ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ταξιδεύει κανείς για να αλλάξει, όχι μέρος, αλλά ιδέες

Του Ανδρέα Ανδρέου

Του Ανδρέα Ανδρέου

Κάποτε το να αποκτήσεις ένα «κομμάτι γης» ήταν μεγάλη υπόθεση. Ήταν μια εξασφάλιση για το μέλλον, ένα στοιχείο δύναμης και επιρροής, ένας τρόπος να μεγεθύνεις την περιουσία σου σε βάθος χρόνου. Οι γαιοκτήμονες πάντα είχαν ένα άλλο αέρα και ένα «ειδικό βάρος» ανάμεσα στην κοινωνία στην οποία ζούσαν. Φυσικά, δεν είχαν πάντα και την καλύτερη φήμη ανάμεσα στον κόσμο, καθώς κύριο λόγο στην αντίληψη των πιο απλών ανθρώπων που τους έκρινε, έπαιζε και η κύρια ενασχόληση και επαγγελματική δραστηριότητα του κάθε λογής γαιοκτήμονα.

Η εκτίμηση και ο σεβασμός όμως που έτρεφαν στο άτομο που τίμια αποκτούσε την περιουσία του ήταν δεδομένος, νοουμένου φυσικά ότι το άτομο αυτό μπορούσε να διαχειριστεί την επιτυχία του και τον πλούτο του και δεν έπαιρναν τα μυαλά του αέρα. Η γη παλαιότερα χωριζόταν σε δύο ευρείες κατηγορίες: την εύφορη γη και την άγονη γη. Η εύφορη γη ήταν αυτή που μπορούσε να καλλιεργηθεί είτε με εποχικές καλλιέργειες ή με πιο μόνιμες καλλιέργειες και δη με οπωροφόρα δέντρα, αλλά ανεξαρτήτως είδους καλλιέργειας, επρόκειτο για γη η οποία μπορούσε να παράγει εισόδημα προς τον γαιοκτήμονα. Η άγονη γη είχε εξαιρετικά περιορισμένο εύρος χρήσης και συνήθως ήταν ξεγραμμένη. Γι’ αυτό η προίκα η οποία προοριζόταν για τις κόρες, αλλά και η περιουσία που θα παραλάμβαναν οι υιοί οι οποίοι θα συνέχιζαν την γεωργοκτηνοτροφική ενασχόληση ως επάγγελμα, αποτελείτο από εύφορη γη.

Η άγονη γη συνήθως μεταβιβαζόταν στους υιούς που δεν ήταν άξιοι να ασχοληθούν επαγγελματικά με τη γη ή σε αυτούς που ήταν τόσο άξιοι για να σπουδάσουν και που θα είχαν σαν προίκα τη μόρφωση τους και όχι κάποιο αξιόλογο κομμάτι γης. Φυσικά η τύχη το έφερε και πρωτευόντως λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, και δευτερεύυόντως λόγω της μετάλλαξης της κυπριακής οικονομίας, πολλοί «αχμάκηδες» βρέθηκαν να είναι με «εύφορες» άγονες παραθαλάσσιες εκτάσεις, ενώ «νούσιμοι» βρέθηκαν με «άγονες» εύφορες εκτάσεις. Οι παραθαλάσσιες εκτάσεις έγιναν τουριστικές, ενώ τα περιβόλια ήταν πλέον πασέ αφού τα φρούτα όλα εισάγονται. Γι’ αυτό και η γη άλλαξε. Εκεί που παρήγαγε εισόδημα στον ιδιοκτήτη, μετατράπηκε σε ένα πιο σπεκουλαδόρικο μέσο όπου το κάθε τι έπαιζε, με κύριο στόχο την υπεραξία. Έτσι οι εισοδηματικές αποδόσεις τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα από τους πολλούς, οι οποίοι έβλεπαν σχεδόν αποκλειστικά τις κεφαλαιουχικές αποδόσεις. Το απόφθεγμα άλλωστε είναι γνωστό: «η γη πάντα βάλλει πάνω…», εννοώντας φυσικά υπεραξία αφού δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να δεχτεί πως η αξία της γης μπορεί να πάει και κάτω.

Εδώ μάλιστα υπάρχει και η παγκόσμια πρωτοτυπία να μιλάνε για «ετήσια ΦΥΣΙΚΗ αύξηση», που εμένα μαθηματικά δεν με χαλά αν υπήρχε και η παραδοχή πως αυτή θα μπορούσε να είναι και αρνητική. Αλλά η λέξη «φυσική» παραπέμπει καθαρά στο ό,τι βρέξει – χιονίσει η γη έχει μια έμφυτη μόνιμη αύξηση στην αξία της. Οι επιλογές των ιδιοκτητών λοιπόν αν και φαινομενικά πολλές, στην πραγματικότητα περιορίζονταν στο να καθίσουν «κλούβα» και να περιμένουν τον περίγυρο να δώσει στην περιουσία τους υπεραξία με τις διάφορες αναπτύξεις στις οποίες προέβαινε και άμα έφτανε η ώρα που αυτοί θεωρούσαν «καλή» πουλούσαν μέρος της περιουσίας τους ή ανάπτυσσαν μέρος αυτής με καμιά αντιπαροχή ή απευθείας μόνοι τους μέχρι το επόμενο στάδιο. Φυσικά, πάντα υπήρχαν και αυτοί οι οποίοι θεωρούσαν πως αποτελεί μεγάλη υπόθεση το να έχεις εισοδηματικές αποδόσεις και μεριμνούσαν να έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους διαμερίσματα ή/ και γραφεία ή/ και καταστήματα τα οποία ενοικίαζαν, έχοντας έτσι επιπλέον εισοδήματα. Αλλά συνήθως αυτοί ήταν κάτω από τα ραντάρ και γνωστοί στους... γνώστες.

Η πρακτική της αγοράς γης και η μεταπώλησή της δαπανώντας το ελάχιστο δυνατό ποσό για αναβάθμισή της στο μεσοδιάστημα, ήταν αρκετά κοινή μιας και είναι γνωστό πως σαν λαός επιζητούμε το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος όσο πιο γρήγορα γίνεται – αν γίνεται χθες – και αν είναι δυνατόν με μηδενικό κόστος. Όταν αυτή η πρακτική μετουσιώθηκε σε «εξαγωγή» του κέρδους με δανεισμό και υποθήκη αντί με πώληση, τότε ήταν που τα πράγματα πήραν τη λάθος γραμμή του τρένου ενός τρένου που κατέληγε σε γκρεμό. Για κάποιους από αυτούς φυσικά που ήταν μισο- διανοούμενοι γυρόφερνε επιλεκτικά στο νου τους ο Καβάφης που μας είπε πως «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι…», αλλά αν μικροί διάβαζαν λίγο Ιούλιο Βερν θα μάθαιναν πως «όταν ένα ταξίδι αρχίζει άσχημα σπάνια τελειώνει καλά…», ή αν ήταν το άλλο μισό διανοούμενοι θα ήξεραν πως «Ένα ταξίδι είναι σαν τον γάμο: ο σίγουρος τρόπος να κάνεις λάθος είναι να νομίζεις ότι είναι υπό τον έλεγχό σου…», όπως είπε ο Νομπελίστας Αμερικανός συγγραφέας Τζων Στάινμπεκ.

Σήμερα έχουμε ακόμα γαιοκτήμονες. Είναι αυτοί που απέκτησαν τη γη των άλλων όταν το τρένο των τελευταίων έπεσε στον γκρεμό, και είναι και οι πιο λίγοι που ζούνε με το απόφθεγμα πως «οι μοναχικοί άνθρωποι είναι οι καλύτεροι ταξιδιώτες», όπως είπε και ο PaulTheroux, άλλος Αμερικανός συγγραφέας. Οι πρώτοι θέλουν απλά να πουλήσουν δεν τους ενδιαφέρει η γαιοκτημοσύνη. Οι δεύτεροι όμως προβληματίζονται λέγοντας, «καλά και αν πουλήσω, τι θα κάνω τα λεφτά;». Και έρχονται πίσω στην αρχή του κύκλου. Ότι δηλαδή θα πρέπει να κάνουν τη γη τους και πάλι παραγωγική. Και όταν το δούμε υπό αυτό τον φακό, τότε ξεκινάνε να γεννιούνται ιδέες. Ιδέες ενταγμένες στο σύγχρονο περιβάλλον.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Ανδρέα Ανδρέου

Ανδρέας Ανδρέου: Τελευταία Ενημέρωση

X