ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η συμβολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄στη διατήρηση της Ελληνικής Παιδείας στην Κύπρο

Ένα ιστορικό παράδειγμα για τον Επίσκοπο του 21ου αιώνα

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου

Μιλώντας για τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ, το μυαλό μας δικαιολογημένα ανατρέχει σήμερα σε όλους εκείνους τους ιερούς άνδρες, που ο καθένας, με τα προτερήματα και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπείας του, πρόσφερε όλο τον καλό του εαυτό στη διακονία του λαού του Θεού, και αναδείχθηκαν πνευματικοί ηγέτες. Προσευχόμαστε ο Μέγας Αρχιερέας, ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, να τους κατατάξει εν χώρα ζώντων και δικαίων, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Η ευκαιρία για τη συγγραφή της παρούσης μελέτης είναι διπλή. Από τη μια το ετήσιο μνημόσυνο των Ιεραρχών που κατάγονται από την ορεινή κοινότητα Πρόδρομος, της επαρχίας Λευκωσίας, και από την άλλη η πρόσκληση από την οργανωτική επιτροπή για συμμετοχή στον τιμητικό τόμο για το Χρυσό και το Αργυρό Ιωβηλαίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος. Είχα την ευκαιρία και ευλογία, από ετών να γνωρίζω το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας και ειδικότερα από τον Ιούνιο του 2008, όταν έλαβα μέρος για πρώτη φορά στους εορτασμούς προς τιμή του Αποστόλου Παύλου, τα επονομαζόμενα «Παύλεια».

Η ευλογία της παρουσίας των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου και του νεαρού Ιωάννη (του μετέπειτα Ευαγγελιστού Μάρκου) το 45 μ.Χ. στη νήσο Κύπρο, όταν αυτοί ήλθαν από τη Σελεύκεια της Συρίας, έδωσε μια νέα διάσταση στο κήρυγμα και στη διάδοση του Χριστιανισμού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της νήσου, η οποία αναδείχθηκε σε νήσο των Αγίων, των Οσίων και των Μαρτύρων της Πίστεως. Με την παρουσία των Αποστόλων, χειροτονούνται κατά τόπους Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι. Πλέον έχουμε την Αποστολική Εκκλησία. Αποκορύφωμα το μαρτύριο του Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, όπου σήμερα βρίσκεται ο τάφος του πλησίον της Ιεράς, Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα. Παραμένει όλος ο ιερός χώρος σκλαβωμένος και ερειπωμένος.

Διάδοχοι του Αποστόλου Βαρνάβα, του «γενναίου Μάρτυρος», ανέλαβαν το πηδάλιο της κατά Κύπρον Εκκλησίας εις τύπον και τόπον του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού και εργάστηκαν ποικιλόμορφα ως ποιμένες και διδάσκαλοι, για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και με δέος να οδηγήσουν το λογικό ποίμνιο σε μονάς σωτηρίους, στους κόλπους της Βασιλείας του Τριαδικού μας Θεού. Τούτο γίνεται και θα συνεχίζεται έως το τέλος της ιστορίας.

Ένα ιστορικό πρόσωπο, ανάμεσα στους περίφημους Ιεράρχες μας, το οποίο αναδείχθηκε αστέρας πολύφωτος όχι μόνο ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά και ως Ιεράρχης της καθόλου Ορθοδοξίας, είναι ο Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄. Είναι γνωστό, μέσα από την εμπειρία της ζωής της Εκκλησίας μας, ότι ο κληρικός δεν ανήκει ούτε μόνο στον εαυτό του ούτε μόνο στη γενέτειρά του και την επισκοπή του, αλλά στη Μία, Αγία, Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ένας τέτοιος Επίσκοπος, Αρχιεπίσκοπος, Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος παρέμεινε στο στερέωμα της Εκκλησιαστικής ιστορίας της νήσου μας ως μια σπουδαία προσωπικότητα τόσο για την Εκκλησία όσο και για την πατρίδα μας εν γένει, είναι ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄.

Περιβεβλημένος ο Σωφρόνιος με το λαμπρό, πορφυρό, αυτοκρατορικό μανδύα, ο οποίος μέσα στους αιώνες είναι βαμμένος με τα αίματα των μαρτύρων Κυπρίων Ιεραρχών, κράτησε στους ώμους του τα βάσανα και τους καημούς των Κυπρίων. Οι Ιεράρχες μας, μέσα στους ασέληνους αιώνες σκλαβιάς και τυραννίας, στεφανώθηκαν, εξαιτίας της εν αγάπη θυσίας τους, ως μάρτυρες και ήρωες της πίστεως και της πατρίδας, κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο ως ασπίδα και δόρυ και φορώντας το αρχιερατικό ωμοφόριο, ως καλοί ποιμένες, και τα δύο μαζί, κριτήρια του επισκοπικού αξιώματος και ταυτόχρονα της ευθύνης απέναντι στους κατακτητές και παρηγορώντας τον πονεμένο και απροστάτευτο λαό.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄, συνεχίζοντας σταθερά αυτή την πορεία, αγωνίστηκε από κάθε προσφερόμενη έπαλξη και κατέθεσε το δικό του λιθαράκι στην οικοδόμηση της περαιτέρω πορείας του λαού της νήσου μας μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1825 στο χωριό Πρόδρομος. Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Ιωάννου από το Φοινί και η Χριστίνα Μιχαήλ από τον Πρόδρομο. Σε νεαρή ηλικία, γύρω στα επτά, πήγε στη Μονή Τροοδίτισσας, όπου διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από το θείο του Σκευοφύλακα Χαράλαμπο και κατόπιν έγινε δόκιμος μοναχός. Αργότερα, το 1842 σε ηλικία 17 ετών, πήγε στην Ιερά Μονή Χρυσορροϊάτισσας, όπου χειροτονήθηκε διάκονος από το Μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνα στις 16 Απριλίου 1843, προτού αναχωρήσει για τη Μικρά Ασία.

Μετέβη στην Αττάλεια (1843-1845) και μαθήτευσε στην εκεί Ελληνική Σχολή. Στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αργότερα δίδαξε εκεί (1851-1853), ενώ παράλληλα διακονούσε στο Ναό του Αγίου Χαραλάμπους στο Ορθόδοξο Νοσοκομείο της πόλης. Ακολούθως, όπως σημειώνει στην αυτοβιογραφία του, «ὁ πρὸς τὴν παιδείαν ἔρως» τον παρακινεί και μεταβαίνει στο Κλεινό Άστυ, την Αθήνα, και φοιτά στο Β’ Γυμνάσιο Αθηνών, στη Ριζάρειο Ιερατική Σχολή και, με την ηθική και οικονομική στήριξη του φιλοπρόοδου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Α΄ (1854-1865), στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πεπαιδευμένος και καλλιεργημένος, απέκτησε διευρυμένους ορίζοντες. Επέστρεψε, εξοπλισμένος πνευματικά και επιστημονικά, στην Κύπρο το 1861 και επί πενταετία δίδαξε ο ίδιος στην Ελληνική Σχολή στη Λευκωσία, αναλαμβάνοντας και τη διεύθυνση της Σχολής, την οποία ανέδειξε με τη δική του δυναμική προσφορά προς τα γράμματα, τις τέχνες και εν γένει την Ελληνική Παιδεία (1861-1865).

Ο διάκονος και σχολάρχης Σωφρόνιος, ενώ απέρριψε τις ευκαιρίες εκλογής του το 1862 σε Μητροπολίτη Κυρηνείας και το 1864 σε Μητροπολίτη Κιτίου, τελικά διαδέχθηκε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον Κύπρου Μακάριο Α΄, ο οποίος εξεδήμησε στις 4 Αυγούστου του 1865 από χολέρα κατά την επιδημία που έπληξε την Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’ προερχόταν κι αυτός από την κοινότητα του Προδρόμου και ξεκίνησε την εκκλησιαστική του διακονία από τη Μονή Τροοδίτισσας.

Ο Κύπρου Σωφρόνιος ως Πρωθιεράρχης της Κύπρου εργάσθηκε δραστήρια με προσευχή, σύνεση και ταπείνωση, για την πρόοδο της Μεγαλονήσου. Το 1871 υπήρξε υποψήφιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Βρέθηκε στο πηδάλιο της Εκκλησίας για τριανταπέντε έτη, από το 1865 έως το 1900. Ενθρονίστηκε τον Οκτώβριο του 1865 από σχολάρχης και διάκονος της Εκκλησίας. Έζησε την Τουρκοκρατία, όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τη συμφορά του 1821 και διαχειρίστηκε τη μετάβαση από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς αποικιοκράτες το 1878.

Ο Σωφρόνιος, όνομα και πράγμα, διακρινόταν, ως ηγετική πνευματική φυσιογνωμία, για τη σοβαρότητα, τη μεθοδικότητα, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και ιεροπρέπεια, καθώς και τη μεγαλοψυχία. Ενέπνεε το λαό με τη συμπεριφορά του, η οποία πλημμύριζε από αγάπη και συγχωρητικότητα. Κέρδιζε με την οιακοστροφία του την εκτίμηση και το σεβασμό των Χριστιανών ακόμη και των Οθωμανών της Κύπρου. Αυτό το ενδιαφέρον για όλους τους Κυπρίους, Χριστιανούς και Οθωμανούς, φαίνεται στο γεγονός της μεταβάσεώς του στην Κωνσταντινούπολη το 1870 επικεφαλής αντιπροσωπείας Χριστιανών και Οθωμανών. Συναντά το Μεγάλο Βεζίρη και συζητά μαζί του θέματα ποικίλα που ταλανίζουν ολόκληρο το λαό, όπως φορολογικά, κανονισμούς ιδιοκτησίας, ασθένειες, φτώχεια κ.ά. Επίσης, αξιοποίησε την παρουσία του στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, για να βελτιώσει τις συνθήκες του λαού του.

Εξαγοραζόμενος τον καιρό, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, επί του προκειμένου ο Σωφρόνιος, παρηγορούσε και ενίσχυε ηθικά, πνευματικά και υλικά το λαό και παράλληλα αξιοποιούσε κάθε πρόσφορη ευκαιρία, παρά τις διώξεις, τους εξισλαμισμούς, τις βαριές φορολογίες και όλα εκείνα τα μαρτύρια και αιματηρά γεγονότα που υπέστησαν οι Κύπριοι. Στήριζε και φρονημάτιζε το λαό χωρίς ακρότητες, για να παραμείνει στη γη των πατέρων του προσφέροντάς του την πολύπλευρη συμπαράσταση της Εκκλησίας, όπως π.χ. ελάφρυνση από τις άδικες φορολογίες που επέβαλλαν οι κατακτητές, τη δημιουργία ευκαιριών καλλιέργειας της γης κ.ά.

Για όσους από του Ρωμιούς έφευγαν από το νησί, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος δημιουργούσε τις προϋποθέσεις να αισθανθούν ασφάλεια και να επαναπατριστούν, για να παραμείνει η μικρή ζύμη, ώστε να συνεχίζεται η Χριστιανική παράδοση και ο Ελληνικός πολιτισμός των Κυπρίων, παρά τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις, φορολογικές πιέσεις και κάθε είδους δοκιμασίες από μέρους των κατακτητών

Δημιουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος τις ευνοϊκές συνθήκες και τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλύτερη υποστήριξη των δικαίων και των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού. Ταυτόχρονα αγωνιζόταν να διασφαλίσει τη διαβίωση των απλοϊκών Κυπρίων στη γη των πατέρων τους, διατηρώντας και βελτιώνοντας τις συνθήκες για τη νεολαία, την Ελληνική παιδεία, τη μόρφωση των κληρικών και την ευρύτερη καλλιέργεια των πανανθρώπινων αξιών του πολιτισμού μας. Η προσπάθεια του για ίδρυση Ιερατικής Σχολής στην Κύπρο δεν τελεσφόρησε, γιατί σε λίγους μήνες απεβίωσε.

Αντιμετώπισε ο Σωφρόνιος, με μετριοπάθεια και σθένος, όλα εκείνα τα βάσανα και τους καημούς που συσσώρευσε η Οθωμανική κατάκτηση από το 1571 και η δημιουργηθείσα εξαθλίωση του Χριστιανικού λαού της νήσου. Είναι γνωστό ότι η αρχική αδιαφορία της ηγεσίας των Οθωμανών έναντι της Εκκλησίας μεταστράφηκε με την προσφορά προνομίων, όπως στα μέσα του 17ου αιώνα και το 1858, τα οποία η Εκκλησία διαχειρίστηκε συνήθως με σωφροσύνη για τη συντήρηση και επωφελή διαβίωση του Κυπριακού λαού.

Η αναγνώριση του Αρχιεπισκόπου και των Αρχιερέων ως ραγιά-βεκιλήδων (αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Χριστιανών) συνεπαγόταν μεγάλες ευθύνες αλλά και πολλούς κινδύνους. Η έντονη ανάμειξή τους στα προβλήματα του τόπου, η συνεχής μεσολάβησή τους προς την τουρκική διοίκηση και οι μεταβάσεις τους στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσουν μετριασμό στην αυθαιρεσία και στην κακή διοίκηση των Τούρκων πασάδων, γίνονταν πάντοτε με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους. Παρά ταύτα, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ένεκα του κύρους του και της αμφίδρομης αγάπης του με το λαό, κάποτε, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, επισκίαζε με την προσωπικότητά του τον Τούρκο Διοικητή του νησιού. Όπως σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, η Υψηλή Πύλη παραχώρησε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου προνόμια παρόμοια με αυτά που παραχωρήθηκαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Ο Σωφρόνιος συνεργάστηκε με το Σαΐτ Πασά, διοικητή του νησιού, για την καταπολέμηση της ακρίδας το 1870. Τότε, Χριστιανοί και Οθωμανοί γιόρτασαν το γεγονός της επιτυχούς καταπολέμησής της. Η Υψηλή Πύλη παρασημοφόρησε τον Αρχιεπίσκοπο δύο φορές, το 1867 (παράσημο Meğidiye γ΄ βαθμού) και το 1868 (Meğidiye β΄ βαθμού).

Η ευαισθησία του και απέναντι στους Οθωμανούς της Κύπρου φανερώνεται και από τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν κι εκείνοι, αργότερα, μόλις πληροφορήθηκαν την εκδημία του Αρχιεπισκόπου. Οι πρώτοι που έσπευσαν να αποτίσουν φόρο τιμής στο νεκρό σώμα του Εθνάρχη Σωφρονίου ήταν ο Μουφτής και οι Ιμάμηδες της «Χώρας», της Λευκωσίας.

Μετά την ενοικίαση της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία, κατά τα τέλη Ιουλίου του 1878 έφτασε στη Λευκωσία ο πρώτος Βρετανός Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου Υποστράτηγος Sir Garnet Joseph Wolseley. Ο Σωφρόνιος, ως εκκλησιαστικός και εθνικός ηγέτης του Ελληνικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου, τον προσφώνησε «κατά χρέος» με το «ευ παρέστης», βεβαιώνοντάς τον ότι:

«Η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του, και επιθυμεί να εθισθή εις την οδόν την ευθείαν, εις την οδόν δηλονότι της αληθείας, του καθήκοντος και της ελευθερίας».

Το 1878, υποδέχθηκε τον πρώτο Άγγλο Αρμοστή ως Αρχάγγελο της Ελευθερίας και της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως άρχισε η Ευρώπη να κηρύσσει μετά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789. Όμως, τα γεγονότα πολύ σύντομα έδειξαν το αληθινό πρόσωπο του νέου κατακτητή: δηλ. απομακρυνόταν η ποθητή ελευθερία και η ένωση με τον εθνικό κορμό.

Ακόμη, μερικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής ήταν οι συνεχείς δυσβάστακτες φορολογίες, η κατάργηση προνομίων, η ανάμειξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε αφανώς ήθελαν να ελέγξουν την Παιδεία του νησιού και να αφελληνίσουν την Κύπρο. Σε αυτές τις προκλήσεις των Βρεττανών, όταν ήδη οι από το πρώτο έτος της Βρεττανικής κατοχής διαμαρτυρίες δεν έφεραν αποτελέσμα, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, η Σύνοδος και όλος ο λαός αντέδρασαν έντονα. Πιο συγκεκριμένα, στο τέλος του 1887 έως τις αρχές του 1888, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας ηγήθηκε παλλαϊκών διαμαρτυριών και συλλαλητηρίων κατά της πολιτικής που επέφερε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση του λαού και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.

Στο πλαίσιο αυτών των αγώνων του, δε θα διστάσει ο Σωφρόνιος να μεταβεί στο Λονδίνο το 1889 για προώθηση του αιτήματος της Ένωσης με την Ελλάδα και για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του τόπου, αλλά και να φθάσει μέχρι τα ανάκτορα της Βασίλισσας Βικτώριας. Μάλιστα δε θα λησμονηθεί ποτέ αυτή η συνάντηση, ένεκα και του πρωτοκόλλου που τροποποιήθηκε ειδικά για τη συνάντηση αυτή. Τόσο η αμοιβαία υπόκλιση και όχι χειροφίλημα της δεξιάς της Βασιλίσσης, όσο και η μη αντικατάσταση της περιβολής του Αρχιεπισκόπου με το ευρωπαϊκό φράκο σχολιάστηκαν πολύ. Έγραψε την επομένη ημέρα η λονδρέζικη εφημερίδα Times ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν «ο λέων της ημέρας».

Σε κάποιες από τις επίσημες συναντήσεις του (Βασίλισσα, Γλάδστωνα κ.ά.) φορούσε τα αρχιερατικά του άμφια, με αποτέλεσμα ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελεύθερων, Γλάδστων, υποδεχόμενος και προσφωνώντας ελληνικά τον Αρχιεπίσκοπο στην οικία του, άνοιξε τις αγκάλες του και αναφώνησε εις επήκοον των παρόντων «χάρμα ἐστὶν ἰδεῖν ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου».

Το 1889, όταν πήγε στο Λονδίνο, για να υποβάλει υπόμνημα για τα προβλήματα του νησιού, συνέβη και ένα άλλο σπουδαίο γεγονός αναγνώρισης για τον πεπαιδευμένο Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο: του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα της Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η Τουρκοκρατία υποβάθμισε πάρα πολύ την εκπαίδευση του Ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, περιορίζοντας τα σχολεία σε κάποιες Μονές. Τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και κυρίως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται σιγά-σιγά κάποια σχολεία στις πόλεις και κάποια χωριά. Στόχος των περισσοτέρων από αυτά, είτε ήταν κοινοτικά είτε ιδιωτικά, να μάθουν τα παιδιά τα πιο στοιχειώδη: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και να έχουν θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σ’ αυτά προστέθηκαν σταδιακά και αλλά μαθήματα, όπως Ελληνική Ιστορία, Γεωγραφία κ.ά. Οι διδάσκαλοι ήταν συνήθως κάποιοι κληρικοί ή λαϊκοί που φοίτησαν κυρίως σε σχολεία των Μονών, αλλά δεν προτίμησαν το μοναχικό βίο και έτσι δεν παρέμειναν στις Μονές. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν το σπίτι του διδασκάλου, αίθουσα της Εκκλησίας ή ενοικιαζόμενη. Κάποτε, το μάθημα γινόταν στον τόπου εργασίας του διδασκάλου ή στην ύπαιθρο, όπου οι μαθητές συχνά βοηθούσαν το διδάσκαλο στις γεωργικές εργασίες του. Όμως, η γενική πεποίθηση του Ελληνικού πληθυσμού ήταν ότι η εκπαίδευση θα έφερνε φως στον τόπο. Πράγματι, οι συχνά ολιγογράμματοι διδάσκαλοι αλλά και όλοι οι άλλοι διδάσκαλοι μαζί με την Εκκλησία κατάφεραν οι περισσότεροι Έλληνες της Κύπρου να παραμείνουν ορθόδοξοι, να γνωρίζουν ότι είχαν προγόνους με λαμπρό Πολιτισμό και Ιστορία και ότι ήταν δικαίωμά τους να ζουν πιο άνετα οικονομικά, ελεύθεροι και χωρίς τις αυθαιρεσίες των Τούρκων.

Η Εκκλησία της Κύπρου είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης και ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα (1741) ίδρυσε Σχολή, το Ελληνομουσείο, στη Λευκωσία. Όμως, οι εκθρονίσεις Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, οι σφαγές του 1821, η καταπάτηση των προνομίων της Εκκλησίας και η οικονομική αφαίμαξή της από τους Τούρκους κατακτητές συχνά δυσκόλευε τη συνέχιση της λειτουργίας της Σχολής καθώς κα την ίδρυση άλλων σχολείων.

Τα πράγματα για την εκπαίδευση αρχίζουν να αλλάζουν όταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν ο Πανάρετος (1827-1840, οπότε παύθηκε από τους Τούρκους κατακτητές) και οι διάδοχοί του, κυρίως ο Μακάριος Α΄ και ο Σωφρόνιος Γ΄.

Ο Σωφρόνιος διεύρυνε τις ευκαιρίες προσφοράς του πολύτιμου δώρου της μόρφωσης, για να εξέλθει ο ευρύτερος κοινωνικός ιστός από τη μιζέρια και τον αναλφαβητισμό. Ενίσχυσε τις προϋποθέσεις να μάθουν Ελληνικά γράμματα, την παγκόσμια ιστορία και τον οικουμενικό Ελληνικό Πολιτισμό. Προς επίτευξη του μεγάλου σκοπού της δημιουργίας ευκαιριών ανάπτυξης της Παιδείας των υπόδουλων Κυπρίων, φρόντισε για τη βελτίωση των υπαρχόντων σχολείων και την ίδρυση νέων ιδίως σε χωριά.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, λόγω της υπηρεσίας του ως σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής, γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα της εκπαίδευσης και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός σε αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, παρόλο που γι’ αυτόν η εκπαίδευση του λαού ήταν έργο προτεραιότητας, ως έργο Θεού και φιλοπατρίας. Αυτός που ξόδευε τα περισσότερα χρήματα για τα σχολεία στην Κύπρο ήταν η Εκκλησία (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, Μονές, πλούσιοι ενοριακοί ναοί) και οι γονείς. Ασφαλώς υπήρχαν και κάποιες δωρεές κληρικών κυρίως και λαϊκών. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος βοηθά παιδιά των σχολείων, παραχωρώντας τους δωρεάν βιβλία και ψωμί. Επίσης, ζητά βοήθεια από τους Έλληνες του εξωτερικού. Έτσι, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως απέστειλε 20 τουρκικές λίρες το 1872 για τα σχολεία της Λευκωσίας και της Λάρνακας, ενώ κατά την επίσκεψή του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο έτος του δόθηκαν άλλες 10 τουρκικές λίρες. Επίσης, φρόντιζε να εξασφαλίζονται για τα σχολεία δωρεάν βιβλία, πλέον εκείνα που αγόραζε.

Ένεκα του ζήλου του για τα ελληνικά γράμματα, συνέβαλε καταλυτικά στην ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου στις 16 Μαΐου το έτος 1893. Επρόκειτο για αναβάθμιση της Ελληνικής Σχολής που ίδρυσε ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και έκλεισε για κάποια χρόνια μετά τον απαγχονισμό του την 9η Ιουλίου το 1821, αλλά επαναλειτούργησε επί Αρχιεπισκόπου Παναρέτου το 1830. Τον ίδιο μήνα, Μάιο του 1893, ίδρυσε και την Επιτροπή Σχολείων Λευκωσίας, της οποίας διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος έως το 1899, και η οποία αργότερα εξελίχθηκε στην Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας.

Συγκεκριμένα το 1893, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου και της Κυπριακής Αδελφότητας Αιγύπτου, η οποία αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο οικονομικό συμπαραστάτη του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στο εκπαιδευτικό του έργο, όταν η Κύπρος βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική Σχολή εξελίχθηκε σε εξατάξιο Γυμνάσιο. Αυτό αναγνωρίσθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως ισότιμο με τα σχολεία Μέσης Παιδείας της Ελλάδας και το 1896 μετονομάστηκε σε Παγκύπριο Γυμνάσιο. Υπήρξε για δεκαετίες πρότυπο σχολείο για όλη την Κύπρο και ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ενδιαφερόταν, όπως και οι προκάτοχοί του, για την αμοιβή των διδασκάλων, διότι τον ενδιέφερε και η ποιότητα της εκπαίδευσης και της μόρφωσης των διδασκάλων. Συνεχής ήταν ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο των Βρετανών κατακτητών η παιδεία του τόπου.

Μέσα στο πολύπλευρο έργο του περιλαμβάνεται και το ενδιαφέρον του για τις κοινότητες και ενορίες. Ανακαίνισε ναούς και έκτισε και εγκαινίασε άλλους σε αρκετές ενορίες και κοινότητες. Επέβαλε τάξη στη διαχείριση των οικονομικών των Εκκλησιών και διασφάλιση των εισοδημάτων των κληρικών των ενοριών.

Προικισμένος από το Δωρεοδότη Χριστό με ποικιλία χαρισμάτων, τα αξιοποίησε κατά το δοκιμότερο τρόπο στο έργο και την πορεία προσφοράς του, ως πνευματικός και εθνικός ηγέτης του κυπριακού λαού.

Το όλο παρουσιαστικό του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου δε δημιουργούσε απλά εντύπωση και ούτε απλά ενέπνεε γοητεία στους άλλους ανθρώπους, αλλά είχε και βάθος και πλάτος περιεχομένου, ώστε να εμπνέει τους πιστούς αυθεντικά. Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο είχε τη δική του βαρύνουσα σημασία, τόσο στη διαποίμανση του λαού, όσο και στη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια και ανάπτυξη του πολιτισμού. Στηρίζει τη νεολαία, την οποία παρακινεί να οδηγείται με σωφροσύνη στο γάμο σε ώριμη ηλικία και όχι βεβιασμένα και μόνο με ενθουσιασμό.

Η φωνή και η ψαλμωδία του ήταν η τέχνη της παρασημαντικής των Αγγέλων, την οποία καλλιεργούσε με περισσή αγάπη και εξέφραζε το λόγο και την ψαλμωδία με σαφήνεια και καθαρότητα.

Η παρουσία του στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως για αντιμετώπιση Πανορθόδοξων ζητημάτων το 1872 ήταν δυναμική και καταλυτική χάριν της ορθής κατάρτισης των ανθρώπων, ένεκα της αγάπης του για την Εκκλησία και της μορφώσεως με την οποία είχε καλλιεργήσει και εμπλουτίσει την προσωπικότητά του.

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία για την παρουσία του στην Επτάλοφο Πόλη ανάμεσα στους άλλους Ιεράρχες ως ο Προκαθήμενος της Παλαιφάτου Εκκλησίας με το αρχαιότερο Αυτοκέφαλο (μετά την Πενταρχία) και το μόνο αναγνωρισμένο και επιβεβαιωμένο από Οικουμενική Σύνοδο, ενδεδυμένος με τον πορφυρό μανδύα και κρατώντας ανά χείρας το αυτοκρατορικό σκήπτρο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος πέθανε ειρηνικά στις 9 Μαΐου του 1900, σε ηλικία 75 ετών. Η κοίμησή του επέφερε παλλαϊκό πένθος ανάμεσα στο λαό, όχι μόνο τους Χριστιανούς αλλά και τους Οθωμανούς της Κύπρου. Διότι τεκμηριώνεται με πολλά γεγονότα η αγάπη του και το απροσωπόληπτο προς κάθε άνθρωπο.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διακρίνει τα πράγματα με σαφήνεια και ρεαλισμό: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διὸ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία».

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄ μάς άφησε τεκμήριο τη δική του παρακαταθήκη για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας. Αρκεί εμείς οι επίγονοι, κληρικοί και λαϊκοί, να έχουμε, σύμφωνα με το Ιερό Ευαγγέλιο και την ιερή παρακαταθήκη του Ναζωραίου, τη διάκριση, τη διορατικότητα, την υπομονή και τη μεθοδικότητα με ενότητα και εν Χριστώ αγάπη, να ερμηνεύουμε τα πράγματα και να αποφεύγουμε όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό τα λάθη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, καλούμαστε από την ιστορία με θάρρος και αποφασιστικότητα να επεκτείνουμε δημιουργικά τις καλές πράξεις και αποφάσεις των προγόνων μας.

«Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα μας δεν στρέφεται στο κοινό μας παρελθόν, μα στο κοινό μας μέλλον: στα παιδιά μας. Είναι σημαντικό να έχουμε στη σκέψη μας ότι τα παιδιά δεν αποτελούν το κοινό μας μέλλον, αλλά είναι για την ακρίβεια το παρόν επί του οποίου οικοδομείται το μέλλον»

Ο Επίσκοπος του 21ου αιώνα, ο οποίος έχει συνείδηση της ιερής αποστολής του προς την Εκκλησία και το λαό του Θεού, οφείλει να γνωρίζει και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται το μέγεθος και το βάρος της παρακαταθήκης που παρέλαβε από τους προηγούμενους Ιεράρχες, οι οποίοι έζησαν, δημιούργησαν και καλλιέργησαν αυτή την παρακαταθήκη, την ιερά Παράδοση και ιερή κληρονομιά και την παρέδωσαν στους νεότερους και επίγονούς τους.

Αυτή η παρακαταθήκη επιτάσσει στον Ιεράρχη του 21ου αιώνα να λαμβάνει ενημέρωση πολύπλευρη και όχι μονομερή και αναλόγως να προβαίνει σε αξιολόγηση των δεδομένων του σύγχρονου κόσμου που ζούμε, της λεγομένης μεταμοντέρνας εποχής, από όπου κι αν προέρχονται, δόκιμα ή ακόμη κι αν ακούγονται αδόκιμα. Μετά θα ακολουθήσει η αποτίμηση των όποιων μέτρων πρέπει να ληφθούν. Πάντοτε οι ενέργειές του να κινούνται στο πλαίσιο της αγάπης, διάκρισης, ευθύνης, αποφασιστικότητας και απαλλαγμένη από κάθε επίδραση των εφήμερων του κόσμου τούτου.

Ο Ιεράρχης σε κάθε εποχή, ιδιαίτερα σήμερα, οφείλει να είναι σε εγρήγορση πνευματική. Να αφουγκράζεται τις έγνοιες, αγωνίες και φόβους του λαού. Για να γίνει αυτό κατορθωτό, θα πρέπει με μέτρο και διάκριση να εξέλθει από το δικό του στενό χώρο και να βιώσει τη σχέση ανάμεσα στο λογικό ποίμνιο, το λαό του Θεού, γιατί οι λύκοι της κάθε εποχής δεν εξαλείφονται ολοκληρωτικά, αλλά γεννώνται και νέοι και θεριεύουν πολλές φορές. Άλλοτε από αντίδραση, νομίζουμε ότι λόγω κούρασης, τεμπελιάς, αμέλειας και ηττοπάθειας το ποίμνιο, οι άνθρωποι που συναποτελούν την κοινωνία, είναι ευάλωτοι και εύκολοι σε όχι ορθές λύσεις, και καλείται ο Ιεράρχης να αντισταθεί: άλλοτε ως προφήτης, άλλοτε ως σπλαχνικός πατέρας και άλλοτε ως δίκαιος κριτής των πραγμάτων.

Ως προφήτης, που έχει όραμα για το μέλλον και ανοικτούς ορίζοντες, εμπνέοντας το λαό και δη τους νέους για μεγαλύτερη και καλύτερη αγωγή και ανώτερη μορφωτική και ερευνητική ωρίμαση.

Ως σπλαχνικός πατέρας, που αγαπά συγχωρεί, ευλογεί και ξεχνά τα λάθη και όλα τα εφήμερα των ανθρώπων, που είναι απόρροια του κοσμικού φρονήματος και συμπεριφοράς. Την ίδια στιγμή επαινεί το αγαθό και όπου είναι στηλιτεύει, πάντα με δέος, συμπάθεια και πίστη.

Ως δίκαιος κριτής, καλείται να είναι πάντα σταθερός με αγάπη, κατανόηση, και χωρίς να καταργεί το θεσμικό του ρόλο, να θεραπεύει αλλά ταυτόχρονα και να αποδοκιμάζει καλόπιστα τα κακώς κείμενα και συμβαίνοντα. Την ίδια στιγμή να προβάλλει ως λεπτή αύρα αισιοδοξίας το ορθό, το τίμιο, το αληθινό που έχει ως μορφωτική δύναμη η ανθρώπινη κοινωνία και δη οι νέοι κάθε πατρίδας, κάθε λαού και σε κάθε εποχή.

Η διατήρηση και καλλιέργεια, καθώς και η αύξηση της Παραδόσεως, του Πολιτισμού και της ιερής Παρακαταθήκης είναι μεγάλη υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί μόνος να φθάσει σε υψηλά επίπεδα. Η επιτυχία χρειάζεται ομόθυμους, αποφασιστικούς και συνεργάσιμους και ασφαλώς επίκληση της θείας Χάριτος εν Αγίω Πνεύματι.

Οι Προκαθήμενοι της Εκκλησίας της Κύπρου, παλαιότεροι και σύγχρονοι, αυτή την ευθύνη και σε αυτές τις θυσίες υποβάλλονταν καθημερινά, ως ηγέτες και προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων, της Ελληνικής Παιδείας και της μόρφωσης των Κυπρίων.

Αν ο καθένας με χαρά και κόπο δρα, για να κάνουμε τη σύγχρονη οικογένεια κατ’ οίκο Εκκλησία, όπως προτείνει ο Απ. Παύλος[45], αν βάζουμε μπροστά στις σκέψεις, αποφάσεις και ενέργειές μας το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με το ιερό Ευαγγέλιο, τότε θα ζήσουμε ο καθένας μας την προσωπική του μεταμόρφωση εν Πνεύματι Αγίω[46]. Τότε, ο καθένας θα τοποθετήσει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα της νέας κοινωνίας, που όλοι μας επιθυμούμε και ποθούμε, για τα παιδιά μας, τον κόσμο ολόκληρο. Τότε όσοι εργάζονται με επιμέλεια και κόπο για την παιδεία, θα έχουν τη μακαριότητα και την ευτυχία, καθώς και την πνευματική αντιμισθία των θυσιών τους για τα παιδιά, τη νέα γενεά. Η αντιμισθία αυτή με τίποτε του κόσμου τούτου δεν εξαργυρώνεται.

Τότε, υπάρχει η ελπίδα ότι η κοινωνία μας, την οποία συναποτελούμε όλοι μας, θα πάει πιο μπροστά, μαζί με εμάς και τις καθάριες επιδιώξεις μας που αντέχουν στο χρόνο, σύμφωνα με την παρακαταθήκη που φέρουμε εντός μας. Πάντα με την ευχή η νέα γενεά να εξελιχθεί και να αναδειχθεί σπουδαιότερη, ικανότερη, αυθεντικότερη και άρα ευτυχέστερη από τη δική μας, διατηρώντας σε υψηλή ποιότητα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής και Χριστιανικής μας ιδιοπροσωπείας.

 

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Γενικά: Τελευταία Ενημέρωση