ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κάποια μαγική νύχτα…

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Καθώς πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονος και ρωτούσε συνέχεια, από πού θα μπει, πώς θα κατέβει, τι θα μας αφήσει; Απαντήσεις δεν έπαιρνε και αυτό τον θύμωνε, «μα, γιατί δεν μου απαντάς; Ρωτάω, από πού θα μπει;». Τι κι αν ρωτούσε, απάντηση δεν έπαιρνε. Καταλάβαινε, βέβαια, ότι από την καμινάδα δεν θα έμπαινε, διότι τζάκι δεν είχαν, από τη σόμπα αποκλείεται, δεν χωράει με τίποτα, δεν ήταν δα και μάγος. άρα… «Μωρέ», σκέφτηκε, «τι τους ρωτάω, από την πόρτα θα μπει, πόσο βλάκας είμαι!», και αμέσως έριξε το φταίξιμο σε εκείνα τα εικονογραφημένα παραμύθια και τις ταινίες τις αμερικάνικες, που τον μπέρδευαν.

Όχι, μη φανταστείτε, ο μικρός ήταν αρκούντως έξυπνος για να πιστεύει ότι υπήρχε Άγιος Βασίλης, ήξερε ότι δεν υπάρχει, αλλά του άρεσε να το βλέπει έτσι. Ξεγελούσε τον εαυτό του και νόμιζε ότι ξεγελάει και τη μάνα του, που δεν του έδινε ποτέ απάντηση. Όπως και να ’χει, όσο πλησίαζαν οι γιορτές σκεφτόταν πώς θα περάσουν ευχάριστα, τι θα έτρωγαν, τι θα φορούσε όταν θα έβγαινε να πει τα κάλαντα και τι θα έκανε τα χρήματα που θα μάζευε. Αν ήταν αρκετά, θα αγόραζε παπούτσια –καλά δεν υπολόγιζε πολύ σε αυτή την περίπτωση, ήξερε ότι περνάει κρίση ο κόσμος και η γειτονιά δεν ήταν και μεγάλη, ούτε πολύ πλούσια –, αν ήταν λιγότερα ίσως να έπαιρνε κανένα παιχνίδι, από εκείνα τα φτηνά, μη φανταστείτε σπουδαία πράγματα και τεχνολογίες… Αν πάλι δεν κατάφερνε να μαζέψει ούτε τα λίγα που χρειαζόντουσαν για ένα φτηνό παιχνίδι, με ό,τι έβγαζε θα έπαιρνε μια σοκολάτα, ίσως και τρεις… ναι, μάλλον τρεις… σίγουρα θα έφταναν τα χρήματα για τρεις μεγάλες σοκολάτες.

Και ξέρετε πού είναι το παράξενο; Περισσότερο σκεφτόταν τις σοκολάτες, παρά τα παπούτσια και το φτηνό παιχνίδι. Ναι, εκείνες τις τρεις σοκολάτες ήταν βέβαιος ότι θα κατάφερνε να τις αγοράσει. Μάλλον, επειδή ήξερε ότι θα κατάφερνε να τις πάρει, ενώ τα άλλα μάλλον απομακρυσμένο το σενάριο, κάλιο πέντε και στο χέρι… έτσι που λέτε, περίμενε πώς και πώς τα κάλαντα… «Ουπς», τινάχτηκε από το κρεβάτι του ένα βράδυ… «δεν ξέρω τα κάλαντα, πώς θα πάρω τις σοκολάτες, πώς θα τα πω, που λένε, τι θα κάνω;»... εκείνο το βράδυ ήταν τόσο μακρύ, διότι έπρεπε να βρει λύση. Πώς θα μάθαινε τα κάλαντα. Περίεργο δεν είναι να μην ξέρει κάποιος τα κάλαντα; Ε, είναι, όταν μάλιστα έχει κάνει κανείς πλάνο για το πού θα ξοδέψεις τα χρήματα, είναι παράξενο.

Τέλος πάντων, σκέψου να σκεφτείς, αποφάσισε ότι την επομένη το πρωί θα ζητούσε από κάποιον συμμαθητή του να του γράψει σε ένα χαρτί τα λόγια και εκείνος θα καθόταν να τα μάθει. Άλλωστε, στο σχολείο κουτσά στραβά είχε αρχίσει να μαθαίνει τα ελληνικά, και είχε δει τι συνέβαινε τα Χριστούγεννα, μπορεί να ήταν πιο μικρός, αλλά είχε δώσει σημασία στα κόκκινα σκουφιά, στα χριστουγεννιάτικα δεντράκια και σε πολλά άλλα χρωματιστά, που έκαναν πέρυσι στο νηπιαγωγείο που πήγαινε και μιλώντας με τους φίλους του έμαθε ότι εκείνες τις μέρες, μικρές παρέες, αδέλφια, φίλοι από το πρωί έβγαιναν στη γύρα και ξυπνούσαν τον κόσμο για «να τα πουν»! και έβγαζαν και το χαρτζιλίκι τους, άλλοτε πολλά και άλλοτε λιγότερα.

Βέβαια, καταλάβαινε ότι πολλά από τα κέρδη ήταν από ίδια έσοδα, δηλαδή από πατεράδες, μανάδες, παππούδες, γιαγιάδες, θείες και θείους, νονές και νονούς. Αυτός δεν είχε τέτοια, ήταν μόνο με τη μητέρα του, ο πατέρας του είχε σκοτωθεί ένα πρωινό κάποιου Δεκέμβρη, κάπου σε κάποια μακρινή χώρα, όπου δεν είχαν Χριστούγεννα, δεν είχαν Άγιο Βασίλη, και είχαν άλλη γλώσσα, αλλά η μάνα του του έλεγε ότι πάντοτε ο πατέρας του θα έρχεται, δεν χρειάζεται να ξέρει περισσότερα, απλώς να περιμένει και κάποια νύχτα μαγική, θα το νιώσει και θα πρέπει να έχει απλώς τρεις σοκολάτες για να τις μοιραστούν. Αρκούσε να μάθει το «Καλήν εσπέρα…»

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση

X