ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Στα Βαρώσια που γέννησαν τα Ρω του Έρωτα

Η Αμμόχωστος σε δύο διαστάσεις: μας ξεναγεί η Άννα Μαραγκού και η Κλειώ Χατζηκώστα που ξενάγησε Σεφέρη και Ελύτη!

«Το σπίτι μου ήταν το τελευταίο της περίκλειστης πόλης πριν το ξενοδοχείο Golden Coast. Μετά την εισβολή, μια φορά τη βδομάδα πήγαινα στη Δερύνεια κι από τη βεράντα του Γυμνασίου καθόμουνα και το κοίταζα. Στην αρχή ήταν κλειστό. Μετά άνοιξαν πόρτες και παράθυρα κι έβλεπα τις κουρτίνες να «μπαινοβγαίνουν» με τον αέρα. Ύστερα έκλεισαν όλα ερμητικά. Κι η Αμμόχωστος έμεινε να μας κοιτά, μ’ ένα δάκρυ παγωμένο στο μάγουλο», λέει στην «Κ», η Κλειώ Χατζηκώστα, η Κυρά της Αμμοχώστου. Ο Σεφέρης τη φώναζε «Κερά Κλειώ», όπως αφηγείται η 95χρονη σήμερα, κομψότατη Βαρωσιώτισσα, καλή φίλη του Νίκου Καββαδία και των νομπελιστών Γιώργου Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη κι εξαδέλφη του Ευάγγελου Λουίζου. Με την αρχαιολόγο Άννα Μαραγκού, μας υποδέχθηκε εγκάρδια στο διαμέρισμα της στην Έγκωμη της Λευκωσίας αφού προηγουμένως, η κ. Μαραγκού είχε αποδεχθεί πρόσκληση-παράκληση της «Κ», να μας ξεναγήσει στο τμήμα της περίκλειστης πόλης που η κατοχική Τουρκία άνοιξε εσχάτως με διακηρυγμένη πρόθεση να το εποικίσει. Η Κερά Κλειώ, όπως ήταν φυσικό ήθελε να μάθει, πως βρήκαμε την αγαπημένη πόλη κι έτσι βγήκαμε ξανά στον πηγαιμό για την Αμμόχωστο! Τούτη τη φορά παρέα με τους ποιητές που ερωτεύτηκαν την πόλη και της αφιέρωσαν έργα τους. Ίσως για να πληρωθεί το γραμμένο στον «Μικρό Ναυτίλο» από τον Ελύτη: «Κάποτε νιώθω να ’μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου». Και να, ξεπερνώντας κατά 24 χρόνια την ηλικία του, περπατάμε ξανά στην παραλία που τόσο αγάπησε. Αυτή με το ξενοδοχείο King George, όπου ερωτευόταν με το φως (Ηλιόδεντρο), έπαιζε με το Ρω των κυμάτων (Τα ρω του έρωτα) και χάραξε την άμμο με το δάκτυλο (Το μονόγραμμα). Κι όπως περπατούσαμε το είδαμε στην άμμο, φρέσκο, ολοζώντανο, λες και το έγραψε εκείνη τη στιγμή ο ακριβός φίλος του Ελύτη, ο Γκάτσος κι ύστερα το πήρε το κύμα και το έσβησε στους αφρούς… «yarem»! «Με βασιλικό γιαρέμ και δυόσμο/ στόλισ’ ο θεός γιαρέμ τον κόσμο»! Της Βασιλεύουσας! Της Κλειούς τα μάτια υγράνθηκαν όταν ρώτησε: Τη χάσαμε την πόλη μας, Οδυσσέα; Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς τη Γλώσσα και σιγοψιθύρισε: Μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια/Δε γελάνε μήτε κλαίνε μόνο λένε μόνο λένε/Μια φορά στα χίλια χρόνια γίνεται η αγάπη αιώνια/Να ‘χεις τύχη να ‘χεις τύχη κι η χρονιά να σου πετύχει.

*Καθόμουνα και το κοίταζα το σπίτι μου από τη βεράντα του Γυμνασίου στη Δερύνεια. Στην αρχή ήταν κλειστό. Μετά άνοιξαν πόρτες και παράθυρα κι έβλεπα τις κουρτίνες να «μπαινοβγαίνουν» με τον αέρα. Ύστερα έκλεισαν όλα ερμητικά. Κι η Αμμόχωστος έμεινε να μας κοιτά, μ’ ένα δάκρυ παγωμένο στο μάγουλο», λέει στην «Κ», η Κλειώ Χατζησάββα, φίλη και ξεναγός των Σεφέρη Ελύτη και Καββαδία.

Του Λουίζου φίλοι

*Ο Ευάγγελος Λουίζος με τη Μαρώ Σεφέρη στην Αγία Νάπα.

Πριν φτάσουμε στο King George κοντοσταθήκαμε και ονειρευτήκαμε ξανά την Παράγκα (εξοχικό) του Ευάγγελου Λουίζου, ευπατρίδη, κοσμοπολίτη και μαικήνα (1913-1993), ο οποίος (κατά τον Γιάγκο Κλεόπα) ήταν γνωστός στο νησί για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική του ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της Αμμοχώστου. Ο Λουίζος φιλοξένησε αρκετές φορές στο αρχοντικό του στην οδό Ηρακλέους 14 και στην Παράγκα, τους Σεφέρη και Ελύτη. Τώρα κατέβηκε να υποδεχθεί τους φίλους του και φώναξε τον ζωγράφο Πολ Γεωργίου από το διπλανό εξοχικό, το Blue Bungalow. Το ένα παραθύρι έχασκε –σαράβαλο του καιρού, στο άλλο όμως ο Δον Κιχώτης επέμενε να στέκει στη βίγλα αγέρωχος ατενίζοντας τη θάλασσα, αγνοούμενος μέχρι πρότινος, αλλά φωτεινός και ακμαίος εις πείσμα όσων τον κρατούν αλυσοδεμένο σχεδόν μισό αιώνα. Ο Γεώργιος Πολ Γεωργίου κατέβηκε κάτω συνοφρυωμένος, που δεν έφτασε που η προδοσία κρατούσε την πόλη αιχμάλωτη 47 χρόνια, τώρα τη μαγάριζαν εποικίζοντάς την. Ευτυχώς, πολλά έργα του είναι πια ελεύθερα στη Λευκωσία: «Πηγαίνετε, δείτε τα στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – απέναντι από την Πύλη Αμμοχώστου», ακούγεται σαν προσταγή η φωνή του καλλιτέχνη. «Ήταν άνθρωπος απόμακρος ο Πολ Γεωργίου», λέει ο Κερά Κλειώ. «Λίγοι ήταν οι άνθρωποι τους οποίους συναναστρεφόταν. Αντίθετα ο Σεφέρης ήταν ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. Ο ποιητής αγαπούσε την Κύπρο πολύ και το έδειχνε. Να φανταστείτε ότι όταν πέθανε (20 Σεπτεμβρίου 1971) βρήκανε στην τσέπη του εισιτήριο για την Κύπρο. Νομίζω ήταν με το «Απολλώνια», το πλοίο στο οποίο εργαζόταν ο φίλος μας ο Νίκος (Καββαδίας). Όσο η «πτήση» συνεχιζόταν ξεθαρρέψαμε κι εμείς και πλησιάσαμε στο μπαρ του King George με τα ασπρογάλαζα πλακάκια (ερείπιο σήμερα), που η παρέα των ποιητών, του Πολ Γεωργίου του Λουίζου και της Κλειούς, έπινε το κοκτέιλ της εποχής, το παγωμένο μπράντι σάουαρ και μεταξύ απτού και άπιαστου ακούσαμε τον Σεφέρη να απαντά στο ερώτημα, αν είναι αλήθεια πως «οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών»; Σήκωσε το φρύδι κοίταξε προς τον ορίζοντα και είπε: «Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού/δεν είναι της Ανάστασης/ μα είν’ της φωτιάς και του καπνού/της ζωής της άχαρης». Αυτά ακούσαμε να λέει κι ύστερα, χαιρέτισε, έκαμε μεταβολή και τράβηξε κατά το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι…

*Ο ποιητής, χαιρέτισε, έκαμε μεταβολή κι από τη Σαλαμίνα, τράβηξε κατά το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι… κι ύστερα στη Λεμεσό. Σημειώνει στις Μέρες: «Κυριακή 17 Οκτώβρη 1954. Μπαρκάραμε καθώς έπαιρνε να νυχτώσει στο «Κορινθία» (από τη Λεμεσό) για Μπεϊρούτι. Ο Μαραμπού (Νίκος Καββαδίας) δεν ήταν πια εκεί, καθώς έλπιζα. Βαρέθηκε τα επιβατικά, έπιασε δουλειά σ’ ένα φορτηγό…

*Στο προφητικό όνειρό του, ο Ελύτης περιγράφει: «Βρίσκομαι στο παλιό τούρκικο σπίτι του φίλου μου του Ε.Λ. –«ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό», όπως έλεγε κάποτε ο Σεφέρης, στην Αμμόχωστο, μέσα στο ίδιο δωμάτιο που έμενα άλλοτε. Σχηματίζω την εντύπωση ότι το σπίτι κάτι έχει πάθει, ότι μπορεί και να κατεδαφίζεται. Παρατηρώ τους τοίχους αντίκρυ μου: μεγάλες ρωγμές πεσμένοι σοβάδες, σα να ’γινε πριν από λίγο σεισμός»…

Προφητικά όνειρα Ελύτη-Καζαντζάκη  για την Κύπρο

«Το βιβλίο «Ανοιχτά Χαρτιά» μου το χάρισε ο Ελύτης αλλά, με την τουρκική εισβολή έμεινε στο σπίτι μου στην Αμμόχωστο. Ωστόσο σε ένα ταξίδι μου στην Αθήνα, ο Ελύτης μου χάρισε ένα δεύτερο», λέει η κυρία Κλειώ. Εκεί λοιπόν θυμάται που ο ποιητής έγραφε για τα όνειρα του. Κι εγώ θυμήθηκα που στα «Εκ του πλησίον», ο Ελύτης λέει: «Στη Βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο». Στα «Ανοιχτά Χαρτιά» λοιπόν ο ποιητής περιγράφει ένα προφητικό, για την Κύπρο όνειρο του: «Βρίσκομαι στο παλιό τούρκικο σπίτι του φίλου μου του Ε.Λ. –«ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό», όπως έλεγε κάποτε ο Σεφέρης, στην Αμμόχωστο, μέσα στο ίδιο δωμάτιο που έμενα άλλοτε. Κάθομαι πάνω στο κρεββάτι ντυμένος, γύρω μου βαλίτσες και τσάντες συσκευασμένες, βιβλία πακεταρισμένα, έτοιμα, δε μου μένει παρά να ξεκινήσω. Αδημονώ. Στο βάθος από την ανοιχτή πόρτα, βλέπω να μπαινοβγαίνουν εργάτες. Κουβαλάνε ζεμπίλια με χώματα, είναι βουτηγμένοι μες τους ασβέστες, και από όλο το σούρτα-φέρτα σχηματίζω την εντύπωση ότι το σπίτι κάτι έχει πάθει, ότι μπορεί και να κατεδαφίζεται. Παρατηρώ τους τοίχους αντίκρυ μου: μεγάλες ρωγμές πεσμένοι σοβάδες, σα να ’γινε πριν από λίγο σεισμός»…
O Νίκος Καζαντζάκης, που ήρθε στην Κύπρο το 1926, μιλώντας το 1954 για τα ταξίδια του σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Τα Νέα», λέει: «Και για την Κύπρο. Η Αμμόχωστος. Πόσο την πεθύμησα. Τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μου δίδει την αίσθηση της Γυναίκας όσο η Αμμόχωστος. Είναι απ’ τα ωραιότερα μέρη της γης. Δε θα ’θελα να πεθάνω πριν ξαναπάω στην Αμμόχωστο». Πέθανε τρία χρόνια μετά χωρίς να έχει έρθει ξανά. Ο Καζαντζάκης στο έργο του «Ταξιδεύοντας» περιγράφει κι ένα όνειρο του στην Κύπρο: «Τη νύχτα κοιμήθηκα, σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο. Τα ξημερώματα είδα όνειρο. Κρατούσα στην απαλάμη μου ένα μαύρο, κατάμαυρο ρόδο. Κι ως το κρατούσα, ένιωθα σιγά, λιμασμένα, αθόρυβα να μου τρώει το χέρι».

*Ξεθαρρέψαμε κι εμείς. Πλησιάσαμε στο μπαρ του King George με τα ασπρογάλαζα πλακάκια (ερείπιο σήμερα), όπου η παρέα των Σεφέρη, Ελύτη, Πολ Γιωργίου, του Λουίζου και της Κλειούς, έπινε το παγωμένο μπράντι σάουαρ και κρυφακούσαμε τον Σεφέρη να απαντά, αν είν’ αλήθεια πως «οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών»;

*Όπως περπατούσαμε το είδαμε στην άμμο, φρέσκο, ολοζώντανο, λες και το ’γραψε εκείνη τη στιγμή ο ακριβός φίλος του Ελύτη, ο Γκάτσος κι ύστερα το πήρε το κύμα και το έσβησε στους αφρούς… «yarem»! «Με βασιλικό γιαρέμ και δυόσμο/ στόλισ’ ο θεός γιαρέμ τον κόσμο»! Της Βασιλεύουσας!

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστώ εν πρώτοις την κ. Άννα Μαραγκού για την πολύτιμη συμβολή της σε αυτό το οδοιπορικό και τον κ. Γιάννη Τουμαζή για τη συνδρομή του. Ευγνωμοσύνη στην κ. Κλειώ Χατζηκώστα για τις μνήμες που ανακάλεσε και την ευγενική της φιλοξενία. Τέλος ευχαριστώ από καρδιάς τους ακαδημαϊκούς Μιχάλη Πιερή και Γιάννη Η. Ιωάννου.

Α. Παράσχος

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Αναδρομές: Τελευταία Ενημέρωση