ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Θα χαλάλιζα άλλη μια ζωή!

«Μπορώ να καθίσω για λίγο μαζί σας;», άκουσα μια φωνή από πάνω μου. Σούρουπο Μεγάλης Τετάρτης, πήρα κάτι που ήθελα από την υπεραγορά απέναντι κι κάθισα στην καφετέρια για ένα γρήγορο καφέ πριν επιστρέψω στο γραφείο. Το κεφάλι μου έκανε μια αργή κίνηση προς τα πάνω και τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του. Γαλάζια. Σαν από ραγισμένο γυαλί, όμως. Τα «κομμάτια» τους μετρούσαν οκτώ με εννιά δεκαετίες. «Παρακαλώ, καθίστε» απάντησα, νομίζω σχεδόν αμέσως, μόνο που εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως όλα γινόντουσαν σε αργή κίνηση σαν σε κινηματογράφο. Προσπαθούσα να καταλάβω ποιον μου θύμιζε εκείνο το πρόσωπο με τα ραγισμένα μάτια, τα βαθουλωμένα μάγουλα και τα κοκαλιάρικα χέρια. Ρούφηξα βαθιά όσο οξυγόνο μπορούσα, για να βγάλω τον εγκέφαλο μου από εκείνη τη, σχεδόν μεταφυσική, θολούρα και ρώτησα: «Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;». «Σε τίποτα», απάντησε. Έφερε το δεξί του χέρι, έπιασε με την παλάμη του τον αριστερό του ώμο κι ακούμπησε επάνω το πηγούνι του. Έτσι όπως το κεφάλι του είχε κλίση προς τα κάτω, για να με κοιτάζει στα μάτια τα σήκωνε ψηλά. Ένιωσα λίγο αμήχανα. «Να σας κεράσω κάτι; Ένα καφέ, ένα τσάι;», ρώτησα σαν να προσπαθούσα να μαντέψω τι ερχόταν. «Ευχαριστώ, θα πρέπει να φύγω σε λίγο, ο εγγονός μου με περιμένει στο αυτοκίνητο», έδειξε το παρκινγκ και συνέχισε, μ’ ένα λόγο που ομολογούσε άνθρωπο διαβασμένο: «Θα ήταν σήμερα 64 χρονών, ο γιος μου. Εσύ γεννήθηκες το ’58 κι εκείνος το ’55. Σκοτώθηκε στην Κερύνεια τις πρώτες μέρες της εισβολής. Ο φάκελός του είναι μέχρι σήμερα άδειος, όπως η ζωή μου από τότε. Ένα πράγμα με κρατούσε μέχρι σήμερα ζωντανό. Η προσμονή ότι αύριο, μεθαύριο, μια μέρα προσεχώς, θα χτυπήσει και η δική μου πόρτα για να με ενημερώσουν ότι βρέθηκαν τα λείψανά του. Να τα προσκυνήσω και να τα πάω να τα θα θάψω με αυτά της μάνας του, όπως της υποσχέθηκα πριν κλείσει τα μάτια της. «Να τον περιμένεις», μου είχε παραγγείλει με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Εσύ τουλάχιστον πρέπει να αντέξεις, να τον υποδεχτείς, όταν μας τον φέρουν». Ήξερε ότι δεν ήταν ζωντανός, από τις πρώτες εκείνες μέρες της εισβολής, όταν και χάθηκαν τα ίχνη του. «Κι όταν τον φέρουν, να του δώσεις κι από μένα ένα φιλί στο μέτωπο, όπως φιλάνε τους ήρωες. Και να βάλεις στο κασελάκι του κι αυτό το μαντηλάκι που σκούπιζα τα δάκρυά μου από τον καταραμένο εκείνο Ιούλη μέχρι σήμερα», μου είπε, έπιασε το χέρι μου, το φίλησε, έκλεισε τα μάτια της κι έφυγε»… «Τώρα είναι η σειρά σου», είπε ο παππούς, καθώς έβλεπε τα δάκρυα μου να κυλούν βουβά από τα μάτια μου. «Είναι από το 1995 που άρχισες να γράφεις για τους αγνοούμενους κι εγώ από τότε είναι που κλαίω. Έχω διαβάσει όλα όσα έχεις γράψει, στις «Σελίδες», στον «Πολίτη» και στην «Καθημερινή», εκατοντάδες ρεπορτάζ και άρθρα κι έχω αντιληφθεί τι έγινε και φτάσαμε σήμερα σε ένα αδιέξοδο και με χίλιους αγνοούμενους στα αζήτητα. Τα έγραψες, αλλά είναι λες και κανείς δεν τα διάβαζε. Για τις φατρίες με τους καρεκλοκένταυρους, τους καριερίστες που καθόντουσαν πάνω στους φακέλους των αγνοουμένων. Για τους απατεώνες της ΔΕΑ και την Κιουτσιούκ που επέβαλε την τουρκική τακτική, προσπαθώντας να κλείσει το ζήτημα. Και τα κατάφερε. Πόσο άραγε θα κρατήσει αυτό το φιάσκο; Πότε θα βρεθεί ένας τίμιος, ένας αξιοπρεπής πρόεδρος να καθαρίσει αυτό το βόθρο;». Εκείνη τη στιγμή βρήκα ποιον μου θύμιζε. Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, του Φράνκο Τζεφιρέλι. Είχε όμως γεράσει … «Το όνομά σας;» ψέλλισα. «Δεν χρειάζεται. Καλό βράδυ. Κι αν δεν σε ξαναδώ να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ σαν το γιο μου», είπε, φόρεσε το κασκέτο του κι έφυγε. Μόνο για τα τελευταία του αυτά λόγια, θα χαλάλιζα άλλη μια ζωή!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
X