ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Από την πολιτική της «πόρνης» και του «Ζιγκ- Ζαγκ» σε αυτήν της «υψηλής» διπλωματίας

Κάτι το οποίοσυζητείται πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό και αποτελεί το κυριότερο αντικείμενο αντιπαραθέσεων είναι η εξωτερική μας πολιτική. Όπως ήταν αναμενόμενο τα πυρά, φίλια και εχθρικά (με τα φίλια να υπερτερούν των εχθρικών), τα δέχεται ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ο ΥΠΕΞ Νίκος Χριστοδουλίδης. Εξ ορισμού, «η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, γνωστή και ως πολιτική εξωτερικών σχέσεων ή εξωτερικών υποθέσεων, αποτελείται από στρατηγικές συμφερόντων που επιλέγει το κράτος για να διαφυλάξει τα εθνικά του συμφέροντα και να επιτύχει στόχους στο περιβάλλον των διεθνών σχέσεών του» (Βικιπαίδεια).

Αξιολογώντας, λοιπόν, την εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε αν ικανοποιούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις, δηλαδή αν υπάρχει στρατηγική και συγκεκριμένοι στόχοι. Για να είμαστε όμως αντικειμενικοί θα πρέπει, προτού γίνει η οποιαδήποτε ανάλυση, να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από το γεγονός ότι είμαστε, εδώ και μισό αιώνα, μια ημικατεχόμενη χώρα και κατ’ επέκταση ένα μη κανονικό και μη κυρίαρχο κράτος. Το πρώτο που άμεσα συνεπάγεται, γιατί πρόκειται για το αυτονόητο, είναι το ότι η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Κυπριακό. Η οποιαδήποτε απόπειρα διαχωρισμού είναι εκ του πονηρού και εξυπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα. Δυστυχώς σήμερα η στρατηγική μας και οι στόχοι της εξωτερικής μας πολιτικής δεν έχουν καμία σχέση με το Κυπριακό.

Μήπως οι τριμερείς συμφωνίες και τα τομεακά μέτρα της ΕΕ κατά της Τουρκίας μπορούν να υποβοηθήσουν την λύση; Ασφαλώς όχι. Όλα αυτά είναι πολιτικές για την επόμενη μέρα της οριστικής διχοτόμησης την οποία δυστυχώς, οι παλινδρομήσεις και οι μεταλλάξεις των τελευταίων τριών ετών, την έχουν φέρει, όχι προ των πυλών αλλά εντός των πυλών. Βέβαια όλες αυτές οι ασυνάρτητες πολιτικές δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Οι ξένοι μας είχαν «πάρει χαμπάρι» και μας είχαν προειδοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα και πριν την εισβολή. Τον Σεπτέμβριο του 1971 ο ειδικός απεσταλμένος του γ.γ. του ΟΗΕ, Οζόριο Ταφάλ, έλεγε στην Στέλλα Σουλιώτη, όπως αποκαλύπτεται στον τρίτο τόμο «Η Κατάθεση μου» του Γλαύκου Κληρίδη.

«Οι Έλληνες, δυστυχώς, δεν είχαν ποτέ μια ξεκάθαρη πολιτική γραμμή, αντίθετα με τους Τούρκους που την ακολούθησαν με συνέπεια, χωρίς παρεκκλίσεις. Οι Έλληνες έκαναν συνεχώς «ζιγκ-ζαγκ», και κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει ή να καταλάβει ποια είναι η πραγματική τους πολιτική γραμμή και ποιοι οι στόχοι τους. Έτσι οι έλληνες ποτέ δεν είχαν μια πολιτική ή ένα σχέδιο δράσης που να τους επιτρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες παρά μόνο μια τακτική αντίδρασης η οποία εξηρτάτο από τις ενέργειες των Τούρκων. Εν συντομία ποτέ δεν «καθοδήγησαν» παρά μόνο «καθοδηγούνταν» πάντα από την Τουρκική πρωτοβουλία. Αυτή η κατάσταση απέβη επιβλαβής για την ελληνοκυπριακή πλευρά». Με λίγα λόγια ο Οζόριο Ταφάλ μάς έλεγε, από το 1971, ότι ακολουθούσαμε μια τυχοδιωκτική πολιτική. Αν και βαρύτατος χαρακτηρισμός, δυστυχώς μισό αιώνα μετά, τηρουμένων των αναλογιών και των δεδομένων που ισχύουν, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Έχουμε υιοθετήσει το δόγμα, «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» και «ο φίλος του εχθρού μου είναι εχθρός μου», και πάνω σε αυτή τη βάση κτίσαμε τις τριμερείς και πολυμερείς συμμαχίες.

Ανεξαρτήτως τι διακηρύττουμε αυτή είναι η αλήθεια. Μήπως χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Γαλλία, η Ιορδανία, η Αρμενία, το Ιράκ και τα ΗΑΕ δεν έχουν κοινό χαρακτηριστικό την ένταση στις σχέσεις τους με την Τουρκία; Επιπρόσθετα, αναλόγως του πού κινείται η Τουρκία κινούμαστε ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Στη Δύση η Τουρκία στην Ανατολή εμείς. Στην Ανατολή η Τουρκία στη Δύσηεμείς. Κλασικό παράδειγμα πολιτικών «ζιγκ ζαγκ» που τις πλείστες φορές είμαστε αναγκασμένοι να φιλήσουμε κατουρημένες ποδιές μόνο και μονό για να αντιμετωπίσουμε μια συγκεκριμένη τουρκική ενέργεια. Το χειρότερο δε όλων είναι το ότι πολιτευόμαστε χωρίς να συνειδητοποιούμε τις πραγματικότητες. Την στιγμή που επαιτούμε για ασφάλεια δηλώνουμε ότι είμαστε ο παροχέας ασφάλειας. Το τραγικό δε είναι ότι όλα αυτά, που σίγουρα είναι μόνο για εσωτερική και εξωτερική κατανάλωση, στο τέλος τα πιστεύουμε.

Με περισσή αλαζονεία και αδικαιολόγητη έπαρση νομίζουμε ότι μπορούμε να είμαστε ο ρυθμιστής των διαφορών ανατολής και δύσης και ότι με τις «υψηλής διπλωματίας» στρατηγικές μας μπορούμε να καταστούμε ο πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή την ώρα που αποτελούμε τον πρώτιστο παράγοντα αποσταθεροποίησης. Δυστυχώς πήγαμε και πάλι πίσω. Από ό,τι φαίνεται δεν μπορούμε να «αποτοξινωθούμε» από τις παρακαταθήκες του μεγάλου Εθνάρχη, ανεξαρτήτως αν πάντα υπήρχαν παραινέσεις και προειδοποιήσεις, μερικές μάλιστα σκληρότατες.

«Δεν διαθέτει ο αρχιεπίσκοπος πλέον περιθώρια συνεχίσεως των κουτοπόνηρων ελιγμών, οι οποίοι απέληξαν εκεί όπου απέληξαν (...).Εάν, αντιθέτως, (ο κυπριακός λαός) επιδοκιμάζει την επιδίωξιν να καταστή η μαρτυρική Κύπρος η πόρνη της Εγγύς Ανατολής διά να έχει την ευκαιρίαν μία μικρά κλίκα ανθρωπαρίων να ικανοποιεί την ιδιοτέλειάν της με αξιώματα και φαυλότητας, ριπτομένη ότε μεν εις τας ρωσικάς ότε δε εις τα βρετανικάς αγκάλας (...), τότε δεν χρειάζεται η Ελλάς ως προαγωγός εις την οδό της απωλείας. Ας προχωρήσουν μόνοι», έγραφε ο Πάνος Κόκκας, προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και εκδότης της Αθηναϊκής εφημερίδας «Ελευθερία», στις 4 Απριλίου του 1965. Σίγουρα, 50 χρόνια μετά έχουμε αναβαθμιστεί σε όλους τους τομείς. Η εξωτερική μας πολιτική όμως, αν και παρουσιάζεται σε «νέα έκδοση», με χαρακτηριστικά «ψηλής διπλωματίας», είναι δυστυχώς το ίδιο καταστροφική όπως παλιά, δηλαδή πολιτική του «Ζιγκ – Ζαγκ» και της «πόρνης» της Μεσογείου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ