ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το τίμημα της διαφθοράς

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Το πόρισμα της επιτροπής Sauvé στη Γαλλία για την παιδοφιλία στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο ένα αλλά δύο τεράστια σκάνδαλα που δείχνουν πόσο μετέωρος είναι ο ηθικός και θεσμικός πολιτισμός μας. Η Ανεξάρτητη Επιτροπή για τη Σεξουαλική Κακοποίηση στην Εκκλησία (ICSA) εξέδωσε την τελική της έκθεση για την παιδοφιλία (Rapport Sauvé). Εκτιμάται ότι ο αριθμός των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης από κληρικούς ανέρχεται σε 216.000 μέσα σε 70 χρόνια. Αντίστοιχα ο αριθμός των ιερέων που ασκούν σεξουαλική κακοποίηση υπολογίζεται σε περίπου 3.000. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση δεν αφορά μόνο εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Γαλλία, αλλά και σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Ιρλανδία. Οι διαστάσεις του φαινομένου στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας σοκάρουν. Περισσότερα από 200.000 παιδιά, κυρίως αγόρια, έχουν πέσει θύματα ιερέων και κληρικών από το 1950. Για να αποφύγει το σκάνδαλο και για να προστατεύσει την υποτιθέμενη συντριπτική πλειοψηφία (97%) των κληρικών του, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς άμεμπτους, ο θεσμός αποσιώπησε τις επιθέσεις, έκρυψε την αλήθεια και αγνόησε τις φωνές των θυμάτων. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της επιτροπής Jean-Marc Sauvé: «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Καθολική Εκκλησία ασχολήθηκε πρωτίστως με την προστασία του ίδιου της του θεσμού και επέδειξε πλήρη, ακόμη και σκληρή αδιαφορία απέναντι σε ανθρώπους που είχαν υποστεί επίθεση». Η σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι αποκλειστικότητα της Καθολικής Εκκλησίας, όπως άλλωστε δείχνουν και τα χιλιάδες κρούσματα σεξουαλικής βίας σε ανηλίκους που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο σκάνδαλο Epstein. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, μια παράμετρος καθιστά το φαινόμενο κακοποίησης ανηλίκων στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας ιδιάζον. Αυτή η παράμετρος μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε το φαινόμενο από την οπτική της φιλοσοφίας των θεσμών.

Οι ειδεχθείς αυτές πράξεις σίγουρα δεν εκφράζουν το πνεύμα και τη διδασκαλία της καθολικής πίστης. Συνάδουν όμως με τον χαρακτήρα του θεσμού της Καθολικής Εκκλησίας, και μέσω αυτού με τον χαρακτήρα των θεσμών γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, οι μεγάλες θεσμικές δομές έχουν την τάση να αποκρύπτουν τις πιστοποιημένες παραβιάσεις των νόμων, τα εγκλήματα και τις συστηματικά κακοποιητικές συμπεριφορές ανθρώπων που υπηρετούν τις δομές αυτές. Πώς όμως φτάνουμε στο πρωτοφανές γεγονός ένας θεσμός στην υπηρεσία του δικαίου και του οσίου όχι μόνο να γίνεται άντρο ανοσιουργημάτων, αλλά και μηχανισμός απόκρυψης και υπόθαλψης εγκληματιών; Οι θεσμοί, κατ’ εξοχήν όργανα των δημοκρατικών μας σωμάτων, διαθέτουν μηχανισμούς άμυνας, οι οποίοι, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μια αυτοάνοση ασθένεια, δυσλειτουργούν και, αντί να επιτίθενται και να αδρανοποιούν τους πραγματικούς εχθρούς, στοχεύουν και καταστρέφουν τα υγιή κύτταρα του οργάνου. Με αυτόν τον τρόπο, στο όνομα της προστασίας του θεσμού διαπράττεται ένα δεύτερο έγκλημα ακόμα πιο ειδεχθές από το πρώτο. Όσοι εγκληματούν προκειμένου να καλύψουν τις αποτρόπαιες πράξεις άλλων προφασίζονται ότι ενεργούν στο όνομα της ανάγκης αυτοπροστασίας του θεσμού. Αυτό όμως δεν είναι το κίνητρο που κρύβεται πίσω από τη διαδικασία συσκότισης και συγκάλυψης των ενόχων. Τα κίνητρα αυτού του μυστικού μηχανισμού ανάγονται σε εγωιστικές πρακτικές έκνομης υπεράσπισης και εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων επιτηδείων.

Ο κάθε θεσμός είναι στην ουσία ένα αυτόνομο οργανωμένο σώμα. Η οργάνωσή του έγκειται στην ιεράρχηση του πλέγματος υποσυστημάτων που αποτελούν τον θεσμό. Ο κάθε θεσμός είναι ένα σύνολο συστημάτων. Το κάθε υποσύστημα λειτουργεί με σχετική αυτονομία επιτελώντας το δικό του ιδιαίτερο έργο. Και εδώ εστιάζεται το πρόβλημα. Όταν ένα υποσύστημα αστοχήσει, όταν για παράδειγμα σε μια ενορία ένας κληρικός παρενοχλήσει σεξουαλικά έναν ανήλικο, τότε δεν κινητοποιείται ο μηχανισμός άμυνας του θεσμού, αλλά το ένστικτο αυτοσυντήρησης του υποσυστήματος και των προσώπων που το απαρτίζουν. Ας μην ξεχνάμε ότι αξιόποινες πράξεις τελούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα και όχι από αφηρημένους θεσμούς. Η τέλεση του εγκλήματος θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη του υποσυστήματος, τη θέση και την επιρροή την οποία αυτό διαθέτει εντός του συστήματος του θεσμού. Με άλλα λόγια, όσοι επικαλούνται το συμφέρον του θεσμού για να αποκρύψουν αδικήματα γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόνο τον εαυτό τους προστατεύουν. Κρατώντας κρυφή την πράξη, απεκδύονται και κάθε προσωπικής ευθύνης ότι το δικό τους υποσύστημα απέτυχε να αποτρέψει το έγκλημα. Βέβαια, στην περίπτωση των μαζικών εγκλημάτων της Καθολικής Εκκλησίας το πρόβλημα είναι βαθύτερο, καθώς εντοπίζεται στη συνέργεια πολλών υποσυστημάτων σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Το μυστικό που μοιράζονται όλοι όσοι γνωρίζουν τους δένει μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, εντός του θεσμού, δημιουργείται ένα παράλληλο σύστημα από διεφθαρμένα υποσυστήματα που τελικά καταλήγει να υποκαταστήσει τον θεσμό και τις λειτουργίες του. Το παράλληλο σύστημα οργανώνεται ανεξάρτητα και επιχειρεί να ελέγξει ποικιλοτρόπως τον θεσμό. Από τους βασικότερους τρόπους ελέγχου αναφέρουμε την επιρροή στις εκλογές ανώτερων οργάνων και αξιωματούχων του θεσμού, την εισαγωγή στον θεσμό προσώπων πιστών στους εγκληματίες, καθώς και την απομάκρυνση ηθικά ακέραιων και ικανών στελεχών. Έτσι οι θύτες προστατεύονται και εξελίσσονται σε υψηλόβαθμες θέσεις εξουσίας, απομονώνοντας όσους εντός του θεσμού επιζητούν την κάθαρση. Η γενικευμένη αυτή διαφθορά οδηγεί τελικά στη σήψη του θεσμού και στην παντελή απαξίωση αυτού που εκπροσωπεί. Η ανάλυση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους θεσμούς, χωρίς να εξαιρείται και το ίδιο το κράτος.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση