ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο ελέφαντας και η ψυχανάλυση: Μετα-αλήθεια ΙΙ

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Στο εξώφυλλο της έκδοσης του πρώτου τόμου του Σεμιναρίου του Γάλλου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, με τίτλο «Τα τεχνικά κείμενα του Φρόιντ» (εκδόσεις Seuil), υπάρχει η φωτογραφία ενός ελέφαντα. Και αναρωτιέται κανείς: τι σχέση έχει η ψυχανάλυση με τους ελέφαντες; Στο σεμινάριο αυτό του 1953-54, ο Λακάν εξετάζει αν οι λέξεις έχουν κάποια επιρροή στα πράγματα, αν δηλαδή μπορούμε να επηρεάσουμε τα πράγματα με τις λέξεις. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η βασική αρχή της ψυχανάλυσης είναι ότι, για το υποσυνείδητο, ο λόγος ισοδυναμεί με πράξη. Αλλιώς, η «ομιλούσα θεραπεία» (“talking cure”) δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα. Μέσα από την ομιλία, ο «αναλύων», όπως αποκαλείται από τον Λακάν αυτός που υποβάλλεται σε ψυχανάλυση, ξεκλειδώνει μυστικά κρυμμένα από τον ίδιο τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο που θα έλυνε ένα rebus. Το παιχνίδι αυτό συνίσταται στην έκφραση λέξεων ή φράσεων μέσα από γράμματα, λέξεις, αριθμούς, σχέδια και σημεία των οποίων η φωνητική ανάγνωση αποκαλύπτει αυτό που θέλει να μας πει το υποσυνείδητο. Η ικανότητα των λέξεων να ανασύρουν συνειρμικά η μία την άλλη, να συνδέονται άρρηκτα στη μνήμη μας με εντυπώσεις, αισθητηριακά ερεθίσματα όπως η γεύση ή η μυρωδιά, εικόνες, συναισθήματα, φανταστικά και πραγματικά γεγονότα οδηγεί στη σταδιακή απελευθέρωση του ψυχικού υποκειμένου από το βαρύ φορτίο του ένοχου μυστικού. Η πράξη της απελευθέρωσης ταυτίζεται εδώ με της ομιλίας.

Μήπως όμως θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε το μοντέλο αυτό; Μήπως με μια συλλογική ομιλία θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε συλλογικά υποκείμενα και κοινωνικά σύνολα; Έχουν οι λέξεις «μαγικές» ιδιότητες; Σχολιάζοντας, ο Λακάν πήρε το παράδειγμα της λέξης «ελέφαντας». Κάθε φορά που μιλάμε για ελέφαντες, κάτι κακό συμβαίνει στους ελέφαντες, έλεγε ο Λακάν, εμπόριο χαυλιοδόντων, σαφάρι, κυνήγι. Μάλιστα, συμπλήρωσε, το ότι υπάρχει η συγκεκριμένη λέξη «ελέφαντας» με την οποία αναφερόμαστε στους ελέφαντες στον δημόσιο διάλογο σημαίνει ότι οι ελέφαντες έχουν ήδη χάσει το παιχνίδι. Η ανακάλυψη της λέξης «ελέφαντας» ήταν και η αρχή του τέλους των ελεφάντων. Θα μπορούσε άραγε να αντιστραφεί αυτή η δυσάρεστη πραγματικότητα και να διαψευστεί αυτή η θλιβερή αλήθεια; Πάντοτε όταν ξεστομίζουμε τη λέξη «ελέφαντας» θα συμβαίνει κάτι κακό στους ελέφαντες; Η επίκληση του ελέφαντα είναι συνδεδεμένη με κοινωνικές πρακτικές, όπως η χρήση ελεφαντόδοντου και ελεφαντοστού για διακοσμητική χρήση στα πολυτελή σαλόνια και τα ακριβά έπιπλα. Είναι συνδεδεμένη με τη νοοτροπία του ανθρώπου ως «κυνηγού», με την αίσθησή του ως κυρίαρχου της φύσης, με την έκσταση που νιώθει το υποκείμενο όταν απαθανατίζεται με το καπνισμένο όπλο του δίπλα από έναν δολοφονημένο ελέφαντα. Η λέξη «ελέφαντας», όπως και όλες οι λέξεις που περιγράφουν την πραγματικότητα γύρω μας και μέσα μας άλλωστε, δεν είναι ουδέτερη, εκφράζει πάντοτε μια βούληση, μια πρόθεση για πράξη, είναι «προθετική». Εδώ έγκειται και η συλλογική ικανότητα για πράξη μέσω συλλογικών συνομιλιών. Μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για τους ελέφαντες αλλιώς; Μπορούμε να κάνουμε έτσι ώστε κάθε φορά που θα λέμε «ελέφαντας» να συμβαίνει κάτι καλό στους ελέφαντες; Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να χρωματιστούν αρνητικά οι πρακτικές του παρελθόντος και να αντικατασταθούν με νέες, που θα έχουν ως πρόθεση την ανεξαρτησία των ελεφάντων από την ανθρώπινη ύπαρξη.

Αυτή είναι και η λογική της μετα-αλήθειας. Στο καθεστώς της μετα-αλήθειας, ο δημόσιος και ιδιωτικός λόγος δεν έχουν σκοπό ή πρόθεση να περιγράψουν «αντικειμενικά» την πραγματικότητα. Σκοπός του ομιλητή στην εποχή της μετα-αλήθειας είναι να αλλάξει την πραγματικότητα, να την φέρει πιο κοντά στο όραμά του, να απελευθερώσει το τώρα και το αύριο από τα βαρίδια του χθες. Για τον λόγο αυτό, η «αλήθεια» είναι εύπλαστη, δεν είναι μοναδική, είναι δε πάντα προσαρμοσμένη στον σκοπό του ομιλούντος. Δεν υπάρχει πλέον «πραγματικότητα» αλλά διαδικασίες διαμόρφωσης πραγματικοτήτων. Όσο περισσότερες πραγματικότητες αντιστοιχούν στα πράγματα μέσω του κοινωνικών δικτύων, τόσο ευκολότερα εγκαταλείπεται η δυσάρεστη «πραγματικότητα» που τείνει να εξαφανίσει τους ελέφαντες. Κινήματα όπως το Cancel Culture, για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρονται για την ιστορική πραγματικότητα. Τους ενδιαφέρει να αποσύρουν από τη συλλογική μνήμη οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα για δουλοκτητικές κοινωνίες και ιδιοκτήτες δούλων. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι με παρόμοιο τρόπο χειρίζονται τον λόγο και οι λευκοί σουπρεματιστές (white supremacists), οι οποίοι πλημμυρίζουν το διαδίκτυο με πάσης φύσεως εικόνες μίσους και μισαλλοδοξίας. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούν δημόσια τον λόγο κόμματα, με τις στρατολογημένες φωνές των οπαδών και των τρολ, σε σημείο που η πολυπόθητη «αλήθεια» εξαρτάται από το πόσα χρήματα ένας υποψήφιος είναι σε θέση να διαθέσει για να εκλεγεί ή για να επανεκλεγεί. Η αγορά ψήφων πλέον στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άμεσα, όπως στην εποχή του Κικέρωνα, αλλά έμμεσα, αφού με τα χρήματα δεν εξαγοράζονται αλλά κατασκευάζονται συνειδήσεις μέσα στα καλούπια της διαρκώς μεταβαλλόμενης «πραγματικότητας». Για τον λόγο αυτό, οι υποψήφιοι που κέρδισαν την κούρσα για τη Γερουσία των ΗΠΑ στις εκλογές του 2018 δαπάνησαν κατά μέσο όρο 15,7 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο μέσος υποψήφιος που κέρδισε τον αγώνα για μια έδρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων ξόδεψε κατά μέσο όρο λίγο παραπάνω από δύο εκατομμύρια δολάρια (Karl Evers-Hillstrom, “State of Money in Politics: The price of victory is steep” in “Open Secrets. Following the money in politics”, 2019). Η μετα-αλήθεια είναι και αυτή ένα από τα πολλά πρόσωπα της προηγμένης χρηματοοικονομίας.    

 

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση