ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Δεκαεφτά χρόνια μετά από τι;

Της ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Η συνειδητοποίηση πως αυτό που μοιάζει εξωπραγματικό μπορεί να υλοποιηθεί έστω και αν ο πόθος για πραγματοποίησή του είναι μεγάλος, είναι τις περισσότερες φορές μια απομακρυσμένη πιθανότητα. Όταν για παράδειγμα ο Ντενκτάς ανακοίνωνε 17 χρόνια πριν ότι επιτρέπει την ελεύθερη μετακίνηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προς και από τα κατεχόμενα δεν συνειδητοποιούσε ούτε ο ίδιος την επίδραση που θα είχε στην «πραγματικότητα» των Κυπρίων αυτή του η απόφαση. Θεωρώ πως η ελληνοκυπριακή κοινότητα βίωσε αυτή την απόφαση ακόμη πιο έντονα, αφού η στιγμή της ανακοίνωσης ανέτρεψε την «πραγματικότητα» που για 29 τουλάχιστον χρόνια βίωνε, ότι δηλαδή «ήταν αδύνατον να περάσει στην άλλη πλευρά ενόσω το Κυπριακό παραμένει άλυτο και ευθύνη για αυτό είχε αποκλειστικά και μόνο η αδιάλλακτη άλλη πλευρά που λειτουργούσε σαν μαριονέτα της Τουρκίας».

Μια «πραγματικότητα» που από το 1974 φρόντισαν να τρέφουν καθημερινά στη συνείδηση των Ελληνοκυπρίων οι εκάστοτε κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ, η εκπαίδευση και η Εκκλησία. Η καθημερινότητα των Ελληνοκυπρίων είχε πάντα μικρές και ανεπαίσθητες μεν δόσεις από αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, αποφασιστικότητα και ζήλο της ελληνοκυπριακής πλευράς για εξεύρεση μιας λύσης, πόνο και ανοικτό τραύμα των Ελληνοκυπρίων που παρουσιάζονταν πάντα να έχουν την αποκλειστικότητα ή τουλάχιστον την πρωτιά στον πόνο, καθοριστικές όμως δε για δημιουργία μιας συνείδησης τόσο συμπαγούς και απόλυτης που έμοιαζε με την αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ο πόθος των Ελληνοκυπρίων, ειδικά των προσφύγων είναι φυσικά αναντίλεκτος και απόλυτα δικαιολογημένος, η πλαισίωσή του και η εκμετάλλευσή του όμως από τους φορείς που ανέφερα προηγουμένως που τον μεγιστοποιούσε υπερθεματίζοντας την αδυναμία εκπλήρωσής του με κάθε ευκαιρία δεν είναι ούτε δικαιολογημένος, ούτε τυχαίος.

Και ξαφνικά μια ανακοίνωση ανατρέπει τα πάντα: «Η μετακίνηση από και προς τα κατεχόμενα επιτρέπεται». Η ανατροπή της πραγματικότητας φυσικά δεν ήταν άμεση αφού αρχικά έγιναν προσπάθειες για αμφισβήτηση της υλοποίησης της απόφασης αυτής. Το πρώτο στάδιο αμφισβήτησης ήρθε όπως ήταν αναμενόμενο από τους ίδιους τους πολίτες, «Μα είναι δυνατόν να μας αφήσουν οι Τούρτζιοι να πάμε;» Το δεύτερο και πολύ σημαντικό στάδιο ήρθε από την Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία που μετά από το αρχικό μούδιασμα που υπήρξε άρχισε τις προσπάθειες ηθικοποίησης της υλοποίησης της απόφασης με δηλώσεις όπως, «Το τείχος δεν έχει πέσει και το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί».

Το τρίτο φυσικά στάδιο ήρθε από όλους τους υπόλοιπους με πρωτοπόρους τα ΜΜΕ που κατά πλειοψηφία υιοθέτησαν τον λόγο της πολιτικής εξουσίας και που με τίτλους όπως «Τεχνάσματα Ντεκτάς» και «Τουρίστες στα σπίτια μας» φρόντισαν να επικυρώσουν τη διαδικασία ηθικοποίησης της πρόθεσης των Ελληνοκυπρίων να περάσουν στην άλλη πλευρά. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές όμως που παρόλες τις προσπάθειες δημιουργίας του νοήματος αυτού που συμβαίνει, οι πολίτες έδρασαν σαν κοινό που ενεργεί και όχι σαν μάζα που παθητικά υπακούει, καθορίζοντας οι ίδιοι, έστω και για λίγο, την ‘πραγματικότητα’ τους. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι στήθηκαν υπομονετικά και εμφανώς συγκινημένοι στην ουρά που σχηματίστηκε στο οδόφραγμα ώστε να περάσουν στην άλλη πλευρά, αψηφώντας τα όποια ρίσκα ή την ανηθικότητα που χρεώνονταν σε αυτή τους την πράξη. Και αφού πέρασαν, είδαν, βίωσαν πράγματα και καταστάσεις που τους βοήθησαν να συνειδητοποιήσουν ότι βασικά στοιχεία απουσίαζαν παντελώς από την πραγματικότητα των 29 χρόνων που κυριαρχούσε στις ζωές τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Οι περισσότεροι βρήκαν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοικτές, τα χέρια των Τουρκοκυπρίων συμπολιτών τους απλωμένα να τους καλωσορίζουν, άκουσαν ιστορίες για τον αποκλεισμό και την καταπίεση που βιώνουν οι Κύπριοι της άλλης κοινότητας και ένιωσαν συμπόνια γι’ αυτούς, ενώ οι παλιότεροι νοστάλγησαν τις στιγμές της ειρηνικής συνύπαρξης αλλά και την εποχή που το Κυπριακό δεν καθόριζε κάθε πλευρά την ταυτότητά τους.

Επιστρέφοντας στην άλλη πλευρά οι Ελληνοκύπριοι μίλησαν γι’ αυτά που βίωσαν και η φωνή αυτή αναγκάστηκε να ακουστεί δημόσια, γιατί τα ΜΜΕ πρώτα απ’ όλα έπρεπε να διατηρήσουν τον «μύθο του διαμεσολαβημένου κέντρου της αλήθειας» (μετάφραση της θεωρίας του Nick Couldry «myth of the mediated centre»), τον μύθο δηλαδή ότι τα ΜΜΕ έχουν μια προνομιακή σχέση με το κέντρο που περιέχει τις νόρμες, τους κανόνες της κοινωνίας και γι’ αυτό έχουν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να το αντιπροσωπεύουν. Ενδεικτικό ήταν πως οι τίτλοι στα δημοσιεύματα των ΜΜΕ άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν σε, «Το τείχος ράγισε» και «Επιστρέφουμε Πενταδάκτυλε, κρατήσου λίγο ακόμα». Φυσικά, η πλειοψηφία της πολιτικής εξουσίας ακολούθησε, αφού αναγκάστηκε και αυτή να αλλάξει την πλαισίωση του γεγονότος αφήνοντας την ηθικοποίηση εκτός του λόγου της και εστιάζοντας πλέον στο πώς θα έκανε τη μετακίνηση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων από και προς τα κατεχόμενα ομαλότερη ή λιγότερη «επικίνδυνη».

Στην επέτειο των 17 χρόνων της διάνοιξης των οδοφραγμάτων η ελεύθερη μετακίνηση στην άλλη πλευρά έχει δυστυχώς ξανά απαγορευθεί, το κατά πόσο έγινε δικαίως ή αδίκως αποτελεί μια άλλη μεγάλη συζήτηση που δεν αποτελεί μέρος του παρόντος άρθρου. Αυτό που αξίζει, όμως, να σημειωθεί με αφορμή την επέτειο αυτής της ιστορικής στιγμής της διάνοιξης των οδοφραγμάτων, είναι πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε πως αυτό που έχουμε μπροστά μας μπορεί να μοιάζει με την πιο συμπαγή πραγματικότητα, αλλά ένα αναπάντεχο γεγονός μπορεί εύκολα να την ανατρέψει και να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως τελικά αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι παρά μόνο μια υποκειμενικότητα που μπλοκάρει πολύ εύστοχα –και συχνά καθόλου τυχαία– το οπτικό μας πεδίο ώστε να μπορούμε να δούμε τις πολλές άλλες υποκειμενικότητες που συνυπάρχουν με την δική μας.

*Η κ. Χριστιάνα Καραγιάννη είναι λέκτορας ΜΜΕ και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Frederick.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Επιστολές: Τελευταία Ενημέρωση

X