να κρατήσει τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα χωρίς να μοιάζει στεγνή δημαγωγία και πομπώδης πολιτικάντικη φανφάρα. Να παραμείνει «μαλακή» χωρίς να γίνεται μαλθακή, να είναι παιγνιώδης και πάντα εμπεριέχουσα τον λυγμό που ενεδρεύει αλλά πάντα να εμπεριέχει άσβεστο το αίτημα για κοινωνική αλλαγή.

Πόσο απέχει η βλασφημία από τη σάτιρα;

Η απόστασή τους διαφέρει ανάλογα με την πρόθεση του ομιλητή αλλά και του ακροατή. Αν βλάσφημο είναι να θίγεις κάτι που για τον άλλον είναι ιερό και αν σάτιρα είναι να σχολιάζεις καυστικά τα κακώς κείμενα, τότε οι δύο έννοιες δεν συναντιούνται. Δεν είναι βέβαια πάντοτε σαφή τα όρια ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Τι γίνεται όταν τα κακώς κείμενα συμβαίνουν μέσα στον πυρήνα αυτού του κάτι που είναι ιερό για τον άλλον; Τότε για να τα σατιρίσεις θα αναφερθείς και σ’ αυτό το ιερό κάτι. Πώς διαχωρίζεται η σάτιρα από την κακεντρέχεια σε αυτήν την περίπτωση; Η πρόθεση που γεννά μια δράση υπαγορεύει την πορεία αυτής της δράσης. Στοχεύει στη βελτίωση ή στη βεβήλωση; Ποιος κρίνει αν μια δράση είναι βλάσφημη ή σατυρική; Ο ακροατής. Κάθε ακροατής. Τα κακώς κείμενα μιας οικογένειας είναι συνήθως τα ίδια τα μέλη μιας οικογένειας που τα σατιρίζουν. Γιατί; Γιατί η οικογένεια είναι ιερή και χρειάζεται να θεραπευτεί από αυτά τα κακώς κείμενα. Τα κακώς κείμενα των θρησκευτικών οικογενειών μένουν σιωπηλά από τα μέλη της Εκκλησίας. Γιατί; Ίσως γιατί γι’ αυτά τα μέλη, το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι τόσο ιερό, όσο το θρησκευτικό συμφέρον. Ίσως γιατί αν θεραπευτεί η Εκκλησία από τα κακώς κείμενα, δεν θα υπάρχει συμφέρον γι’ αυτά τα μέλη. Η απόσταση βλασφημίας και σάτιρας έγκειται στην αγάπη. Ο βλάσφημος δεν μπορεί να μιλήσει την αγάπη αλλά ούτε και να την ακούσει. Ίσως, λοιπόν, υπάρχουν και βλάσφημα αφτιά, που ονομάζουν «βλάσφημη» ακόμα και την υγιή σάτιρα, όταν αυτή θίγει τους ίδιους, και όχι τα ιερά τους (αν έχουν τέτοια).

Το «Μιστέρο Μπούφο» αφορά την Καθολική Εκκλησία και τη μεσαιωνική κοινωνία, φτάνει μέχρι και στα καθ’ ημάς; Πώς παραμένει επίκαιρο;

Στο Μιστέρο Μπούφο βλέπουμε ποικίλες μορφές εξουσίας είτε αυτές λέγονται Καθολική Εκκλησία είτε Αφέντης να ασελγούν πάνω στους πιο αδύναμους, να παρερμηνεύουν και να χρησιμοποιούν δημαγωγικά τις έννοιες του θείου μαρτυρίου περί θυσίας και υπομονής, να καθορίζουν με μια ψυχρή απόφαση, με μια ψυχρή γραμμή, τις ζωές των απλών ανθρώπων. Σε αντίστιξη βλέπουμε τους απλούς ανθρώπους να επιβιώνουν της εξουσίας, βρίσκοντας καταφύγιο στην τρέλα και το γέλιο. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν τότε, στον Μεσαίωνα, και ουδεμία σχέση έχουν με την επικαιρότητα. Αν πάλι κάποιος αναγνωρίζει σε αυτές τις καταστάσεις κοινά σημεία με το σήμερα, ας μιλήσει τώρα, αλλιώς ας σωπάσει για πάντα...

Θα χρησιμοποιηθεί, κατ’ αναλογία με το πρωτότυπο, η κυπριακή διάλεκτος ή θα τηρηθεί η μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου;

Ο βασικός κορμός της παράστασης βασίζεται στη μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου, ωστόσο, όπως λέει και ο Άγγελος κάποια στιγμή μιλώντας για την αυθεντικότητα των τεσσάρων Ευαγγελίων, «προσθέσαμε κι εμείς κάτι λίγο από τη φαντασία μας». Κι ενώ το έργο θα μιληθεί στα «καλαμαρίστικα», η κυπριακή διάλεκτος θα ακουστεί στην παράστασή μας. Μεγάλη σημασία έχει εδώ η συμβολή της Ανθής Φουντά, της βοηθού μου σε σκηνοθεσία και δραματουργία μαζί με την οποία σκεφτήκαμε να συμπεριλάβουμε στην παράσταση υλικό από σημειώσεις και συνεντεύξεις του Ντάριο Φο.

Πόσες σκηνές θα παρουσιαστούν στην παράσταση; Έγινε κάποιου είδους επιλογή;

Η παράστασή αποτελείται από 9 ιστορίες. Πράγματι έγινε επιλογή, καθώς δεν θα χρησιμοποιηθεί μία από τις ιστορίες που μας δίνει η μετάφραση του κ. Μοσχόπουλου, η ιστορία για την Παναγία και τις 3 Μαρίες, ενώ προσθέσαμε την ιστορία του Πάπα Βονιφάτιου του 8ου την οποία μεταφράσαμε με τη Ανθή. Επίσης, στην παράστασή μας παρατίθενται και αποσπάσματα από τις ιστορικές και πολιτικές εισαγωγές που έκανε ο ίδιος ο Ντάριο Φο πριν από κάθε ιστορία.

Σκηνοθετικά πώς προσεγγίσατε το έργο;

Η σκηνοθεσία του έργου ήταν μια εξίσωση με πολλούς αγνώστους. Άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, μια ανοίκεια δομή έργου, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, εννιά ιστορίες η μία δίπλα στην άλλη. Και μια ανεξήγητη εμπιστοσύνη σε κάτι άγνωστο, μια κρυφή δύναμη που σιγά-σιγά φανερωνόταν μέσα στην ομάδα. Αυτήν τη μυστική δύναμη εμπιστεύτηκα και πάνω σε αυτήν χτίσαμε μια παράσταση όπου μέσα από ένα σμήνος γελωτοποιών ξεπετάγεται ο ένας που θα οδηγεί την κάθε ιστορία. Μέσα από την κεντρική, εμβληματική ιστορία της «Γέννησης του Γελωτοποιού» γεννιούνται οι υπόλοιπες ιστορίες, όπως γεννιέται κι ένα παιδί, γιατί ο κάθε γελωτοποιός δεν μπορεί να το κρατήσει άλλο μέσα του.

Ο γελωτοποιός αγαπά

Ο γελωτοποιός εκφράζει όσα δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να πούμε;

Ο γελωτοποιός εκφράζει όσα δεν μπορούμε να πούμε από τη θέση, από την οποία μας έχουν ορίσει να μιλάμε. Ο γελωτοποιός μιλώντας δεν διεκδικεί θέση, αναγνώριση, επικρότηση. Δεν αποζητά την αγάπη του ακροατηρίου. Ο γελωτοποιός αγαπά. Γι’ αυτό δεν φοβάται την απόρριψη του ακροατηρίου. Αγαπά. Αγαπά και φροντίζει τον κόσμο που του πήρε τη λαλιά ο φόβος. Χαρακτηριστικό του δούλου είναι να μη λέει αυτό που σκέφτεται, λέει ο Ευριπίδης στις «Φοίνισσες». Ο Ντάριο Φο κάνει τους δούλους τρελούς και έτσι τους χαρίζει το δικαίωμα να μιλούν. Ο γελωτοποιός μιλάει. Σκέφτεται και μιλάει. Ίσως και να μη σκέφτεται τόσο. Η σκέψη μας κάνει να σιωπούμε. Αγαπά μέχρι θανάτου. Κυριολεκτικά. Οι γελωτοποιοί ανά τους αιώνες διώκονταν επειδή δεν κράταγαν το στόμα τους κλειστό. Ο γελωτοποιός είναι γέννημα του λαού. Είναι η γλώσσα του. Και για να ζεσταίνουμε σιγά-σιγά το θρησκευτικό μας συναίσθημα. «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπη δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Κορινθ. Α΄13.1).

–Τι το μυστηριακό υπάρχει στο θέατρο του Ντάριο ΦΟ

Μυστηριακό είναι το μειδίαμα στα χείλη του Ντάριο Φο. Παρουσιάζει την αλήθεια ως τέτοια και μας κάνει να απορούμε, τι θέλει να πει ο ποιητής. Είναι η προσωπική αποξένωση με την αμεσότητα της αλήθειας που επιτρέπει στο Ντάριο Φο να γελά. Μας δείχνει με όλες του τις λέξεις που να κοιτάξουμε. Αν δούμε στην κατεύθυνση που μας λέει, θα σοβαρέψουμε. Όσο κοιτάμε το δάχτυλο απορούμε και γελάμε, παραξενευόμαστε.

Πληροφορίες:

«Μιστέρο Μπούφο», σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη. Παραστάσεις: Λευκωσία, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄ , Παρασκευή 22, Σάββατο 23 & Τετάρτη 27 Ιουνίου. Πάφος, Αρχαίο Ωδείο, Τετάρτη 4 & Πέμπτη 5 Ιουλίου. Λεμεσός Κηποθέατρο, Πέμπτη 12 & Παρασκευή 13 Ιουλίου. Λάρνακα Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο, Τετάρτη 18 Ιουλίου. Ελ. Αμμόχωστος Δημοτικό Αμφιθέατρο Δερύνειας, Τετάρτη 25 Ιουλίου, έναρξη 9:00 μ.μ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X