ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Στον κόσμον δεν ηξεύρουν ίντα συντιχάννομεν

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Πρέπει να ήμουν 10-12 ετών και πολλά από τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε οικογενειακώς στο χωριό του πατέρα μου, ένα μικρό ημιορεινό χωριό στη Δυτική Κρήτη, όπου οι παραδόσεις εν πολλοίς είχαν μείνει ανέγγιχτες. Κάποιο απόγευμα, που λέτε, ο παππούς μου έπρεπε να φτιάξει κάτι στην κρεβατίνα στην αυλή του σώσπιτου, δηλαδή στην κληματαριά που βρισκόταν στην αυλή του πίσω σπιτιού.

Ανέβηκε ο παππούς στη σκάλα και από κάτω η γιαγιά μου, η έχουσα δηλαδή το γενικό πρόσταγμα, εγώ δίπλα της να παρακολουθώ: Σε κάποια στιγμή ακούω τον παππού να ρωτάει: «επαέ σου σερβίρει;» και η γιαγιά μου να ελέγχει και να λέει: «Όι, όι, πλια δεξιά», και αφού ο παππούς μετακινούσε λίγο πιο δεξιά κάτι που κρατούσε ξαναρωτούσε: «Εδά;» και πάλι η γιαγιά ξανακοιτούσε και δεν συναινούσε: «όι, όι, όθε μπροστά, λίγα-λίγα». Ο υπομονετικός παππούς και πράος Κουρουπαποστόλης, μετακίνησε αυτό το κάτι, λίγο πιο μπροστά και ξαναρώτησε: «Εδά;». Τώρα ήταν εντάξει, η γιαγιά συμφώνησε… «Εδά μού σερβίρει!». Εγώ, τόση ώρα προσπαθούσα πρώτον να καταλάβω τι έκανε εκεί πάνω ο παππούς μου, και τι είναι το σερβίρει… δεν έβλεπα πιάτα, ποτήρια και δεν ήξερα ποιος και τι σερβίρει… τελικά ρώτησα… «Ποιος σερβίρει, ρε γιαγιά;»… «Κιανένας!»… «και το σερβίρω;», ξαναρώτησα… «πράμα, πράμα», έπρεπε να προχωρήσουν οι δουλειές, διότι πλησίαζε η εποχή που άκουγα την ευχή «Καλά διάφορα» και στην αυλή του σώσπιτου ήταν το πατητήρι, και μέσα στο σώσπιτο τα βαρέλια με το κρασί, οι νταμιτζάνες με την τσικουδιά και χίλια δυο άλλα μπιζόρδινα, της γιαγιάς και του παππού…

Τελικά, από τα συμφραζόμενα άλλης συζήτησης, κάποιο άλλο Σαββατοκύριακο, κατάλαβα ότι το «σερβίρω» στο ιδιόλεκτο της περιοχής σήμαινε «σου είναι χρήσιμο εδώ, σε βολεύει». Οι γονείς μου δεν μιλούσαν ιδιαίτερα τη διάλεκτο, αλλά και στην πόλη ήταν κάπως να μιλάει κανείς σαν χωριάτης… βλέπετε τα Χανιά ήταν πρωτεύουσα κάποτε της Κρήτης, εκεί είχαν την έδρα τους προξενεία, τράπεζες, μεγάλες αστικές οικογένειες… ε, δεν ήταν σωστό κάποιος να μιλάει τη διάλεκτο. Ωστόσο, το λεξιλόγιο και εκείνη η περίεργη χανιώτικη προφορά της πόλης δεν έλεγαν να παραδώσουν τα όπλα τους και η συνεχής συναναστροφή μου με τη γιαγιά και τον παππού στο χωριό με έκαναν τρόπο τινά φυσικό ομιλητή της κρητικής διαλέκτου. Τα κρητικά βέβαια χάνονταν, όσο έφευγαν οι παλαιότερες γενιές τόσο αποδυναμωνόταν η διάλεκτος… ξαφνικά η αναβίωση της κρητικής μουσικής, η ενδυνάμωση των λαογραφικών ομίλων και των κέντρων ερευνών άρχισαν να βοηθούν και ενώ εν πολλοίς η γνήσια προφορά είχε χαθεί, μεγάλο μέρος του λεξιλογίου είχε περιπέσει σε αχρηστία, η διάλεκτος παρέμενε ζωντανή…

Πλέον η κρητική διάλεκτος μπήκε στο πανεπιστήμιο, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μάλιστα, στα ερωτηματολόγια που μοίρασε η καθηγήτρια Μαρίνα Τζακώστα τις θετικότερες αντιδράσεις είχαν οι Κύπριοι φοιτητές. Και δεν είναι να ρωτάει κανείς πώς και έτσι. Η κυπριακή διάλεκτος ζει, δεν διατρέχει τον κίνδυνο προς ώρας έλλειψης φυσικών ομιλητών, ζουν ακόμα άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που μπορούν να βοηθήσουν να μη χαθούν λέξεις. Εντάξει, μερικές, όπως το ίλαντρον/ ύλαντρον του Μιχαηλίδη μπορεί να μην ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει, αλλά χιλιάδες άλλες μπορούμε. Να έργο τεράστιας σημασίας.

Μπορούν άραγε όλοι οι γλωσσολόγοι του νησιού, μαζί με λαογράφους, φιλόλογους, ιστορικούς, προγραμματιστές να φτιάξουν το Μέγα Λεξικόν της κυπριακής διαλέκτου, με παραρτήματα γραμματικής και συντακτικού της; Να τυποποιήσουμε το πώς τη γράφουμε, να δούμε τις διάφορες προτεινόμενες γραφές, να τη βάλουμε στο Πανεπιστήμιό μας, στα σχολεία μας; Ιδού κυπροφελές έργο και κλείνω: «[…] και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει […]», και «[…] Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι επήρεν το ξιφώτιν […]». Και αλλού: «Αντάν με είδεν έφεξεν/ τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν, τζ’ εφάνην κόσμος φωτερός. Αντάν μου χαμογέλασεν/ παράδεισος επλάστηκεν ομπρός μου τζ’ έμεινα ξερός» και μετά: «Ψες ταχειάς μου πάντηξε κι είπε πολλά τα έτη και ’θάρρουνα πως μου ’καμε του κόσμου το ραέτι». Όταν η διαλεκτική γλώσσα ξέρει να εκφράζεται τα λέει όλα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση

X