ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ένα βράδυ του Ιουνίου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Καθόταν στην άκρη ενός άδειου γηπέδου. Ήταν αργά το βράδυ. Φορούσε το χαρακτηριστικό κίτρινο γιλέκο των παρκαδόρων. Πρέπει να ΄τανε γύρω στα εβδομήντα. Ίσως και πιο λίγο, ίσως και περισσότερο. Πλάι του είχε τοποθετημένο ένα μπουζούκι, ενώ στα χέρια του κρατούσε μια κιθάρα. Μπροστά του ένα αναλόγιο μ’ ένα τετράδιο γεμάτο από στίχους τραγουδιών. Την ίδια ώρα, πιο πέρα από το γήπεδο, στην τάφρο Κωστάντζα, ο Γιάννης Αγγελάκας τραγουδούσε για τον…χαμένο που τα παίρνει όλα. Εκείνος όμως δεν έμοιαζε να ακούει άλλη μουσική πέρα από την μελωδία που σχημάτιζαν τα ρυτιδιασμένα δάχτυλά του πάνω στις χορδές και έδιναν σήμα στην γερασμένη του φωνή να αλλάξει ημιτόνιο.

“Τραγουδάτε ωραία”, του είπα κάνωντας στάση από το νυχτερινό μου περίπατο. “Να ΄σαι καλά κοπέλα μου”, μου απάντησε και μου πρόταξε μια άδεια καρέκλα που υπήρχε δίπλα του για να καθίσω. Δεν ήταν μια εικόνα που συναντούσα καθημερινά, αντιθέτως ήτανε από κείνες που μου διεγείρουν την περιέργεια να ανακαλύψω ποια ιστορία κρύβεται πίσω από τα μισοφωτισμένα χρώματά της. “Μόνος μου έμαθα να παίζω”, μου είπε μόλις κάθισα πλάι του. “Τώρα στα γεράματα”, συμπλήρωσε χαμογελαστά. “Ήτανε, βλέπεις, ένα απωθημένο, από παιδί ήθελα να τραγουδάω και να παίζω μουσική αλλά η ζωή με πήγε αλλού”. “Και πού σας πήγε η ζωή;” τον ρώτησα. Δούλευε χρόνια στην τράπεζα, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο με την ψευδαίσθηση της εξασφάλισης να του κεντάει καθημερινά το μοτίβο της ζωής του. Μέχρι που ήρθε η κρίση, η τράπεζα έκλεισε, εκείνος έχασε όλες τις οικονομίες του και έτσι κουρεμένος, στα πρόθυρα της σύνταξης πια, ένιωσε πως δεν του είχε απομείνει τίποτα άλλο για να εμπιστευτεί, παρά μόνο το παιδικό του απωθημένο. Και τότε άγόρασε κιθάρα, μετά μπουζούκι και πιο μετά ένα μπαγλαμά. Άρχισε να μελετάει μόνος του ενώ παράλληλα δούλευε σαν παρακόδορος. “Η γυναίκα μου έτσι κι αλλιώς φωνάζει όταν παίζω στο σπίτι.

Εδώ βρήκα την ησυχία μου”, μου λέει και γελάει. “Σ’αρέσει η Βιτάλη” με ρωτάει και πριν προλάβω να απαντήσω, αρχίζουμε να τραγουδάμε παρέα για ένα χειμωνιάτικο πρωινό, από κείνα τα πρωινά… που “ο αέρας φυσάει και σου ζητάει μια απόφαση ηρωική”. “Πριν μερικά χρόνια αρρώστησα”, μου είπε όταν τελειώσαμε το τραγούδι, “δεν ήταν κάτι σοβαρό, στην κλινική όμως που με πήγαν έκαναν λάθος και παρολίγο να πεθάνω”. Μου περιγράφει το όνειρο που είδε εκείνο το βράδυ που τον είχανε όλοι ξεγραμμένο. “Είδα την μακαρίτισσα την μάνα μου, και τον πατέρα μου, περνούσαν από μπροστά μου λες και ήτανε ζωντανοί και μου λέγανε ο ένας μετά τον άλλο να μην ανησυχώ, γιατί ακόμα δεν ήρθε η ώρα μου|”. “Καταλαβαίνεις τι σου λέω”, με ρωτάει.

Δεν είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινα και εννοώ πως δύσκολα καταλαβαίνει κανείς πως είναι να περπατάς στην γραμμή που ενώνει την ζωή με τον θάνατο. “Γι’αυτό με βλέπεις τώρα παρέα με το μπουζούκι και την κιθάρα μου και τα τραγούδια μου”, μου λέει. “Καταλαβαίνεις;” ρωτάει ξανά. Ναι καταλαβαίνω, του λέω, κι αυτό που καταλαβαίνω είναι κάτι περισσότερο από αυτό που εκείνος υποθέτει : πως μέσα στο βλέμμα του δεν κρύβεται μόνο η δική του ιστορία. Κρύβεται και η ιστορία ένα σωρό ανθρώπων που τώρα στα εβδομήντα, συν πλην κάτι, αισθάνονται πως τελικά χαράμισαν την δική τους μελωδία για χάρη μιας παράφωνης ορχήστρας κακοκουρδισμένων οργάνων, η οποία δεν έμαθε ποτέ να αναγνωρίζει τα ημιτόνια της ζωής. Γιατί απλούστατα ήθελε να κρατάει σε ύφεση όλα τα όνειρα που απειλούν τις προδιαγραφές των μετριοτήτων.

“Να ρθεις ξανά” μου είπε πριν τον καληνυχτίσω. “Εδώ θα είμαι, παρέα με την κιθάρα μου και τα τραγούδια μου”. “Θαρθώ” του απάντησα χωρίς ωστόσο να του ομολογήσω πως σε κάθε γρατσούνισμα του πάνω στην κιθάρα, αυτό το βράδυ του Ιούνη, άκουσα τον ήχο όλων των ανοιχτών πληγών αυτού του τόπου.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Ελένη Ξένου: Τελευταία Ενημέρωση

X