ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κυριάκος Μάτσης: Οπτική της πίστης που έτρεφε στο θείο

Της Δόξας Κωμοδρόμου*

Είναι με πραγματικό δέος, όπου κάθε χρόνο και τέτοιες μέρες η μνήμη γυρίζει πίσω για να θυμηθεί έναν άνθρωπο που η μορφή του σημάδεψε ανεξίτηλα αυτό το νησί. Πιο συγκεκριμένα η μνήμη γυρίζει στις 19 Νοεμβρίου 1958, τη στιγμή που στο χωριό Δίκωμο της (κατεχόμενης σήμερα) Επαρχίας Κερύνειας, ο αγωνιστής Κυριάκος Μάτσης αγκάλιαζε σταθερά και αταλάντευτα την αιωνιότητα, στο θυσιαστήριο του υπόγειου κρησφύγετου που τον φιλοξενούσε. Όταν Άγγλοι στρατιώτες περικύκλωσαν το σημείο κατόπιν προδοσίας, αρχικά προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την σύλληψή του. Εκείνος όμως, έκρινε διαφορετικά προτρέποντας τους δυο συντρόφους που ήταν μαζί του να παραδοθούν ώστε να γλυτώσουν τον θάνατο. Ο ίδιος όντας φιλοσοφημένο πνεύμα, είχε πάρει προ πολλού την απόφασή του. Στον διάλογο που ακολούθησε, τα λόγια του μοιάζουν σχεδόν ιστορικά: «Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας», φώναξε με στεντόρεια φωνή. Τότε ήταν που γράφτηκε και η τελευταία ηρωική πράξη για το καλό της πατρίδας, για την αγάπη στην ελευθερία.

Το ολοκαύτωμα του Κυριάκου Μάτση δεν υπήρξε απλά και μόνο αποτέλεσμα ενός ιδεολογικού παροξυσμού. Ενσυνείδητα υπερέβηκε τον εαυτό του ώστε να καταθέσει ό,τι πιο πολυτιμότερο διαθέτει κάθε άνθρωπος για την ιδιαίτερη του πατρίδα, αφού «σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος» κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή Καβάφη, με το αδάμαστο και οξυδερκές πνεύμα που τον χαρακτήριζε, άφησε παρακαταθήκη μαθημάτων αμετακίνητου χρέους. Ο Κυριάκος Μάτσης ακόμη και παρά το νεαρό της ηλικίας του ήταν μεστωμένος άνθρωπος και κοσμοπολίτης, διατηρώντας βαθιά ριζωμένη την ελληνική του ταυτότητα. Μεταξύ άλλων μελετούσε τον Σοπενχάουερ, αποφθέγματα και σκέψεις του Βούδα, πλατωνική φιλοσοφία, Ζήνωνα Κιτιέα, ευρωπαϊκή πεζογραφία.

Επιπλέον δεν είναι άγνωστη και η δράση του στα φυλάκια του Ελληνικού Στρατού κατά το 1948, όπου δίνει ομιλίες για την Κύπρο και το λαό της, ενώ ως φοιτητής της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης οργανώνει επισκέψεις και συζητήσεις σε μακρινά φυλάκια, σχετικά με την ανάγκη παλινόρθωσης της Ελλάδας ύστερα από την κατοχή. Ταυτόχρονα αρθρογραφεί και δημοσιεύει στον έντυπο τύπο της εποχής πύρινα κείμενα για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αμερόληπτο ήθος που τον χαρακτηρίζει όταν -παρά τις όποιες ιδεολογικές διαφορές- υπερασπίζεται στο δικαστήριο τον Γιαννάκη Δρουσιώτη, ο οποίος θα καταδικαζόταν για την κομμουνιστική δράση που ανέπτυξε.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ δεν αρνήθηκε ότι ήταν μέλος και αγωνιστής για την ελευθερία της Κύπρου από τους Άγγλους. Στα κρατητήρια της Ομορφίτας, σε συζητήσεις που ο Στρατάρχης Χάρντινγκ επιδίωξε να έχει μαζί του για το κυπριακό, προσπάθησε ακόμη και να τον εξαγοράσει προσφέροντας του μισό εκατομμύριο λίρες, ένα μυθικό χρηματικό ποσό για την εποχή, προκειμένου να αποκαλύψει που βρίσκεται ο Διγενής. Ο Μάτσης τότε όντας πνευματική προσωπικότητα και τρέφοντας πίστη σε αρχές και ιδανικά αποκρίθηκε με το γνωστό: «Ου περί χρημάτων ποιούμεθα τον Αγώνα, αλλά περί αρετής…», σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο τον πρόσβαλλε σοβαρά ως άνθρωπο.

Αυτές οι αρχές της πίστης, της πνευματικότητας, όπως και της μετρημένης θρησκευτικότητάς του, διασώζονται και στα ημερολόγια ή τις επιστολές που απέστελλε. Γράφει: «Ο μεγάλος άγνωστος, αυτός ο ταπεινός που δεν υπολογίζεται, αυτός στ’ αλήθεια είναι εκείνος που δεν συμβιβάζεται, που δεν δεσμεύεται που δεν λυγίζει. Πίσω του πανίσχυρος σύμμαχος δέκτης το πνεύμα του Θεού». Αλλού πάλι σημειώνει: «Το ξέρω πως ο δρόμος είναι δύσκολος μα είμαστε κι εμείς ακούραστοι. Δεν σου λέω, είναι στιγμές που νιώθουμε κάποιο κλονισμό. Έχουμε τις αδυναμίες μας, σωματικές και ψυχικές. Όμως πιο πάνω από κάθε αδυναμία στέκεται η δύναμη της Πίστης. Αυτή δίνει παλμό στην πνοή μας και μετατρέπει σε γίγαντα τ’ αδύναμο κορμί, που σκοπό του έβαλε στην πάλη να μη λυγίσει».

Σε μια επιστολή με ημερομηνία 29 Ιουλίου 1956, την οποία απέστειλε στον κουμπάρο του Χρίστο Χ’’ Χρήστου που διέμενε στις Σέρρες, διαφαίνεται και το φιλοσοφικό υπόβαθρο της σχέσης μέσω της οποίας ο Κυριάκος Μάτσης έβλεπε να αντικατοπτρίζεται ο Θεός: «…αν στην πραγματικότητα υπάρχει Θεός, σαν ποιος τάχα νάνε αυτός και σαν τι να εκπροσωπεί. Μη μου πείτε πως μιλώ με ασέβεια, κάθε άλλο. Πνεύμα ο Θεός. Κι αυτό το πνεύμα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το πνεύμα του καλού, το πνεύμα του δίκαιου, το πνεύμα του αληθινού, το πνεύμα που γεννά τα έργα τα μεγάλα, τους στοχασμούς τους ξεχωριστούς, τις θυσίες για το σύνολο. Κι αν προχωρήσουμε πιο θαρρετά, θα πρέπει να μη διαμφισβητήσουμε πως κάθε άνθρωπος που έχει μέσα του τις αρχές αυτού του Πνεύματος και δίνεται γι’ αυτές, έχει παράλληλα μέσα του και κάτι το θεϊκό, είναι ένας απόστολος αυτού του Θεού, είναι ένας μικρός Θεός. Έτσι τον βλέπω τον Θεό, σαν μια μικρογραφία στον άνθρωπο, που έχει ή πλησιάζει τα προτερήματα που θέλει να έχουμε μια θρησκεία, όποια κι αν είναι… όλοι οι άνθρωποι είμαστε μια ζύμη, ένα φύραμα, έχουμε τον ίδιο οργανισμό, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, πίνουμε το ίδιο νερό, χρησιμοποιούμε τις ίδιες τροφές και μπορούμε να αποκτήσουμε την ίδια ψυχική αρετή με την κατάλληλη καλλιέργεια. Κι είμαστε στο κάτω κάτω κατ’ εικόνα και ομοίωση Αυτού, κι έχουμε το ίδιο «πνεύμα…».

Αυτή η φιλοσοφική σχέση συνεπαγόταν και τη βιωματική διάσταση της πίστης, αφού καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεσσαλονίκη επισκεπτόταν τακτικά το Άγιο Όρος.

Σε γράμμα που αποστέλλει στους γονείς του κατά την Παραμονή Πρωτοχρονιάς στα 1958, λίγο καιρό πριν από τη θυσία του, γράφει: «Σεβαστοί μου γονείς… Πιστεύομεν ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα κι εσείς πρέπει να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσσει την λαμπράν τύχην να δώσωμεν τη ζωή μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να σκεφθώ γονείς που είναι πιο περήφανοι, παρα για τα παιδιά τους που έπεσαν για την πατρίδα… Την ελιά λοιπόν θα την βάλουμε φέτος λιβανωτό στο Θεό και θα τον παρακαλέσουμε με τον νέο χρόνο να χαρίσει και στο πολύπαθο νησί μας τη λύτρωση από τη σκλαβιά. Δεν μπορεί παρά να μας ακούσει ο καλός Θεός της Ελλάδας μας. Θα ρίξει το βλέμμα του στο δεινοπαθούντα λαό του και θα ανταμείψει τις θυσίες του…».
Γενικότερα ο Κυριάκος Μάτσης σε επιστολές, σημειώσεις ή κείμενα που έγραφε και σε ημερολόγια που κρατούσε, συνήθιζε στο τέλος να υπογραμμίζει με τη χρήση θρησκευτικών ψηγμάτων, την βαθιά και απροκατάληπτη προσωπική πίστη που έτρεφε στο θείο, όπως και τον ρόλο που διαδραματίζει ως ανώτερη δύναμη στα ανθρώπινα. Αντίστοιχα παραδείγματα παρατίθενται πιο κάτω:

1. Προς τον Νικόλαο Πατατράκαν στην Αθήνα, στις 26 Αυγούστου του 1946 τονίζει: «… με την ελπίδαν ότι λίαν προσεχώς θα κατορθώσω να σας συναντήσω εις Ελλάδα, εάν, συν Θεώ, ευοδωθούν οι σκοποί μας, ίνα δυνηθώ ούτω να σας ευχαριστήσω εκ του σύνεγγυς».

2. Προς τον φίλο και συναγωνιστή του Κώστα Κυριάκου στα Κρατητήρια Πύλας: «…Μόνο ο Θεός να μας φυλάει να είμαστε όλοι καλά και θα το γλεντήσουμε. Η καινούργια παρέα του 12 είναι ένα παράξενο συνονθύλευμα Μαραθευτών, Πίτσιλων και Σολιατών που συμπληρούται με έναν κατά λάθος Λευκωσιάτη, γνήσιον Παφίτη και κατά λάθος Παφίτην, γνήσιον Βαρωσιώτη και μάλιστα γείτονα, τον κ. Νίκον Χ’’ Νικόλα…»

3. Προς τους γονείς του στο Παλαιχώρι στις 11 Φεβρουαρίου 1946: «… Καλά να είμαστε και ο Θεός βοηθός. Με αγάπη και σεβασμό, ο γιός σας Κυριάκος».

4. Στο ημερολόγιο του γράφει τον Ιανουάριο του 1946 γράφει: «Ω Πίστη, ω υπέροχη δύναμη ακατάλυτη και παντοδύναμη, συ που κρύβεσαι μέσα μου κι είσαι δικιά μου. Δίνε μου υπομονή γρανιτένια για ν’ αντέχω, δύναμη κινητήρια για να ενεργώ, θέληση παγκυρίαρχη για να νικώ. Δείχνε μου τον δρόμο προς την τιμιότητα, έτσι που νάχω το θάρρος, ν’ αντικρίζω χωρίς φόβο ή ντροπή κανένα». Στις 3 Νοεμβρίου 1948: «Σήμερα άναψα ένα κερί στον Άγιο Δημήτριο…».

Όταν το άτομο καταφέρει να αποκτήσει ώριμη και οικουμενική συνείδηση, τότε ακριβώς είναι σε θέση να υπερπηδήσει τον εγωκεντρικό κύκλο της οριοθετημένης ζωής του. Έτσι μπορεί να υπερβαίνει την καθημερινότητα, προκειμένου να αφιερώσει ολόκληρη την ύπαρξή του στην υπηρεσία του γενικότερου καλού, εκπροσωπώντας ό,τι πιο ιδανικό έχει να καταθέσει στο «ταμείο ζωής» και παραδίνοντας τον εαυτό του στην πραγμάτωση ανώτερων πεποιθήσεων. Ο Κυριάκος Μάτσης, στη μικρή διάρκεια των τριάντα τριών χρόνων που έζησε, δεν είναι καθόλου τυχαία που επέλεξε τον μοναχικό και δύσκολο δρόμο που τον ανέδειξε σε ήρωα. Αγωνίστηκε μέσα στον κόσμο για τον κόσμο, μέσα στο πλήθος για το σύνολο, μέσα στους ανθρώπους για τον άνθρωπο. Βασανίστηκε όμως καλωσόρισε τις όποιες αντιξοότητες και αναμετρήθηκε κινούμενος ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, μαρτυρώντας τη δική του αλήθεια και πανανθρώπινα ιδεώδη. Για τον Κυριάκο Μάτση, ο θάνατος αποτέλεσε κορύφωση των παθών του, ευαγγελική προσομοίωση των φρονημάτων και οραματισμών του.

*Διδακτορική Φοιτήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση