ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η επιλογή του λαού

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Το 1944, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος αυστριακής καταγωγής Paul Lazarsfeld (1901-1976), μαζί με τους Bernard Berelson και Hazel Gaudet, δημοσιεύει τα αποτελέσματα μιας έρευνας για το πώς τα Μέσα Ενημέρωσης επηρέασαν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στην εκλογική αναμέτρηση του 1940 για την ανάδειξη προέδρου μεταξύ του Roosevelt και του Wendell Wilkie. Στόχος της μελέτης με τίτλο «Η επιλογή του λαού. Πώς ο ψηφοφόρος αποφασίζει σε μια προεδρική εκστρατεία» ήταν να διερευνηθεί ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα Μέσα Ενημέρωσης στη λήψη απόφασης των ψηφοφόρων. Σε αυτή τη μελέτη, μολονότι η ομάδα διατύπωσε αρχικά κάποιες υποθέσεις γύρω από την άμεση επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στο εκλογικό αποτέλεσμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσωπικές επαφές ασκούσαν εν τέλει μεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι τα μέσα. Η έρευνα έδειξε ότι τα άτομα, που σε μεγάλο βαθμό ενδιαφέρονταν για την εκστρατεία και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή προβαλλόταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είχαν λιγότερες πιθανότητες να επηρεαστούν από αυτά, επειδή είχαν ήδη λάβει οριστικές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, αυτοί που κινητοποιούνταν και ενδιαφέρονταν να ενημερωθούν για τις προεδρικές εκλογές ήταν οι κατασταλαγμένοι οπαδοί των κομμάτων. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της έρευνας αποδείχθηκε ότι ούτε οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι επηρεάζονταν από τα μέσα ενημέρωσης. Επειδή δυσκολεύονταν να εστιάσουν την προσοχή τους στην προεκλογική εκστρατεία, ήταν και λιγότερο επιρρεπείς στα μηνύματα και τα σλόγκαν των κομματικών δραστηριοτήτων και των προπαγανδιστικών μηχανισμών. Το απροσδόκητο αυτό αποτέλεσμα οφειλόταν στην ανομοιογένεια της κοινής γνώμης και στην πολυεπίπεδη διαστρωμάτωσή της.

Το μήνυμα αυτής της σχετικά ξεχασμένης μελέτης για την επιρροή των σημερινών μέσων κοινωνικών δικτύωσης και διαδικτυακών τηλεοπτικών καναλιών αλλά και της διαδικτυακής δημοσιογραφίας στις εκλογές είναι καταλυτικής σημασίας. Παρόλο που τα σημερινά μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν πολλαπλασιαστεί και οι δυνατότητές τους είναι σαφώς μεγαλύτερες από του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης της δεκαετίας του 1940, η μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα σύγχρονα μέσα ασκούν εξίσου ελάχιστη επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα με τα παλαιότερα. Ο λόγος είναι απλός: ακόμη και αν αλλάζουν τα μέσα, η δομή και η διαστρωμάτωση της κοινής γνώμης παραμένουν σταθερές. Λίγοι είναι ουσιαστικά αυτοί που ακολουθούν την προεκλογική εκστρατεία στα ΜΜΕ. Όσοι τελικά παρακολουθούν με συνέπεια και συμμετέχουν στις συζητήσεις στο Facebook, στο Twitter, στο Instagram ή σε άλλα παρόμοια μέσα έχουν ήδη αποφασίσει τι θα ψηφίσουν. Είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς ότι όσοι επιδίδονται στη διαδικτυακή προβολή των κομματικών και ιδεολογικών τους θέσεων είναι στην ουσία ενταγμένοι σε ομάδες «φίλων» και ομοϊδεατών τους. Παρατηρεί κανείς επίσης ότι οι αντίπαλες ομάδες στο διαδίκτυο επιδίδονται σε ένα είδος παράλληλων μονολόγων που πολύ συχνά παρεκτρέπονται σε ειρωνείες ακόμη και ακατονόμαστες ύβρεις. Ο πληθυσμός - στόχος των διαδικτυακών αυτών ομάδων, οι μετριοπαθείς και αναποφάσιστοι πολίτες και δυνητικοί ψηφοφόροι απλά απουσιάζουν από το διαδίκτυο, όπως απουσιάζουν και από κάθε άλλη σχετική προεκλογική δραστηριότητα.

Αντίθετα, αν στις καθημερινές τους επαφές οι αναποφάσιστοι διασταυρωθούν και συνομιλήσουν για ζητήματα πολιτικής φύσης με άτομα που διαθέτουν επιρροή και ευφράδεια, τότε ενδέχεται μέσα από αυτή την επικοινωνία να επηρεαστούν. Οι πολίτες σχηματίζουν ή και αλλάζουν πολιτική-ιδεολογική άποψη είτε διότι δέχονται επιρροές από το άμεσο, οικογενειακό, επαγγελματικό ή φιλικό τους περιβάλλον, είτε διότι οι ίδιοι έχουν μελετήσει και μυηθεί στην πολιτική συζήτηση, χωρίς ωστόσο το ένα να αποκλείει το άλλο. Το μήνυμα των μέσων φτάνει σε λίγους δέκτες, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι και το αναμεταδίδουν σε άλλους διαμορφωτές γνώμης μικρότερης εμβέλειας κ.ο.κ. Έτσι η επιρροή συγκεκριμένων προσώπων σε κάθε επίπεδο και διάσταση της κοινωνίας και ο κοινωνικός περίγυρος αναδεικνύονται σε παράγοντα διαμόρφωσης του εκλογικού αποτελέσματος περισσότερο καθοριστικό απ’ό,τι οι διαδικτυακές εκστρατείες.

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι ακόμη και εάν είναι έτσι τα πράγματα, τα κοινωνικά μέσα έχουν την ικανότητα να συσπειρώνουν και να πείθουν μερικούς από τους δυσαρεστημένους των κομματικών παρατάξεων προκειμένου να ψηφίσουν ακόμη μία φορά το κόμμα τους. Στην ουσία όμως ούτε αυτό συμβαίνει ή τουλάχιστον δεν συμβαίνει με απλό και άμεσο τρόπο. Θα ήταν ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι τα κόμματα και οι οπαδοί τους, είτε όταν επιδίδονται σε ακραία, άδικη ή προσβλητική κριτική των αντιπάλων τους είτε όταν διαμαρτύρονται με ακραίο τρόπο, καταφέρνουν τελικά να κινητοποιήσουν άθελά τους τους υποστηρικτές των αντιπάλων τους και να τους ωθήσουν στην κάλπη, παρόλο που δεν απέβλεπαν σε κάτι τέτοιο. Είναι συχνό το σφάλμα που διαπράττουν όσοι πιστεύουν ότι με ακραίες ρητορικές θα καταφέρουν να αλλάξουν τη γνώμη μετριοπαθών ψηφοφόρων και να τους πείσουν να ψηφίσουν τον υποψήφιο της επιλογής τους. Συνήθως καταφέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Τη στιγμή που επιτίθενται κατά των αντιπάλων τους, είτε χρησιμοποιώντας άκριτα λεκτική βία είτε δημοσιοποιώντας την οργή και την – έστω και δίκαιη κάποιες φορές – αγανάκτησή τους, ταυτίζουν τον χώρο τους με την ακραία ρητορική τους, ωθώντας έτσι τους μετριοπαθείς αναποφάσιστους στους αντιπάλους τους. Επομένως τα μαζικά και τα κοινωνικά μέσα επικοινωνίας είναι σε θέση να επηρεάσουν τις δημοκρατικές μας επιλογές. Δεν ασκούν όμως άμεση επιρροή με τον τρόπο που πιστεύουμε. Η όποια επιρροή τους ακολουθεί την διαστρωμάτωση της κοινής γνώμης και συχνά πάει ενάντια σ’ αυτό που επιθυμούν οι χρήστες του διαδικτύου και όσοι παίρνουν δημόσια τον λόγο.

 *Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση