ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πρωινό μετά από 46 χρόνια

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Πέρασαν 46 χρόνια από εκείνη την ημέρα, και το ημερολόγιο στον τοίχο της προσφυγικής κατοικίας είχε κολλήσει στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. Κανείς δεν διανοείτο να το ξεκρεμάσει από τον τοίχο, κι ας ήταν ημερολόγιο από κατάστημα οπτικών, κι ας είχε περάσει προ πολλού η ημερομηνία που αναγραφόταν στο χαρτί, μαζί με το σλόγκαν «Τι κι αν πέρασε το καλοκαίρι. Προστατεύουμε τα μάτια μας από τον ήλιο!».

Όλοι ήξεραν και κανείς δεν ρωτούσε, γιατί έμεινε στις 29 Σεπτεμβρίου του 2015 το ημερολόγιο. Ήταν εκείνη την ημέρα που μετά από σαράντα τόσα χρόνια, ξάπλωσε και κοιμήθηκε μεσημέρι, και μετά που ξύπνησε απόλαυσε τον καφέ της, τρίβοντας λίγο βασιλικό στο χέρι της. «Αχ, αυτό το άρωμά του, πόσο μ’ αρέσει…». Όλοι απόρησαν, κανείς δεν το πίστευε ότι μετά από εκείνο το τηλεφώνημα θα είχε τη δύναμη να κοιμηθεί, «μα, είναι δυνατόν», αναρωτιόντουσαν.

Εκείνο το απόγευμα δεν έγιναν πολλά, μετά που ξύπνησε και αφότου ήπιε τον καφέ της, ζήτησε να την αφήσουν μόνη της, έδωσε παραγγελία μόνο, το πρωί να είναι εκεί όλοι, στις 8 το πρωί, ούτε λεπτό αργότερα, «λαλώ σας, στες οκτώ να είστε δαμέ, ούλοι!». Πρώτη φορά, την άκουγαν να είναι τόσο επιτακτική και απόλυτη, απόρησαν, αλλά δεν έφεραν αντίρρηση, «στις 8 θέλεις, στις 8 παρά πέντε θα είμαστε εδώ»!

Πραγματικά, την επομένη το πρωί, όλοι ήταν εκεί. Εκείνη είχε σηκωθεί από τα χαράματα και είχε προετοιμάσει πρωινό για όλους, γάλα, αβγά, μαρμελάδα από χρυσόμηλο, καπίρες και είχε έτοιμο το μπρίκι για να ψήσει καφέ σε όποιον το ήθελε…

Μπήκαν όλοι στην κουζίνα και κάθισαν στο τραπέζι. «Καφέ ποιος θέλει;», ρώτησε. Ήθελαν όλοι, ετοίμασε σε όλους και για πρώτη φορά χρησιμοποίησε ένα καινούργιο σερβίτσιο για να φάνε το πρωινό τους. Αυτό το σερβίτσιο ήταν σε μία κούτα, φυλαγμένο μαζί με άλλα 3-4 κουτιά με κεραμικά πιάτα, ποτήρια, βάζα, πετσέτες και άλλα παρόμοια. Κανείς ποτέ δεν άνοιγε εκείνο το ντουλάπι, μόνο εκείνη, ίσα-ίσα για να το αερίσει.

Εκείνο το πρωινό, λοιπόν, για πρώτη φορά εδώ και τριάντα τόσα χρόνια, άνοιξε το ντουλάπι, βγήκαν οι κούτες, χρησιμοποιήθηκαν τα σερβίτσια, και στο μικρό μπαλκονάκι στέγνωνε μια κατάλευκη, βαμβακερή πετσέτα…

Για κάμποση ώρα κανείς δεν μιλούσε, δεν ρώτησε κανείς τίποτε. Όλοι ήξεραν, αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτε. Είναι κάτι τέτοιες ώρες που η σιωπή είναι σανίδα σωτηρίας από τη βύθιση στο πέλαγος της μνήμης. Όταν τελείωσε το πρωινό της, σηκώθηκε από τη θέση της και βγήκε στο μπαλκόνι, μάζεψε τη στεγνή πετσέτα και μπήκε στο άλλο δωμάτιο. Οι υπόλοιποι έμειναν στην κουζίνα, περιμένοντας να τελειώσει αυτή η περίεργη ιεροτελεστία, την οποία δεν καταλάβαιναν, αλλά ένιωθαν ότι έπρεπε να είναι μέρος της.

Στο άλλο δωμάτιο, εκείνη χτένιζε τα μαλλιά της, αφού είχε φορέσει ένα σκουρόχρωμο φουστάνι με ομοιόχρωμο πουκάμισο και ζακέτα… Τους φώναξε όλους στο σαλόνι, στεκόταν στην πόρτα, και στο ένα χέρι κρατούσε μία τσάντα, ξεχώριζε η πετσέτα, ένα μαντήλι και ένα κομμάτι χαρτί, σαν το γράμμα. «Πάμε, ήρθε η ώρα, θα μας περιμένει και έχουμε ήδη αργήσει… περίμενε πολύ», είπε. Κατέβηκαν από τις σκάλες, δεν είχε ακόμα κλείσει ο διαγωνισμός για την τοποθέτηση ασανσέρ, και μπήκαν στα αυτοκίνητά τους. Μετά από λίγο, έφτασαν στο αεροδρόμιο, εκεί που πριν από 46 χρόνια είχαν ξαναβρεθεί όλοι μαζί. Φυσικά, δεν το θυμόντουσαν όλοι, αλλά όντως είχε συμβεί, «Από τες Αθήνες έρχεται, δάσκαλος ακούεις»… έλεγε τότε όλο καμάρι.

Παγωμάρα, κοντοστάθηκε για λίγο, έφτιαξε τα μαλλιά της και πέρασε την πόρτα. Εκεί είδε το δασκαλούι της, να της γνέφει… και εκείνη έβγαλε το μαντήλι, όχι για να σκουπίσει τα μάτια της, αλλά για να τον χαιρετήσει… Μπήκαν σε μία αίθουσα, μάλλον ψυχρή θα την έλεγε κανείς, αποστειρωμένη. Έβγαλε την πετσέτα, της έδωσαν ένα κασελάκι, σκούπισε με το μαντήλι τα μάτια της, τύλιξε το περιεχόμενο με τη φρεσκοπλυμένη πετσέτα, και μαζί έβαλε το γράμμα, «Σε περίμενα, σήμερα φάγαμε όλοι μαζί πρωινό, δεν ήρθες, σε καθυστέρησαν. Σε αγαπώ».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση

X