ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η δημοσιογραφία «εν τάφω»

Δυο «εραστές» με κυνηγούν όπου και αν βρεθώ από τα χρόνια της εφηβείας. Το δίδυμο ιστορία-πολιτική επιστήμη και η δημοσιογραφία είναι οι «έρωτες» που με συνοδεύουν πιστά ακόμη και στις πιο δύσκολες συγκυρίες. Με την δημοσιογραφία ξεκίνησα να ασχολούμαι στα παιδικά μου χρόνια, όταν στο Ζάππειο και στην συνέχεια στο Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης, στην μικρή κοινότητα μερικών δεκάδων ελληνόφωνων μαθητών, «κυκλοφορούσα» μικρά φυλλάδια, γραμμένα πολλές φορές «στο χέρι» τα οποία ονόμαζα «μαθητικές εφημερίδες». Η πιο σοβαρή, σε ερασιτεχνικό πάντα επίπεδο, ενασχόλησή μου με την τέχνη της δημοσιογραφίας ήρθε στα χρόνια του λυκείου, όταν τα πρώτα «μικρά» βραβεία δημιουργικής γραφής από τους διάφορους θεσμούς και κύκλους κριτών της Τουρκίας, ανέβασαν το ηθικό μου και με «έσπρωξαν» στην αποστολή μικρών ρεπορτάζ-δοκιμίων σε διάφορα αντιπολιτευόμενα μέσα της Τουρκίας.

Η πρώτη μεγάλη χαρά που μου παρείχε η δημοσίευση επώνυμων μικρών κειμένων σε έντυπα μέσα τα οποία απευθυνόταν σε μια κοινωνία 70 εκατομμυρίων, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σημάδεψε την έναρξη της πορείας μου στην δημοσιογραφία, η οποία στην συνέχεια πλαισιώθηκε από τις δημοσιογραφικές σπουδές στο Πάντειο και την «εξ αποστάσεως» συνεργασία με διάφορα ελληνικά, τουρκικά και ξένα μέσα ενημέρωσης. Το 2003 ήρθε η γνωριμία με την κυπριακή δημοσιογραφία όταν έπιασα δουλειά ως «μαθητευόμενος δημοσιογράφος» στον «Πολίτη» δίπλα στον «γκουρού» της κυπριακής δημοσιογραφίας τον Ανδρέα Παράσχο. Από το 2009 μέχρι σήμερα έχω την ευκαιρία να «συνομιλώ» με τον αναγνώστη από την ιστοδελίδα και την έντυπη έκδοση της «Καθημερινής», ενός μεγάλου ονόματος που καθόρισε την ιστορία της σύγχρονης δημοσιογραφίας της Ελλάδας και των Βαλκανίων.

Η δημοσιογραφική μου πορεία λοιπόν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το 2020 «εσωκλείει» πολλές εμπειρίες και αρκετές κρίσεις. Την περίοδο 1999-2002, παρακολούθησα το πρώτο κύμα της κατάρρευσης της τουρκικής δημοσιογραφίας εξαιτίας της μεγάλης κρίσης που έπληξε την γειτονική χώρα. Την περίοδο 2002-2005 παρακολούθησα τις ριζικές αλλαγές στον τουρκικό τύπο εξαιτίας της αλλαγής σκυτάλης στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Από το 2008 και μετά «βίωσα» την μεγάλη κατάρρευση στην ελληνική δημοσιογραφία και από το 2013 την κρίση που «χτύπησε» τον τομέα των εκδόσεων στην Κύπρο. Και μετά από μια μικρή ανάπαυλα που μας έδωσε την «ψευδαίσθηση» της επιστροφής στην «ομαλότητα» καταλήξαμε στη σημερινή πανδημία του κορωνοϊού, η οποία αφήνει για μια ακόμη φορά σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση χιλιάδες νοικοκυριά που στηρίζονται στους «μισθούς» των επαγγελματιών δημοσιογράφων και όλων των εργαζομένων στον τομέα της επικοινωνίας.

Πιστεύω ότι η κρίση του «σήμερα» διαφέρει από τις προηγούμενες αναταράξεις, και αυτό διότι οι διαστάσεις της είναι τόσο απρόβλεπτες που την παρούσα στιγμή «κανένας δεν βλέπει φως στο τέλος του τούνελ». Στα τουρκικά, όταν θέλουμε να αναφερθούμε στον σχεδιασμό ενός επιχειρησιακού πλάνου χρησιμοποιούμε πολύ συχνά τον όρο «önümüzü görmek» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «να δούμε τι υπάρχει μπροστά μας». Φοβάμαι πως ο εν λόγω όρος δεν ταιριάζει στη σημερινή κατάσταση. Οι διοικήσεις των μέσων ενημέρωσης πληροφορούν τους εργαζομένους τους ότι η μεγάλη ύφεση έχει «χτυπήσει» και τον δικό τους τομέα χωρίς όμως να διαφαίνεται μια ελπίδα για την μελλοντική βελτίωση της συνολικής εικόνας. Την ίδια στιγμή οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η πανδημία θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2021. Οι εργαζόμενοι λοιπόν δεν μπορούν παρά να παρακολουθούν από θέση θεατή τα τεκταινόμενα που ορίζουν το μέλλον τους. Με λίγα λόγια, «δεν είμαστε σε θέση να δούμε τι υπάρχει μπροστά μας».

Εφόσον λοιπόν η κρίση που μας πλήττει σήμερα είναι πρωτόγνωρη και οι διοικήσεις των μέσων αδυνατούν να παρέχουν λύσεις στα προβλήματα, το ερώτημα που προκύπτει είναι ένα. Πως θα επιβιώσουν οι εργαζόμενοι της βιομηχανίας της ενημέρωσης κατά την διάρκεια της συγκεκριμένης κρίσης; Προσωπική μου άποψη είναι ότι το συγκεκριμένο ερώτημα έχει ως «αποδέκτη» το «κράτος» και τους ίδιους τους εργαζομένους των ΜΜΕ. Αν η ελεύθερη ενημέρωση και η έκφραση λόγου είναι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και εφόσον η πρόσβαση στην ενημέρωση καθίσταται ακόμη πιο σημαντική σε καιρούς κρίσης τότε το κράτος, πέρα από τα «θέλω» και τα σχέδια των κεφαλαιοκρατών, έχει την βασική υποχρέωση να εστιάσει την προσοχή του στην αποκαρδιωτική καθημερινότητα των εργαζομένων των ΜΜΕ. Μπορεί κατά τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας να πραγματοποιήθηκαν κάποια βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο το σίγουρο είναι το επόμενο διάστημα θα υπάρξει ανάγκη για πιο περιεκτικά μέτρα στήριξης.

Την ίδια ώρα, όλοι οι εργαζόμενοι των κυπριακών μέσων καλούνται μια ώρα αρχύτερα να κατανοήσουν την σημασία της συμπαράστασης, της οργάνωσης και της κοινής δράσης. Θεσμοί όπως η Ένωση Συντακτών θα μπορούσαν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν, όπως λ.χ. η εξασφάλιση του κατώτατου μισθού, ο περιορισμός των περικοπών κ.ο.κ.

Ταπεινή μου άποψη είναι ότι χωρίς την χείρα βοηθείας του κράτους και την οργάνωση της «εργατιάς» ο αγώνας θα χαθεί προτού καν να έχει ξεκινήσει για χιλιάδες νοικοκυριά. Αν γίνει πραγματικότητα το χειρότερο σενάριο, τότε δεν αποκλείεται να παραμείνουν στο δημοσιογραφικό τοπίο μερικοί μόνο «Δον Κιχώτες» σαν και εμένα που θα επιστρέψουν στα μαθητικά φυλλάδια-εφημερίδες για να καλύψουν το «η ζωή εν τάφω» της δημοσιογραφίας και μια «Ανάσταση» που πολύ φοβάμαι δεν θα έρθει ποτέ.

ΥΓ. Μαζί με την «εργατιά» των ΜΜΕ των ελεύθερων περιοχών τον δικό τους Γολγοθά αντιμετωπίζουν και χιλιάδες συνάδελφοι στο βόρειο τμήμα του νησιού. Καιρός να προβληματιστούμε για κοινή δράση σε αυτόν τον μικρό τόπο, για να σωθεί ότι μπορεί να σωθεί από την «μεγάλη πυρκαγιά».