ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

«Το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει…» έλεγε τις προάλλες βασανισμένος λεβεντο-παππούς, ο οποίος ένιωσε στο πετσί και την πούγκα του, την «πυρά» των φονικών και καταστροφικών πυρκαγιών, πριν από πέντε χρόνια στην περιοχή της Σολιάς. «Πέρασε το κακό και μας ξέχασαν όλοι...» για να συμπληρώσει με μια κραυγή από τα βάθη της ψυχής του «ευτυχώς...». Ο καλοκάγαθος άνθρωπος συνεχίζει την αξιοπρεπή ήσυχη ζωή του, στο αγαπημένο του χωριό, παίζοντας τάβλι και χαρτιά στους καφενέδες και απολαμβάνοντας την αγαπημένη του ζιβανία. Περιμένει τις γιορτές και τις αργίες, για να έλθουν στο χωριό τα λατρεμένα του παιδιά και εγγόνια από την πόλη και προσεύχεται για τα παιδιά του και όλο τον κόσμο. Τα χιονισμένα του μαλλιά, οι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του και οι ρόζοι στα χέρια του τον έκαναν σοφό και ξέρει πλέον καλά ότι «το λαμπρό κρούζει μόνο εκεί που πέφτει» και ήδη ξέχασε τα κούφια τα λόγια τα μεγάλα.

Οι πρωτοφανείς σε έκταση και ένταση πυρκαγιές στην Ελλάδα και οι 24ωρες ζωντανές μεταδόσεις από τις τηλεοράσεις και τα άλλα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης προκαλούν συγκλονισμό και αναταραχή. Ωστόσο, όλα διαρκούν τόσο λίγο, όσο ο φόβος μήπως και το κακό ξεσπάσει και στο σπίτι μας, στη γειτονιά μας, στο χωριό μας ή στην Κύπρο μας. Λίγο οι Ολυμπιακοί Αγώνες, λίγο το ποδόσφαιρο, περισσότερο οι διακοπές και οι παραλίες και όλα γρήγορα ξεχνιούνται. Μόνο οι «αδκιασεροί» καφενόβιοι, οι οποίοι φιλοσοφούν «μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας» μονολογούν ότι «το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει...» και αλλάζουν γρήγορα κουβέντα, για να μη χάσουν ούτε και ένα δευτερόλεπτο από το ραχάτι τους.

Η κουβέντα του καφενέ επεκτείνεται στα προσωπικά δράματα των ανθρώπων, οι οποίοι «κρούζουν» από τις απώλειες αγαπημένων τους προσώπων, από τις ασθένειες μικρές και μεγάλες και από τις προσωπικές αποτυχίες στη ζωή, οι οποίες δεν κάνουν εξαιρέσεις, ούτε σε πλούσιους, ούτε σε φτωχούς. Ο πονεμένος άνθρωπος, ο οποίος έχασε το παιδί του, μοιρολογεί και λέει: «Ο Θεός να μη δείξει κανενού, αυτά τα οποία περνώ… Εμείς καλά περάσαμε και σύντομα θα φύγουμε και εμείς από αυτό τον κόσμο. Η έγνοια μου είναι τι θα γίνουν τα παιδιά μου και τα παιδιά του κόσμου όλου, με τούτες ούλες τις αρρώστιες, τις θεομηνίες και τους πολέμους...».

«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε» διερωτήθηκε ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης για να συμπληρώσει: «Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις –το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ’ναι πολύ αργά...». Η ζωή είναι ωραία, έχει πολλές χαρές, αλλά και δίνει και κάτι «στραό-πατσους» που απλά σηκώνεις τα χέρια και παραδίδεσαι στο υπερπέραν, στον Θεό. Η ζωή του ανθρώπου είναι όπως το άνθος του αγρού, το οποίο μια μέρα αναδίνει θεϊκές μυρωδιές και παραδείσιες ομορφιές και την άλλη μέρα ξεραίνεται και διαλύεται.

Ο πόνος και η θλίψη δεν αντέχονται, όσο και αν φιλοσοφήσει κανείς τη ζωή, όσο θάρρος και αν διαθέτει, όσα πλούτη και όση δόξα και αν έχει. Το δύσκολο και πάντα αναπάντητο «γιατί» αναδύεται μετά από κάθε «χαστούκι» της ζωής. Οι απαντήσεις δεν υπάρχουν και η παρηγοριά βρίσκεται μόνο σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, μόνο στις θαυμαστές απαντήσεις αγίων ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν εμπειρικά και τις άλλες διαστάσεις της δημιουργίας. Ο άγιος Παΐσιος έλεγε ότι «και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ’ρθουν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους...». Αυτές τις μέρες γίναμε μάρτυρες και της θαυμαστής σωτηρίας του μοναστηριού του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια, του μοναστηριού του σύγχρονου Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη, το οποίο δεν άγγιξαν οι φλόγες, την ώρα που τα πάντα γύρω από τη μονή έγιναν στάχτη και αποκαΐδια.

Η γερόντισσα Γαβριηλία, η γερόντισσα της Ασκητικής της Αγάπης, έλεγε: «Ποτέ να μη λες, γιατί περνώ αυτό; Ή όταν βλέπεις τον άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μην λες γιατί το περνά αυτό; Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης. Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι. Όλα στο σχέδιο του Θεού. Όλα». Η φοβερή Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραψε τον ανεπανάληπτο στοίχο: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα». Τελικά, το μόνο το οποίο μένει σε αυτό το διάβα της πρόσκαιρης ζωής, είναι η προσφορά αγάπης, η χαρά της δημιουργίας και η ευτυχία της απλότητας. Τα άλλα όλα είναι έργα Θεού. Και ο Θεός βοηθός...

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση