ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Εδώ πανδημία: Να σταματήσει ο εκκλησιαστικός παραλογισμός!

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΩΜΑ

Γράφω τις επόμενες αράδες, έχοντας συνείδηση ότι δεν θα αρέσουν σε πολλούς, ίσως στους περισσότερους. Κάποιοι δε από αυτούς είναι και δικοί μου άνθρωποι, ενδεχομένως συνάδελφοι και φίλοι. Αλλά σε αυτόν τον τόπο και σε αυτή την τραγική συγκυρία σιωπήσαμε ήδη πολύ όσοι σπουδάσαμε τη θεολογία και θέλουμε να είμαστε πιστοί –ο καθένας βέβαια με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο– χωρίς να γινόμαστε γραφικοί, φανατικοί, τυφλοί για τα βάσανα του κόσμου, υποκριτές και παράλογοι. Δεν είμαστε σε καμιά περίπτωση η κάστα των μορφωμένων, των κουλτουριάρηδων, που κοιτάζουν αφ’ υψηλού, αλλά πρώτα απ’ όλα άνθρωποι, που θέλουν να τιμούν την ανθρωπινότητα και την ανθρωπιά τους. Γι’ αυτό νομίζω κοπίασαν με θυσίες οι γονιοί μας, να γίνουμε δηλαδή άνθρωποι με κριτική σκέψη, υπεύθυνοι πολίτες του κόσμου. Γράφοντας βέβαια όσα ακολουθούν δεν εκπροσωπώ κανέναν άλλον, δεν έχω έξαλλου τέτοια αξίωση ή πρόθεση.

Στο προκείμενο: η πανδημία του νέου κορωνοϊού καλά κρατεί, άνθρωποι δίπλα μας πεθαίνουν κάθε μέρα, φίλοι, γνωστοί, πολλοί σε μεγάλη ηλικία, κάποιοι νεότεροι/ες ή και πολύ νέες/οι. Αλλά άνθρωποι δεν είναι όλοι του Θεού, αναντικατάστατα πρόσωπα, αγαπημένα άλλων ανθρώπων; Κάποιοι από εμάς έχουν τεθεί σε αυτοπεριορισμό, δεν μπορούσαν για βδομάδες να βγάλουν την προστατευτική μάσκα ή να πλησιάσουν τα παιδιά τους μέσα στο ίδιό τους το σπίτι, έχασαν χρήματα, είχαν άλλες απώλειες και θα έχουν ακόμα περισσότερες μέχρι να γίνουν με ασφάλεια οι εμβολιασμοί και να επιστρέψουμε σε μια κάποια κανονικότητα. Γράφω σε πρώτο πληθυντικό αλλά δεν αναφέρομαι μόνον σε αυτή τη μικρή μας πατρίδα, τη μικρή πόλη του ενός εκατομμυρίου που νομίζει πως καθρεφτίζει και εξαντλεί όλη την οικουμένη, μιλώ και για τον κάθε άνθρωπο, την κάθε οικογένεια όπου γης, τον κάθε συν-άνθρωπο για τον οποίο υποτίθεται πως προσεύχεται (βλ. «υπέρ του σύμπαντος κόσμου») καθημερινά η Εκκλησία, όπως συχνά δεν παραλείπει να κηρύσσει. Ναι, κυρίες και κύριοι, υπάρχει αυτή η οικουμενική συνείδηση, η οικουμενική συμπάθεια και αλληλεγγύη που είναι μέγεθος κατ' εξοχήν εκκλησιολογικό.

Αλλά πότε στ’ αλήθεια η κατά Κύπρον Εκκλησία σκέφτηκε και ενήργησε με βάση τις κύριες εκκλησιολογικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη ζωή και την παρουσία της στον κόσμο; Ανοικτό το ερώτημα. Είμαστε ακόμα στο «ορθοδοξία και ορθοπραξία» ή/και «φιλακολουθία» ως ωραίο εύηχο σύνθημα που παραπέμπει απλά –στο μυαλό των περισσοτέρων– σε μία συστηματική μετοχή στα μυστήρια (βλ. μυστικές τελετές) της Εκκλησίας, από την οποία αυτόματα (χωρίς τη βάσανο της λογικής, χωρίς γνώση, χωρίς την κριτική και ανατρεπτική, προφητική ματιά της σαλότητας, δηλαδή της αντιευσεβιστικής τρέλας) θα προκύψει η ορθή στάση απέναντι στα του κόσμου. Γι’ αυτό και η στάση της κατά Κύπρον Εκκλησίας απέναντι στις πραγματικές αγωνίες των ανθρώπων είναι κατά κανόνα άνευρη, σπασμωδική, εκτός τόπου και χρόνου.

Για την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, ο πολύς Βενέδικτος Εγγλεζάκης έγραφε πως αρκούσε να ξέρει κανείς ανάγνωση και να έχει καλή φωνή για να γίνει ιερέας. Σήμερα, θα πω πως –δυστυχώς– δεν αρκεί ένα πτυχίο θεολογίας και ένας ιδεαλιστικός έρωτας για το ράσο για να είναι κανείς κατάλληλος να ηγηθεί της εκκλησιαστικής κοινότητας ή να ορθοτομήσει τον λόγο της Αληθείας. Το πρώτο δεν αρκεί, όπως δεν αρκεί και το μεταπτυχιακό δίπλωμα ή το διδακτορικό (σε ιερείς ή και λαϊκούς, γιατί προσωπικά αντικληρικαλιστής δεν είμαι), εάν συνεπάγονται απλά και μόνον μια διεκπεραιωτική σπουδή χωρίς όραμα και αγωνία υπαρξιακή που βρίσκει τις απαντήσεις ή τις σωστές ερωτήσεις στη θεολογία. Ας μην επεκταθώ όμως, γιατί φοβάμαι πως δεν θα πείσω σχεδόν κανέναν, ότι η πρόθεσή μου δεν είναι να κάνω αντιπολίτευση στη θεσμική Εκκλησία ή να απαξιώσω την όποια προσφορά της. Δεν διστάζω όμως να σημειώσω το οφθαλμοφανές και προφανές, πως στην προκειμένη κατάσταση, από τον περασμένο Μάρτιο και εξής –με λίγες ως συνήθως εξαιρέσεις– η στάση της Εκκλησίας, ως θεσμού και ως σώματος, εδώ στην Κύπρο, απέναντι στην πανδημία, χαρακτηρίζεται από (δημόσιο) λόγο και συμπεριφορές που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματική φύση της Εκκλησίας: τη φιλανθρωπία, την ευθύνη λογικών και αυτεξούσιων πλασμάτων που υποτίθεται ότι πιστεύουν τους δεσμούς τους Σώματος του Χριστού, δηλαδή στην αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον οποίο καλείται ο καθένας μας να προστατεύσει από πιθανή μόλυνση που μπορεί να οδηγήσει σε ανυπολόγιστες επιπλοκές ή και στον θάνατο. Πώς προστατεύεις τον συνάνθρωπο; Αυτονόητο εδώ και καιρό: τηρώντας τα μέτρα υγειονομικής προστασίας τα οποία συστήνουν οι ειδικοί και όχι προσποιούμενος ότι τα τηρείς, ή περιφρονώντας τα σε εκκλησιαστικές συνάξεις πίσω από την ασπίδα και το απυρόβλητο που απολαμβάνει το «ιερό» και το «όσιο» που ανόσια και ανίερα αντιμάχεται εν προκειμένω τη ζωή.

Είναι βέβαια γνωστό, πως η κατά Κύπρον πιστοί δεν ήταν μόνοι σε αυτή την αντιεκκλησιαστική, εν πολλοίς, στάση, που ως καθ’ όλα εκκλησιαστική δυστυχώς εκλαμβάνεται, την ώρα που οι εδώ θρησκευόμενοι και κάποιοι στην Ελλάδα, στη Σερβία, στη Ρωσία και αλλού, φαντάζονται ανύπαρκτες σκευωρίες κατά της πίστεως, φαντάσματα που τάχα διώκουν την τρικυμισμένη Εκκλησία και άλλα γελοιωδώς ανυπόστατα. Αποκορύφωμά τους –εδώ και αλλού– το εξής κραυγαλέα παράλογο: την ώρα που οι φλογεροί της πίστεως αμφισβητούν με θεωρίες αξιοθαύμαστα ή αξιοθρήνητα ευφάνταστες τον νέο κορωνοϊό (με άλλα λόγια ο covid-19 δεν υπάρχει), είναι ταυτόχρονα σίγουροι πως όταν μπαίνει κανείς μέσα στους ναούς κορωνοϊό δεν κολλάει. Δηλαδή, δεν κολλάει από αυτό που δεν υπάρχει! Γιατί στον ναό με τρόπο μαγικό υποχρεούται η χάρη του Θεού να ενεργήσει και να προστατεύσει τους εκλεκτούς του. Ανθρώπινη βούληση, κρίση και ελευθερία σε ένα τέτοιο κλίμα καταργούνται και υποκαθίστανται στην πραγματικότητα από έναν εκβιασμό του θείου. Ο Θεός μπαίνει σε μαγικό κουτί, το κουτί του μυαλού που αρνείται να δεχθεί τη δυσάρεστη πραγματικότητα και δημιουργεί μια θρησκευτικότητα στα μέτρα του φόβου του για να αισθάνεται κανείς ασφαλής. Ξέρω πως ίσως μπαίνω σε χωράφια άλλων επιστημών, άλλων επιστημονικών –ή ανθρωπιστικών– πεδίων με μια τέτοια ανάλυση, γιατί τούτη η παθογένεια αναμφισβήτητα δεν είναι εξηγήσιμη με όρους εξ ολοκλήρου θεολογικούς…

Δεν μπορεί κανείς παρά να απογοητεύεται οικτρά με τις συνωμοσιολογικές προφητείες και τις πύρινες αποφάνσεις που εκπορεύονται σχεδόν καθημερινά και αναπαράγονται από το περιβάλλον της κατά Κύπρον Εκκλησίας. Τις τελευταίες δε εβδομάδες αποκτούν και χαρακτήρα αυτοκτονικό (το παράνομο της στάσεως αυτής είναι αυτονόητο) καθώς (στα φανερά ή στα μουλωχτά) καλούνται οι πιστοί σε εκκλησιαστικές ακολουθίες και μέχρι πρωίας ενάντια σε κάθε απαγόρευση και ό,τι ήθελε προκύψει… Είναι να αναρωτιέται κανείς αν αυτοί οι άνθρωποι υποδέχθηκαν ποτέ και εκτίμησαν το δώρο της ίδιας της ζωής ή αν απλά την απαξιώνουν τόσο που στο βάθος θέλουν την ακύρωσή της την ώρα που σε παγκόσμιο επίπεδο η ζωή χάνεται, ο κόσμος ανά χιλιάδες θρηνεί μόνος και πεθαίνει μόνος. Φανεροί ή κρυμμένοι εκκλησιαστικοί λαϊκιστές και λαοπλάνοι της εποχής της πανδημίας δεν μπορούν παρά να θυμίζουν –όσο σκληρό και να ακούγεται– τα δηκτικά λόγια του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, τα οποία περιγράφουν τη στάση των «αφόρητα εγωκεντρικών αποτυχημένων, που θέλουν μ’ ένα λόγο δικό τους, να υποκαταστήσουν την αλήθεια των πολλών αναπνοών». Μακάρι να είμαι υπερβολικός, αλλά σε αυτόν τον τόσο παθιασμένο με την πίστη του τόπο (αλήθεια που ήταν τόσο πάθος πριν από την πανδημία); έχει γραφτεί και κυκλοφορήσει επίσημα πως αν κανείς δεν πείστηκε δύο χιλιάδες χρόνια για το απίθανο της μετάδοσης ασθένειας μέσω του γνωστού τρόπου μετάληψης της θείας κοινωνίας, τότε τον περιμένει –άκρως εκδικητική– η φοβερή κρίση στα χέρια του Θεού. Αυτό και αν είναι απειλή που αποστομώνει τους φοβισμένους, τους αμφιβάλλοντες, ή –αν προτιμούν κάποιοι τόσο αξιέπαινα δυνατοί στην πίστη– τους πιο αδύναμους. Το ότι υπήρξαν στην παράδοση της Εκκλησίας και άλλοι τρόποι μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, ότι σε άλλες (καταδικαστέες για τους δικούς μας ζηλωτές) εκκλησιαστικές περιφέρειες ήδη προσφεύγουν σε κάποιους από αυτούς, έχει αναλυθεί και συζητηθεί από άλλους και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Όσο για το ποιοι εκπροσώπησαν στάσεις και απόψεις που αναφέρω πιο πάνω, δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, γιατί ο τόπος είναι μικρός και είναι απόλυτα γνωστοί εντός και εκτός Κύπρου. Επίσης δεν θέλω να τους κάνω διαφήμιση, γιατί φαίνεται πως αντί να αδυνατίζει, δυναμώνει την επικίνδυνη δημοφιλία τους.

 

«Φτάσαμε στ’ ανείπωτα» τραγούδησε κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Όντως, η πανδημία έφερε στην επιφάνεια και σε καθημερινό πλέον επίπεδο τόσον (αντι)εκκλησιαστικό παραλογισμό που σχεδόν δεν περιγράφεται. Ντρέπεται κανείς, αισθάνεται άβολα να συνδεθεί με οποιονδήποτε τρόπο με τον καταθλιπτικό κανόνα του αμφίβολου ήθους που βαπτίζεται πίστη, ομολογία, «αντοχή στον πειρασμό» και άλλα παρόμοια. Ευτυχώς, παρ’ όλη την υβριστική στάση που αρνείται το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού και καλεί αντ’ αυτού, άκουσον άκουσον, τους πιστούς «να εμβολιαστούν με τον Χριστό», διαπράττοντας ύβρη προς το δώρο της επιστήμης και της έρευνας, τους μόχθους και τις πραγματικές θυσίες των εργατών της Υγείας στον αγώνα κατά της πανδημίας και δίπλα στον πάσχοντα ξένη ή ξένο, Αδελφή ή Αδελφό, η Εκκλησία Κύπρου κατά συνοδική πλειοψηφία υποστηρίζει τον εμβολιασμό. Το αν έπρεπε να πάρει η Σύνοδος θέση είναι ένα άλλο θέμα και ας μην το αναλύσουμε. Με δημόσια μάλιστα δήλωση του αρχιεπισκόπου, πως επιθυμεί να εμβολιαστεί πρώτος, τα πράγματα βρίσκουν μια ελάχιστη λογική και ο κόσμος μπορεί, αν βάλει το μυαλό του να δουλέψει, να ακολουθήσει το καλό παράδειγμα. Ας δούμε επιτέλους το φως που φαίνεται στην άκρη του τούνελ, αντί τα φανταστικά σκοτάδια που κρύβουν τη ζωή, ας αισθανθούμε ευγνωμοσύνη που κάποιοι μπόρεσαν να βρουν τη φόρμουλα ενάντια σε τούτο το κακό, αντί να δίνουμε υπόσταση στο ανυπόστατο για να φανταζόμαστε εχθρούς της Εκκλησίας και να αμυνόμαστε σε φαντάσματα γιατί αλλιώς δεν ξέρουμε να υπάρξουμε.

 

Και κλείνω με θεολογικό και λειτουργικό σχόλιο, ελπίζοντας πως σε αυτό μπορούμε πολλοί –έστω και κατ’ εξαίρεση– να συμφωνήσουμε: τώρα που οι εκκλησίες θα παραμείνουν τις πιο πολλές μέρες κλειστές, γιατί αυτό επιβάλλει η πραγματική απειλή του ιού, ας αναλογιστεί ο κάθε Χριστιανός, ότι τον «Αχώρητο παντί» Θεό (αυτό που δεν τον χωράει το σύμπαν), του οποίου τη Γέννα και τη Βάπτιση θέλει να γιορτάσει, δεν μπορεί να τον χωρέσει και να τον περιορίσει ο περίκλειστος χώρος του ναού και συνεπώς δεν έχει εγκλωβιστεί σε κανένα ανθρώπινο, χειροποίητο κτίσμα. Άρα και η λατρεία εξάπαντος δεν παρακωλύεται. Απλώς θα πρέπει να αλλάξει μορφή και να τολμήσει την έξοδο από τον τύπο και την τυπολατρεία. Πόσο μάλλον που είναι βέβαιο, ότι ο Χριστός θα πρέπει να είναι (έτσι λέει τουλάχιστον το Ευαγγέλιο) εκεί που περισσεύει ο πόνος, κυριαρχεί η μοναξιά και η απόγνωση, δηλαδή στον κάθε άνθρωπο που πάσχει ή θυσιάζεται κάθε ώρα γι’ αυτούς που πάσχουν. Αυτοί είναι ο Χριστός.

 

Αποτελεί σίγουρα πρόκληση για όλους μας να βιώσουμε με συμ-πάθεια τα τραγικά της ζωής χωρίς να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα, αλλά δεν μπορείς αλλιώς να λέγεσαι ούτε Χριστιανός ούτε και άνθρωπος. Ολοκληρώνω με στίχους που έγραψε και όμορφα τραγούδησε η Χάρις Αλεξίου και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: Εδώ σε θέλω στα δύσκολα μπες/να δεις πώς αγιάζουν του κόσμου οι πληγές/εδώ σε θέλω ν’ αντέχεις να ζεις/κι απ’ τη μοναξιά σου να βγεις.

 

Ο κ. Παναγιώτης Θωμά είναι δρ θεολογίας (ΑΠΘ) και διδάσκει στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση