ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Νεότερος ευεργετισμός (μέρος πρώτο)

Ένα από τα χαρακτηριστικά της μετεπαναστατικής Ελλάδας και των πρώτων δεκαετιών λειτουργίας του ελληνικού κράτους ήταν οι τεράστιες δωρεές των εύπορων και γενναιόδωρων Ελλήνων. Οι «εθνικοί ευεργέτες», όπως αποκαλούνται, συνέβαλαν με αυτόν τον τρόπο στη συγκρότηση και εδραίωση ενός οράματος για την Ελλάδα, στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και την πρόοδο των Ελλήνων. Τα ονόματα των Ζάππα, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Αρσάκη, Λεοντή (Βαρβάκη), Γεννάδιου, Μαρασλή, Λουΐζας Ριανκούρ, Ευθυμίας Κουμουνδούρου και δεκάδων άλλων αποτελούν πλέον κομμάτι της φαντασιακής συγκρότησης της νεοελληνικής κοινωνίας του πολιτισμού, των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.

Τα αρχιτεκτονικά τους οικοδομήματα, που κοσμούν κυρίως την Αθήνα, αποτελούν έργα χαραγμένα στη συλλογική μνήμη των σύγχρονων Αθηναίων και των Ελλήνων εν γένει. Ο ρόλος τους στην ενστάλαξη αξιών και προτύπων βίου υπήρξε καθοριστικός. Με λίγα λόγια, αυτοί διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μιας σύγχρονης αστικής κοινωνίας, στο πρότυπο των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, συμβάλλοντας έτσι στον ταχύτατο εκσυγχρονισμό της.

Στο βιβλίο της «Ευεργετισμός και νεοελληνική πραγματικότητα» (2016), η Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη αναλύει διεξοδικά τις διαφορετικές πτυχές του νεοελληνικού ευεργετισμού, από τις απαρχές του στον παροικιακό ελληνισμό και στις κοινότητες των Ελλήνων της διασποράς έως τον κοινωνικό και ιστορικό ρόλο της προσωπικότητας του ευεργέτη. Αξίζει να σταθούμε σε δύο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε μια πολύ συγκεκριμένη θεώρηση του κράτους και της κοινωνίας. Σύμφωνα με την πρώτη παρατήρηση, οι ευεργέτες θεωρούνται «οργανικοί διανοούμενοι» στον αγώνα για επικράτηση της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Η Σιδέρη παραπέμπει στο σπουδαίο έργο του Ιταλού σοσιαλιστή διανοούμενου Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937) για την ιδεολογική κυριαρχία. Σύμφωνα με τη δεύτερη παρατήρηση, η άνθηση του ευεργετισμού σχετίζεται με την ανεπάρκεια και τις ελλείψεις του κράτους. Δηλαδή, αν το κράτος λειτουργούσε ορθολογικά και ανταποκρινόταν στις ανάγκες των πολιτών του, δεν θα υπήρχε πεδίο δράσης για τους ευεργέτες. Θα ήταν χρήσιμο να δοθούν κάποιες διευκρινίσεις στα δύο αυτά σημεία.

Ο όρος «οργανικός διανοούμενος» δεν είναι απόλυτα σαφής στον Γκράμσι, κάτι που εξηγείται εύκολα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ιταλός φιλόσοφος έγραψε το σημαντικότερο μέρος του έργου του στις φυλακές του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Στα «Τετράδια φυλακής» εντοπίζονται και οι σκέψεις του πάνω στην ιδεολογική κυριαρχία και την «πάλη των τάξεων». Στα γραπτά αυτά ο Γκράμσι διαχωρίζει τον «παραδοσιακό διανοούμενο», λόγιο, συγγραφέα, φιλόσοφο, καλλιτέχνη, ρήτορα, από τον νέο τύπο διανοούμενου, απόρροια της τεχνικής εκπαίδευσης που συγκροτεί τη βάση του οικοδόμου, του γραφειοκράτη, του καθοδηγητή. Τον νέο τύπο διανοούμενου τον ονομάζει «οργανικό». Σημειώνει ο Γκράμσι: «Η ανερχόμενη κοινωνική ομάδα που αγωνίζεται να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία, προσβλέπει στον προσεταιρισμό του παραδοσιακού διανοούμενου με την ιδεολογία της, διαμορφώνοντας παράλληλα τους δικούς της οργανικούς διανοούμενους». Για τον Γκράμσι, όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι, καθώς «δεν υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα χωρίς νοητική λειτουργία, συνεπώς δεν μπορεί να διαχωριστεί ο homo sapiens από τον homo faber». Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό του Γκράμσι, οι εθνικοί ευεργέτες ήταν πράγματι διανοούμενοι. Ήταν όμως το τεχνικό προϊόν μιας αναδυόμενης κοινωνικής ομάδας που αγωνίζεται για την πολιτική κυριαρχία; Εάν γνώριζε την καταγωγή, τον αγώνα, την προσωπικότητα και το πάθος των μεγάλων ευεργετών μας, ο ίδιος ο Γκράμσι θα τους κατέτασσε στους «παραδοσιακούς» διανοούμενους του παροικιακού ελληνισμού και όχι στους «οργανικούς» διανοούμενους της αστικής τάξης.

Η δεύτερη παρατήρηση της Ματούλας Τομαρά-Σιδέρη είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με την πρώτη. Όντως, τις πρώτες δεκαετίες διαμόρφωσής του το ελληνικό κράτος υπήρξε από πολλές πλευρές ατελές. Η συμβολή των ευεργετών υπήρξε πράγματι θεμελιώδης, αφού συχνά συνέδραμαν το κράτος, για παράδειγμα, στην ίδρυση σχολών και νοσοκομείων. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε άραγε να συγκρίνουμε τον νεότερο ευεργετισμό με τις αρχαίες «λειτουργίες»; Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία είχε θεσπίσει τέσσερις «λειτουργίες», τη χορηγία, τη γυμνασιαρχία, την τριηραρχία και την εστίαση, ως τρόπο μεταβίβασης οικονομικών ευθυνών από την πολιτεία στους πλούσιους Αθηναίους πολίτες. Με αυτή την έμμεση ανακατανομή πόρων, η Πολιτεία ενίσχυε την άμυνα, τη σίτιση των απόρων, τα γράμματα και τον αθλητισμό και φυσικά τις τέχνες και τον πολιτισμό. Το όφελος του κοινωνικού συνόλου ήταν ανεκτίμητο. Μέσω των λειτουργιών, οι Αθηναίοι είχαν καταφέρει να συνδυάσουν το γόητρο της πόλης τους με την κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Πολλοί θεωρούν ότι οι λειτουργίες αποτελούσαν ένα είδος έμμεσου φόρου, τον οποίο επέβαλλε ο Δήμος στους πλούσιους Αθηναίους, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τον προσωπικό τους πλούτο προς όφελος της πόλης. Ο ρόλος τους, όμως, ήταν πολύ βαθύτερος και υπηρετούσε περισσότερο την κοινωνική ειρήνη παρά την αύξηση του δημόσιου πλούτου, προάγοντας έτσι τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ των τάξεων, φτωχών και πλουσίων, οι οποίοι προσέφεραν γενναιόδωρα και με προσωπική θυσία ό,τι θα μπορούσε με βία να τους αρπάξει το κράτος.

Μέσα από τη σύγκριση αυτή κατανοούμε ότι ο νεοελληνικός ευεργετισμός δεν λειτούργησε ποτέ ως συμπλήρωμα του κράτους, όσο αδύναμο κι αν ήταν αυτό. Και αντίστροφα, όσο ισχυρό και οργανωμένο κι αν είναι ένα κράτος, πάντα οι κοινωνίες θα χρειάζονται ευεργέτες. Κι αυτό γιατί οι ευεργέτες είναι κοινωνικοί διανοούμενοι που μέσα από την ευεργεσία τους εκφράζουν έμπρακτα μια άλλη αντίληψη για την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας, διαφορετική από εκείνη των γραφειοκρατών και πολιτικών καθοδηγητών του εκάστοτε κρατικού ή κομματικού μηχανισμού.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση