ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το τουριστικό προϊόν αναζητά όραμα

Του ΠΑΝΟΥ ΛΟΪΖΟΥ ΠΑΡΡΑ

Το πρόβλημα προϋπήρχε της πανδημίας. Μέχρι και το 2019, το εργατικό δυναμικό που ήταν πρόθυμο να εργαστεί στις τουριστικές επιχειρήσεις, δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες του κλάδου. Το εγχώριο εργατικό δυναμικό που βρισκόταν ακόμα στην ανεργία, επέλεγε άλλους κλάδους, που σιγά σιγά ανέκαμπταν μετά το δύσκολο 2013. Αποτέλεσμα ήταν να αναζητούνται λύσεις κοινοτικών εργαζομένων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να εργαστούν για σεζόν ή και για μεγαλύτερο διάστημα σε δύσκολες συνθήκες και συνήθως έξι μέρες τη βδομάδα. Ήταν ίσως ακόμα ενεργά τα κατάλοιπα της κρίσης κυρίως σε βαλκάνια και ανατολική Ευρώπη, που λόγω υψηλής ανεργίας, ήταν εύκολη η εξεύρεση εναλλακτικών επιλογών και μάλιστα σε συνθήκες ετεροβαρείς για τον εργαζόμενο.

Μέχρι που ήρθε η πανδημία, οπότε στέρεψε κι αυτό. Εν μέσω σκληρών μέτρων και περιορισμών, εκατομμύρια εργαζόμενοι/οικονομικοί μετανάστες επέστρεψαν πίσω στις χώρες τους. Ένας άλλος μεγάλος αριθμός εργατικού δυναμικού, που πλησίαζε στην αφυπηρέτηση, επέλεξε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, προσθέτοντας στις κενές θέσεις. Τώρα που σιγά σιγά ανοίγει και πάλι η παγκόσμια οικονομία, τα αεροδρόμια και το εμπόριο, οι εργαζόμενοι επανεξατάζουν τις επιλογές τους. Είτε στα ίδια επαγγέλματα που εργάζονταν προηγούμενως, είτε σε άλλα, όμως το σε ποια χώρα θα καταλήξουν, παραμένει ο άγνωστος Χ. Συνεπώς εδώ το πρόβλημα ξεπερνά την ελκυστικότητα του ξενοδοχειακού τομέα και περνά στην ικανότητα της χώρας, να προσελκύσει εργατικό δυναμικό στη βάση των συνθηκών διαβίωσης που παρέχει. Φαίνεται να ήρθε η ώρα να πληρώσουμε το τίμημα των λαθών των προηγούμενων ετών, που αφήσαμε στην άκρη την ανάγκη για προσιτές οικιστικές μονάδες και φτιάχναμε εκατοντάδες πολυτελή διαμερίσματα για να καλύψουμε μια στρεβλή ζήτηση. Ένας κοινοτικός δεν θα επιλέξει τη Λεμεσό για την καλοκαιρινή σεζόν, όταν το 60% του μισθού του θα εξαντλείται στο ενοίκιο, ενώ μπορεί να εργοδοτηθεί σε κάποια άλλη χώρα με ευνοϊκότερα δεδομένα. Ομοίως δεν θα αναζητήσει εργοδότηση στην ελεύθερη Αμμόχωστο που λειτουργεί μόνο έξι μήνες τον χρόνο και δεν αφήνει λεφτά στην άκρη για τους υπόλοιπους.

Όσοι εργοδότες είχαν την οικονομική ευχέρεια απορρόφησαν το κόστος στέγασης με την αγορά ή ανέγερση πολυκατοικιών για τους υπαλλήλους τους. Οι μικροί όμως είναι σε τραγικό αδιέξοδο. Την περίοδο 2017-2020, έγιναν επίσης σημαντικά βήματα στον κλάδο. Συντεχνίες και εργοδοτικές οργανώσεις προσπάθησαν να τον καταστήσουν πιο ελκυστικό. Οι μονάδες φιλοδωρήματος ενωματώθηκαν στον μισθό για να παραμένει σταθερός στις εναλλαγές της εποχικότητας, κατοχυρώθηκε το πενθήμερο και ο κατώτατος μισθός στις βασικές θέσεις εργασίας, καθώς και ταμείο προνοίας για όλους, όπου ο εργαζόμενος μπορεί να επιλέξει την καριέρα στον τουρισμό, έχοντας εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή συνταξιοδότηση. Την ίδια ώρα, ξενοδοχειακές μονάδες, που έχουν διαρκώς ανάγκες από μόνιμο προσωπικό, καταβάλλουν μισθούς υψηλότερους του κατώτατου και χάρη στην υψηλή κινητικότητα των εργαζομένων, παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας ανέλιξης σε μεσο-διευθυντικές θέσεις εργασίας.

Παρά τα πιο πάνω βήματα, κυριαρχεί ακόμα η δυστοκία στην εξεύρεση προσωπικού. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, η εργασία στον κλάδο είναι βαριά και δύσκολη. Και εδώ είναι που προτάσσεται συνήθως η απλοϊκή λύση, «δώστε ψηλότερους μισθούς να βρείτε προσωπικό». Αυτή η πρόταση θυμίζει εκείνο το αόρατο χέρι που ευαγγελίζεται μαγικώς και αορίστως να ισορροπήσει την προσφορά και τη ζήτηση, λες και δεν επιδρούν άλλοι εξωγενείς περιορισμοί και στρεβλώσεις. Κι αν επιτευχθεί ισορροπία που θα καθιστά ζημιογόνο τον κλάδο, που θα παν οι 40-50 χιλιάδες εργαζόμενοι; Ποιο είναι το ιδανικό σημείο ισορροπίας, όταν το μισθολόγιο ενός ξενοδοχείου συχνά ξεπερνά το 35% των εσόδων. Τα μεγάλα συγκροτήματα ενδεχομένως να έχουν ακόμα ορισμένα περιθώρια αυξήσεων, αλλά τα μικρότερα συνήθως εγκαταλείπουν τις πολύτιμες ανακαινίσεις των υποδομών τους με σοβαρό αντίκτυπο στην ποιότητα, ή μπαίνουν στον φαύλο κύκλο των All-inclusive. Ταυτόχρονα, η πρόταση αυτή είναι ενδεικτική της προβληματικής νοοτροπίας μας για τα επαγγέλματα του κλάδου. Η δουλειά ενός γκαρσονιού μπορεί μεν να φαντάζει εύκολη για τον καθένα μας, όμως απαιτεί δεξιότητα και εμπειρία για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του πελάτη, κυρίως σε ξενοδοχεία και εστιατόρια πολυτελείας. Ομοίως κι άλλες θέσεις εργασίας απαιτούν εξειδίκευση, για τις οποίες ο κλάδος είναι διατεθειμένος να δώσει λεφτά, κι όχι απλώς να κλείσει τρύπες με ψηλό κόστος χωρίς αντίκρισμα.

Ένα κλάδο που σωρευτικά συνεισφέρει πέραν του 14% στο ΑΕΠ, οφείλουμε να τον πάρουμε στα σοβαρά. Πρώτα απ’ όλα χρήζει σοβαρού σχεδιασμού σε βάθος πενταετίας, ώστε να εντοπίσουμε τις ανάγκες σε κλίνες και προσωπικό. Παράλληλα, το ΑΞΙΚ πρέπει να αναβαθμιστεί, με διετή/τριετή προγράμματα σπουδών σε θέσεις πρώτης γραμμής και σε ξένες γλώσσες, ώστε να προσελκύσει κοινοτικούς φοιτητές, διοχετεύοντάς τους μετά στον κλάδο. Είναι ώρα να εξετάσουμε ευκαιρίες για καινοτομίες και πρωτοτυπίες που θα φέρουν επενδύσεις. Η κυπριακή κουζίνα έχει μείνει στάσιμη και παραμελημένη για δεκαετίες, την ώρα που θα μπορούσε να ήταν το σημείο αναφοράς για το τουριστικό μας προϊόν. Αν θέλουμε να ανταγωνιζόμαστε τις γειτονικές χώρες σε ποιότητα αντί χαμηλές τιμές και μισθούς, θα πρέπει η εμπειρία που βιώνει ο επισκέπτης στην χώρα μας, να αποτελέσει το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα.

 

Ο κ. Πάνος Λοΐζου Παρράς είναι οικονομολόγος.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση