ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Να στραφούμε στις ΗΠΑ για διορισμό απεσταλμένου

Του ΜΑΡΙΟΥ ΗΛΙΑΔΗ

Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας στήριξε την πολιτική του στο Κυπριακό στην πρόθεσή του να εμπλέξει την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) πιο ουσιαστικά στη διαδικασία επανάληψης των διαπραγματεύσεων. Μετά την εκλογή του στην προεδρία του κράτους, ο κ. Χριστοδουλίδης διεκπεραιώνει επίμονα την πολιτική αυτή με επισκέψεις στις Βρυξέλλες και σε σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Χωρίς να υποτιμώ τη χρησιμότητα της προσπάθειας για εμπλοκή της Ε.Ε. στο Κυπριακό, και την ώς τώρα πολύτιμη πολιτική υποστήριξή της, πιστεύω πως ο διορισμός υψηλόβαθμου Ευρωπαίου απεσταλμένου για το Κυπριακό δεν θα είναι ικανός να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επίτευξη λύσης. Και τούτο για τους πιο κάτω λόγους.

Από την ένταξη της Κύπρου το 2004, ακόμα και πριν από αυτή, η Ε.Ε. ήταν ενεργά παρούσα στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος με την κατά καιρούς μόνιμη εδώ παρουσία ειδικών απεσταλμένων της για το Κυπριακό. Το 1994, ο τότε πρόεδρος της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ όρισε τον κ. Σερζ Αμπού ως εκπρόσωπό του στο πρόβλημα. Το 2012, ο επίσης πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ διόρισε τον κ. Πίτερ Βαν Νούφελ ως εκπρόσωπό του στο ίδιο θέμα. Το 2015 ο κ. Νούφελ επαναδιορίστηκε στην ίδια θέση. Κορύφωση της Ευρωπαϊκής εκπροσώπησης στο Κυπριακό υπήρξε η παρουσία της κας Φεντερίκα Μογκερίνι, του κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και του αντιπροέδρου της Επιτροπής κ. Φρανς Τίμερμαν στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό τόσο στην Γενεύη όσο και στο Κραν Μοντανά.

O διορισμός Ευρωπαίου απεσταλμένου για το Κυπριακό μικρή συμβολή στην προσπάθεια επίλυσης του θα έχει, καθότι ο οποιοσδήποτε απεσταλμένος –ακόμη και μια προσωπικότητα όπως η Άγγελα Μέρκελ– δεν μπορεί να ασκήσει ικανοποιητική επιρροή στα μέρη για να επιδείξουν, στο πλαίσιο πάντα των αποφάσεων και ψηφισμάτων του ΟΗΕ, την αναγκαία μετριοπάθεια και τόλμη που απαιτεί το χρονίζον πρόβλημά μας. Ο πιο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ο διορισμός ενός τέτοιου Ευρωπαίου απεσταλμένου δεν θα είχε αποτέλεσμα είναι γιατί μέχρι σήμερα η Ε.Ε. δεν έχει επιτύχει ικανοποιητικό επίπεδο συνοχής ώστε να εκφράζει μια ενιαία γραμμή στην προσέγγιση δυσεπίλυτων προβλημάτων της εποχής μας. Η επίγνωση από μέρους των άμεσα εμπλεκόμενων μερών, ιδιαίτερα της Τουρκίας, ότι η Ε.Ε. στερείται ενιαίας γραμμής ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά της να δράσει αποτελεσματικά. Ας μη μας διαφεύγει άλλωστε πως σημαντικές χώρες της Ένωσης όπως Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, πιθανόν και άλλες, διατηρούν πολύ σημαντικά επιμέρους συμφέροντα με την Τουρκία που τους υπαγορεύουν να συνεχίσουν μια πολύ μετριοπαθή, σχεδόν χλιαρή στάση απέναντι στη γείτονα χώρα ακόμα και όταν η ίδια, καθ’ ομολογία των Ευρωπαϊκών Θεσμών, παραβιάζει εξόφθαλμα το διεθνές δίκαιο. Πολλές χώρες –εταίροι μας στην Ένωση– συνεχίζουν χωρίς ταλαντεύσεις την παροχή γιγαντιαίας στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία που, αξιοποιώντας αυτήν ακριβώς τη βοήθεια απειλεί με ακρωτηριασμό την Ελλάδα και την Κύπρο, την ίδια δηλαδή την ευρωπαϊκή επικράτεια.

Πρόσθετος λόγος για τον οποίο η Τουρκία επιδεικνύει την πρωτοφανή ασέβεια και περιφρόνηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι η δυνατότητα που έχει να εκβιάζει την Ευρώπη, επικαλούμενη τη μεταναστευτική κρίση, που συνιστά σοβαρή απειλή για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Πέρα από τα πιο πάνω, η Ε.Ε. δεν φαίνεται να διαθέτει οποιαδήποτε σημαντική εμπειρία στον τομέα επίλυσης διεθνών διαφορών, εφόδιο αναγκαίο για την επιτυχία μιας τέτοιας προσπάθειας. Η ιστορία διδάσκει πως η Ένωση ουδέποτε αναμείχθηκε ενεργά και αποφασιστικά σε οποιοδήποτε διεθνές πρόβλημα.

Σε αντίθεση με την Ε.Ε., οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί σε πλειάδα δυσεπίλυτων διεθνών προβλημάτων, με σημαντική ενίοτε επιτυχία, όπως η αποκατάσταση των σχέσεων Ισραήλ – Αιγύπτου το 1978, η συμφωνία ειρήνευσης Ισραηλινών – Παλαιστινίων στο Καμπ Ντέιβιντ τη δεκαετία του ’90, η περίφημη συμφωνία Good Friday το 1998 στο Ιρλανδικό, η συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας-ΠΓΔΜ, η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, η συμφωνία αποκατάστασης σχέσεων του Ισραήλ με αραβικές χώρες με τη γνωστή πλέον Συμφωνία του Αβραάμ, που συμβάλλει καθοριστικά στην προοπτική αποκατάστασης της ειρήνης σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Στις μέρες μας βρίσκεται σε εξέλιξη η μεσολαβητική προσπάθεια των ΗΠΑ για αποκατάσταση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.

Δεν χρειάζονται άλλα παραδείγματα για να τεκμηριωθεί η άποψη πως οι ΗΠΑ διαθέτουν την αναγκαία εμπειρία και –κυρίως– το πολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα και κύρος για να είναι αποτελεσματικές στην όποια διαμεσολαβητική εμπλοκή.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σταθερή προσήλωση της Ουάσιγκτον στη λύση Ομοσπονδίας στο Κυπριακό, όπως προβλέπεται από τον ΟΗΕ, πιστεύω ότι αξίζει να μελετηθεί σοβαρά από την πλευρά μας το ενδεχόμενο υποβολής αιτήματος προς τις ΗΠΑ για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου του Αμερικανού προέδρου για το Κυπριακό. Δεν προσπερνώ αβίαστα τις επιφυλάξεις που μπορεί να εγείρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεδομένων των εύλογων συνειρμών που εξακολουθεί να προκαλεί η «αμερικανοποίηση» του Κυπριακού, λόγω ενστάσεων που οφείλονται σε ιστορικούς κυρίως λόγους. Πιστεύω όμως ότι ο αδιαμφισβήτητος πια δυτικός προσανατολισμός της χώρας μας και η διαχρονικά σθεναρή υποστήριξη των ΗΠΑ στη λύση της Ομοσπονδίας όπως προβλέπεται από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αμβλύνει κάθε φοβική αντίδραση ή ανησυχία που παραπέμπει στην ψυχροπολεμική περίοδο.

Βασική προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος είναι η από μέρους μας επίδειξη σοβαρότητας και αξιοπιστίας στα όσα διακηρύττουμε και προ παντός στα όσα υλοποιούμε. Εκτιμώ πως ένα τέτοιο αίτημα θα τύχει ακόμα πιο μεγάλης προσοχής από πλευράς ΗΠΑ, αν η πλευρά μας αντιμετωπίσει με σεβασμό και αυτοπεποίθηση το σύνοικο στοιχείο της τ/κ κοινότητας.

Η παρουσία μιας διακεκριμένης αμερικανικής πολιτικής προσωπικότητας, η οποία να εκπροσωπεί τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο, θα έδινε την δυνατότητα στην αμερικανική διπλωματία, που ήδη εμπλέκεται ενεργά στο θέμα αποκατάστασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, να ασχοληθεί ακόμα πιο ενεργά και με το δικό μας πρόβλημα. Είμαι βέβαιος ότι όλοι θα συμφωνούν ότι η ΗΠΑ είναι η μόνη ίσως χώρα που μπορεί να ασκήσει την επιρροή της προς την τουρκική κυβέρνηση κατά τρόπο ακόμα πιο ουσιαστικό και αποτελεσματικό. Επίσης, λόγω ακριβώς του ειδικού πολιτικού, διπλωματικού και οικονομικού εκτοπίσματος που διαθέτουν, είναι σε θέση να συνομιλούν πειστικά με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένου ιδίως του ΟΗΕ στο πλαίσιο του οποίου αναζητούμε τη λύση του προβλήματός μας.

Η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο δεν είναι θέμα που επηρεάζει μόνο τις σχέσεις Ε/κ – Τ/κ και Ελλάδας – Τουρκίας. Στις σημερινές συνθήκες του νέου διπολικού κόσμου που προέκυψε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Κυπριακό αποκτά νέα, ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση, που αξίζει να μελετηθεί σε όλο της το εύρος και βάθος.

Οι πιο πάνω σκέψεις διατυπώνονται με αγωνία για το μέλλον της Κύπρου, ιδιαίτερα μετά την επανεκλογή στην Προεδρία της Τουρκίας του κ. Ερντογάν, ενός ηγέτη που δεν αποκρύβει πλέον τις φιλοδοξίες του για τη μεγάλη Τουρκία του 21ου αιώνα. Αυτές ακριβώς τις προθέσεις επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά και στη διάρκεια της πρόσφατης παράνομης επίσκεψης του στην ευρωπαϊκή Κύπρο, πατρώα γη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Για να προλάβω τυχόν επιφυλάξεις από οπουδήποτε, δηλώνω κατηγορηματικά ότι υπήρξα ανέκαθεν και παραμένω προσηλωμένος στο ευρωπαϊκό όραμα καθώς και θιασώτης του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Ε.Ε. στην προσπάθεια για επίτευξη ενός συμβιβασμού στην Κύπρο, ώστε να γίνει χώρα ασφάλειας και ευημερίας για όλους τους νόμιμους κατοίκους της. Παρά ταύτα εξακολουθώ να πιστεύω βαθιά ότι στην παρούσα συγκυρία, ένεκα γεωπολιτικών, οικονομικών και άλλων παραγόντων, ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν οι ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί μοναδικά καταλυτικός για το μέλλον της ιδιαίτερης μας πατρίδας.

Ας προβληματιστούμε όλοι μας.

Ο κ. Μάριος Ηλιάδης είναι πρώην υπουργός.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση