ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«ΕΣΤΙΑ» και Ασφαλιστικές Δικλίδες

Του Ανδρέα Ανδρέου

Του Ανδρέα Ανδρέου

Με τον ερχομό του Σεπτεμβρίου, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο ΕΣΤΙΑ. Σκοπός του – in a nutshell – είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας δανειοληπτών που έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ως γνωστόν, το σχέδιο δεν είναι ανοικτό για όλους, αλλά στοχεύει τις ασθενέστερες ομάδες πληθυσμού οι οποίες λόγω της οικονομικής κρίσης των προηγούμενων ετών έφθασαν σε μια αξιολύπητη – θα έλεγα – κατάσταση με ξεκάθαρη πλέον την πιθανότητα να χάσουν το σπίτι στο οποίο μένουν.

Τα κριτήρια είναι γνωστά καθώς έχουν δημοσιευτεί πολλές φορές και περιλαμβάνουν εισοδηματικά κριτήρια αναλόγως οικογενειακής κατάστασης από πλευράς εξαρτώμενων τέκνων, καθώς και περιουσιακά. Τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του συμμετέχοντος στο σχέδιο δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις €250.000. Η βοήθεια του σχεδίου ανέρχεται σε επιδότηση από το κράτος του 1/3 της δόσης του αναδιαρθρωμένου δανείου και στο σχέδιο συμμετέχουν έξι εμπορικές τράπεζες. Σύμφωνα με υπολογισμούς, αναμένεται να υποβληθούν γύρω στις 15.000 αιτήσεις μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2019 – ημερομηνία λήξης της διορίας υποβολής αιτήσεων – και περίπου 10.000 από αυτές αναμένεται να είναι επιλέξιμες για το πρόγραμμα.

Μόλις προχθές δημοσιεύτηκαν και κάποιες ασφαλιστικές δικλίδες που τίθενται από την κυβέρνηση έτσι ώστε το πρόγραμμα να μην τύχει είτε εκμετάλλευσης ή άλλως πως, με τρόπο που να επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία και κατ’ επέκταση τους φορολογούμενους πολίτες. Μια από αυτές τις δικλίδες είναι και το αν στην πορεία εξυπηρέτησης του αναδιαρθρωμένου δανείου σημειωθεί αύξηση εισοδήματος και αύξηση στην αξία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων του συμμετέχοντος κατά τουλάχιστον 30%, τότε θα σταματά η επιχορήγηση από το κράτος και ο δανειζόμενος θα συνεχίσει την αποπληρωμή του δανείου πληρώνοντας από μόνος του την πλήρη δόση. Δεν θα ζητείται από αυτόν να επιστρέψει τα όσα χρήματα κατέβαλε μέχρι εκείνη τη στιγμή το κράτος προς την τράπεζα ως επιδότηση.

Εκείνο που δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ξεκάθαρο, είναι αν η πιο πάνω δικλίδα έχει διαζευκτικό ή συζευκτικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή αρκεί στο να ισχύσει το ένα (αύξηση εισοδημάτων) ή το άλλο (αύξηση αξίας καθαρής περιουσίας), ή αν πρέπει να ισχύσουν και τα δύο ταυτόχρονα. Πρέπει να είναι αντιληπτό ότι υπάρχει διαφορά καθώς το ένα μπορεί να αυξηθεί τουλάχιστον κατά 30% ενώ το άλλο να μείνει αμετάβλητο, να μειωθεί ή να αυξηθεί λιγότερο του 30%.

Η αύξηση εισοδημάτων είναι σχετικά πιο εύκολη υπόθεση από πλευράς ελέγχου. Μπορεί να ελέγχονται τραπεζικοί λογαριασμοί, εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις κλπ για να διαπιστωθεί η όποια μεταβολή. Στην περίπτωση της μεταβολής ή όχι στην αξία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων, νομίζω τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα.

Αν υποθέσουμε πως όντως υπάρξουν 10.000 επιλέξιμες περιπτώσεις που ενταχθούν στο πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον 10.000 ακίνητα θα βρίσκονται στο μικροσκόπιο κάθε έτος για τη διάρκεια που θα ισχύει το πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα ενδεχομένως ο αριθμός των ακινήτων να είναι μεγαλύτερος. Ποιος ή ποια υπηρεσία είναι αυτή που θα προβαίνει σε ετήσιο έλεγχο της μεταβολής στην αξία ενός εκάστου των ακινήτων; Το κτηματολόγιο αμφιβάλλω αν έχει τη δυνατότητα λόγω ανθρώπινου δυναμικού να προβαίνει σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις. Αν το κάνει με κάποιου είδους indexation, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποια ακίνητα να πριμοδοτούνται περισσότερης αύξησης από όση εξυπακούεται από τα δεδομένα της αγοράς, ενώ κάποια άλλα να στερούνται αύξησης. Το αντίστροφο ισχύει για τυχόν μειώσεις.

Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ένας τέτοιος δείκτης ενδεχομένως να μην αποτελεί σωστό εργαλείο καθώς η κάθε περίπτωση δανειζόμενου έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και η αναπροσαρμογή βάσει μεθόδων που βλέπουν τη μάζα (βλέπε μέσο όρο) να συμπαρασύρουν κάποιους άδικα. Από την άλλη, ένας μέσος όρος σίγουρα είναι μια πιο ήπια προσέγγιση από μεμονωμένες ή τμηματικές εξάρσεις που στο τέλος της ημέρας να βοηθά όλους.

Εναλλακτική προσέγγιση είναι η διενέργεια εκτίμησης από πλευράς της τράπεζας και διενέργειας εκτίμησης από τον δανειζόμενο. Αυτή η προσέγγιση, αν αντιπαραβληθεί με το τι έκαναν σε ανάλογη περίπτωση οι τράπεζες με τα δικηγορικά γραφεία, ενδεχομένως να σημαίνει πως ένα εκτιμητικό γραφείο που διενεργεί εκτιμήσεις για τις τράπεζες θα πρέπει να υπογράψει δέσμευση πως δεν μπορεί να αναλαμβάνει συνάμα και υποθέσεις εκ μέρους των ιδιωτών. Επιπλέον, οι δύο εκτιμήσεις είναι μια προσέγγιση με σχεδόν απόλυτη διχογνωμία και τίθεται θέμα ποιος και πως κάνει συγκερασμό. Γνώμη μου είναι πως κάτι τέτοιο σηκώνει συζήτηση αν πρέπει να ισχύσει ή όχι καθώς σκοπός είναι η εξόφληση του δανείου και το σώσιμο της κατοικίας και όχι αν στην πορεία το κράτος επιδοτεί την αποπληρωμή μέχρι τέλους ή όχι. Που μας φέρνει στην πρώτη επιλογή του πιο πάνω δεδομένου ότι το κράτος είναι θεματοφύλακας των δημόσιων ταμείων και οφείλει να ξέρει πότε πρέπει να επιδοτεί και πότε όχι. Άρα ίσως η πιο σωστή προσέγγιση είναι η χρήση κάποιου δείκτη ή δεικτών αναπροσαρμογής που θα εγκρίνει η Κεντρική Τράπεζα.

Όμως καλό είναι να ξεκαθαρίσουν κάποιες γκρίζες ζώνες και σκιές που φαινομενικά τουλάχιστον υπάρχουν.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Ανδρέα Ανδρέου

Ανδρέας Ανδρέου: Τελευταία Ενημέρωση

X