ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το ειδικό βάρος των επαρχιών στην αγορά ακινήτων

Του Ανδρέα Ανδρέου

Του Ανδρέα Ανδρέου

Με ανάλυση των δεδομένων πωλήσεων/ μεταβιβάσεων σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Κτηματολογίου της περιόδου 2010 – 2020, είμαστε σε θέση να δούμε τη συνεισφορά της κάθε επαρχίας στη συνολική εικόνα – τόσο σε επίπεδο αριθμού συναλλαγών, όσο και σε επίπεδο αξίας συναλλαγών (δηλαδή της αξίας των ακινήτων που αντάλλαξαν χέρια ανά επαρχία και ανά έτος).

Γιατί κάτι τέτοιο είναι σημαντικό

Είναι αποδεκτό γεγονός ότι η κτηματαγορά διαχρονικά συνεισφέρει ένα σημαντικό ποσοστό στην όλη οικονομική δραστηριότητα με ανάλογες επιπτώσεις μέσω άμεσου και έμμεσου επηρεασμού πολλών τομέων της οικονομίας τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Μάλιστα, ο ρόλος της τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του 2020 ήταν ιδιαίτερα αυξημένος σε σημασία εφόσον λόγω της πανδημίας ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες ήταν σχεδόν σε πλήρη ή αυξημένη καταστολή. Η διαχρονική πορεία της κάθε επαρχίας σαν ποσοστιαία συνεισφορά στην όλη δραστηριότητα απόκτησης ακινήτων στην χώρα μας είναι σημαντική, επειδή μπορεί να μας δώσει σημαντική πληροφόρηση σε ένα εύρος παραμέτρων, όπως για το πόση σημασία δίνουν οι εγχώριοι και ξένοι επενδυτές στον τομέα των ακινήτων, ποιες είναι οι περισσότερο και οι λιγότερο προτιμητέες γεωγραφικές επιλογές, ποιος ο βαθμός σταθερότητας της κάθε επαρχίας ως επενδυτικός προορισμός, ποιες οι τάσεις, τι έσοδα εισπράττει ή μπορεί να αναμένει το κράτος, τι αντίκτυπο ενδεχομένως είχαν εξωγενείς παράγοντες κ.λπ. Σε ένα κράτος και μια οικονομία που στηρίζει και επιζητά την πρόοδο και την εξέλιξη, η ενδελεχής – τόσο σε βάθος όσο και σε εύρος – στατιστική ανάλυση τέτοιων στοιχείων πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Αυτό επιτρέπει την αναγνώριση τάσεων, την αναγνώριση των αντιστάσεων, του βαθμού δύναμης και ακαμψίας της αγοράς, του κόστους κτίσης στέγης και πώς αυτό συμβαδίζει με τα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα, για να αναφέρω μόνο μερικά, επιτρέποντας με τη σειρά τους την εκπόνηση σχεδίων πολιτικής σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αγγίζοντας ποικίλα θέματα όπως δημογραφική εξέλιξη, πολεοδομικό σχεδιασμό, στεγαστική πολιτική, αλλά και κατασκευαστική επέκταση. Μετά λύπης μου παρατηρώ πως αυτές οι αναλύσεις αντί να αποτελούν φάρο και βάση για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Την περίοδο 2010 – 2020, λοιπόν, η Λευκωσία είχε ένα μέσο όρο μεριδίου αγοράς σε επίπεδο αριθμού συναλλαγών 28,8% τερματίζοντας συνολικά πρώτη. Οι αντίστοιχες μετρήσεις για Λεμεσό ήταν 26,7%, για Πάφο 20,2%, για Λάρνακα 18%, και τέλος για Αμμόχωστο 6,4%.

Αν περιγράψουμε την διαχρονική πορεία των 11 χρόνων, μπορούμε να πούμε πως Αμμόχωστος και Λάρνακα είχαν μια πιο σταθερή πορεία μεριδίου αγοράς που κινήθηκε πέριξ του μέσου όρου τους με μικρά μόνο σκαμπανεβάσματα. Η Λάρνακα όμως είχε σχεδόν τριπλάσιο αριθμό συναλλαγών από την Αμμόχωστο.

Η Λευκωσία έχανε μερίδιο αγοράς σε επίπεδο αριθμού συναλλαγών από το 2010 (32,8%) μέχρι το 2014 (26,3%). Από το 2014 μέχρι 2017 ήταν σχετικά σταθερή με μερίδιο πέριξ του 26,5% και άρχισε να το ανεβάζει σταθερά έκτοτε στο 31,4% το 2020.

Η Λεμεσός είχε ένα σχετικά σταθερό μερίδιο αγοράς πέριξ του 25% από το 2010 μέχρι το 2013, ενώ από το 2014 μέχρι και το 2017 το ανέβασε σταθερά μέχρι το 30,7%. Μάλιστα κατά την διετία 2016 και 2017 είχε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι η Λευκωσία. Από το 2018 και μετά η Λεμεσός παρουσιάζει σταθερή μείωση μεριδίου κατεβαίνοντας στο 26,5% το 2020. Την περίοδο 2010 – 2020, η Πάφος συμπεριφέρθηκε σχεδόν ως το είδωλο σε καθρέφτη της Λευκωσίας, με την έννοια ότι όταν η Λευκωσία έχανε μερίδιο αγοράς η Πάφος κέρδιζε, και το αντίστροφο.

Την περίοδο 2010 – 2012 η Πάφος είχε ένα σχεδόν σταθερό μερίδιο αγοράς της τάξης του 18% και τα επόμενα τέσσερα χρόνια το ανέβασε σε ποσοστό πέριξ του 22,5%. Το 2018 και 2019 μειώθηκε ελαφρώς στο 20% ενώ το 2020 απώλεσε ακόμα λίγο πέφτοντας στο 17,9%. Σε επίπεδο αξίας συναλλαγών η εικόνα ήταν διαφορετική. Η Λευκωσία ξεκίνησε με μερίδιο αγοράς 36,2% το 2010 και μετά από δραματική πτώση ετών συρρικνώθηκε στο 22,7% το 2014. Ακολούθως, ανέκτησε ένα σχετικά σταθερό μερίδιο αγοράς πέριξ του 25% μέχρι το 2019 ανεβάζοντας το στο 30,5% το 2020.

Η Λεμεσός από το 2010 μέχρι το 2013 είχε ένα ελαφρώς αυξανόμενο μερίδιο αγοράς από 26,2% στο 28%. Ακολούθως, από το 2014 μέχρι και το 2019 κινήθηκε πέριξ του 35% με μικρά σκαμπανεβάσματα για να καταλήξει στο 33,7% το 2020. Η πρωτοκαθεδρία της Λεμεσού από το 2014 και μετά σε αυτή τη μέτρηση οφείλεται στο γεγονός ότι καρπώθηκε τα μεγαλύτερα οφέλη του ΚΕΠ. Η ψαλίδα με τη Λευκωσία όμως φαίνεται να κλείνει. Οι υπόλοιπες παραλιακές πόλεις είχαν ανάλογο όφελος από το ΚΕΠ αλλά σε πιο μικρή κλίμακα όπως θα δούμε πιο κάτω.

Η Πάφος είχε ένα μέσο μερίδιο αγοράς της τάξης του 18,5% από το 2010 μέχρι το 2012 το οποίο ανέβασε στο 25% από το 2013 μέχρι το 2016. Για την περίοδο 2017 – 2019 το μείωσε στο 19,5% για να καταλήξει στο 17,4% το 2020.

Η Λάρνακα πιο σταθερή, διατήρησε ένα μέσο μερίδιο 16% από το 2010 μέχρι το 2013 και ακολούθως ένα μέσο μερίδιο γύρω στο 12,5% για την υπόλοιπη περίοδο. Τέλος η Αμμόχωστος με εξαίρεση δύο εξάρσεις σε δύο χρονιές (2012: 10,4% και 2017: 8,3%) διατήρησε γενικά ένα σταθερό μερίδιο αγοράς πέριξ του 5,5%

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Ανδρέα Ανδρέου

Ανδρέας Ανδρέου: Τελευταία Ενημέρωση