ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ένα απλό ερώτημα για την Αμμόχωστο

* Των ΘΕΟΦΙΛΟΥ Β. ΘΕΟΦΙΛΟΥ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΑΡΕΣΤΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Χ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Την περασμένη Κυριακή ο κύριος Γιαννάκης Λ. Ομήρου, τέως πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δημοσίευσε ένα άρθρο στη εφημερίδα «Σημερινή» με τίτλο «Ένα Απλό Ερώτημα». Το ερώτημα, το οποίο είναι όντως απλό για κάθε άνθρωπο που διαθέτει έστω και στοιχειώδη κοινή λογική και το οποίο όμως παραμένει αναπάντητο για δεκαετίες, αφορά τα ψηφίσματα 550 του 1984 και 789 του 1992 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Τα ψηφίσματα αυτά προνοούν την άμεση μεταβίβαση της περιοχής των Βαρωσίων (και Βαρώσια ήταν όλη η περιοχή της Αμμοχώστου) στα Ηνωμένα Έθνη προς τον σκοπό επανεγκατάστασης των κατοίκων της, τούτο δε κατά προτεραιότητα και ανεξαρτήτως της λύσης του Κυπριακού. Η κατά προτεραιότητα επανεγκατάσταση στα Βαρώσια προνοείτο μάλιστα και στη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1979. Με αυτό το υπόβαθρο, θέτει λοιπόν ο κύριος Ομήρου το ερώτημα: «Είναι, ως εκ τούτου, απορίας άξιον, γιατί ενώ συζητούνται και αποφασίζονται ΜΟΕ, τα οποία, εν πολλοίς, οδηγούν σε διαμόρφωση συνθηκών ‘ομαλής και καλής γειτονίας’ μεταξύ ‘των δύο πλευρών’, αφέθη, με δική μας ευθύνη, στο περιθώριο ένα ΜΟΕ, περιβεβλημένο με την επίσημη έκφραση της συλλογικής βούλησης της διεθνούς κοινότητας, όπως είναι τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι μήπως δικαιολογία ότι μια τέτοια απάντηση θα προσέκρουε στην άρνηση της Τουρκικής πλευράς; Αλλά, αν αυτή είναι η νοοτροπία που χαρακτηρίζει την εκ μέρους μας διαχείριση του Κυπριακού, θα έπρεπε από καιρό να θεωρήσουμε ως ματαιοπονία κάθε κίνηση, πρωτοβουλία ή διάβημα με επίκληση της τουρκικής αδιαλλαξίας. Το καθήκον της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ελληνικής κυπριακής πλευράς είναι η άρνηση συζήτησης οποιουδήποτε ΜΟΕ, αν δεν εφαρμοστεί, κατά προτεραιότητα, ένα ύψιστο τέτοιο μέτρο, όπως είναι η επιστροφή της πόλης των Βαρωσίων».
Υποδεικνύει περαιτέρω ο κύριος Ομήρου ότι και τα επανειλημμένα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για μεταβίβαση της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη παραμένουν ανεκμετάλλευτα, αφού δεν υπάρχει ανάλογη προβολή και διεκδίκηση από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι εκτοπισμένες οικογένειες της Αμμοχώστου δικαιούνται να θέτουν και να ξαναθέτουν το ερώτημα που θέτει και ο κύριος Ομήρου και να απαιτούν απάντηση, όπως δικαιούνται να θέτουν και να ξαναθέτουν το ερώτημα και να απαιτούν απάντηση γιατί απερρίφθη η επανεγκατάσταση στα Βαρώσια που προνοείτο στο Αγγλοαμερικανοκαναδικό Σχέδιο του 1978 και που θα εγίνετο χωρίς όρους παρά μόνο με την έναρξη συνομιλιών για λύση ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των συνομιλιών. Τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών μας έδωσαν ένα ισχυρότατο διεθνές έρεισμα για διεκδίκηση της επανεγκατάστασης στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο δεν εκμεταλλευτήκαμε, ενώ καθήκον μας ήταν, όχι απλώς να μη συζητούμε άλλα ΜΟΕ, αν δεν εφαρμόζοντο πρώτα τα ψηφίσματα 550 και 789, όπως υποδεικνύει ο κύριος Ομήρου, αλλά να μη συζητούμε καν έναρξη οποιωνδήποτε συνομιλιών αν δεν εφαρμόζοντο πρώτα τα ψηφίσματα 550 και 789. Αυτό ήταν και το νόημα της κατά προτεραιότητα και ανεξάρτητα από τη λύση του Κυπριακού επανεγκατάστασης στα Βαρώσια. Αντί τούτου, στις δεκαετίες που ακολούθησαν αφήσαμε το τεράστιο αυτό ΜΟΕ, που θα ήταν και καταλύτης της λύσης, να περιθωριοποιηθεί και ουσιαστικά να εξουδετερωθεί, αφού το θέμα των Βαρωσίων συνεδέθη, όπως ήταν η τουρκική επιδίωξη, με τη λύση του Κυπριακού. Και ας μην υποκρινόμαστε. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν θέμα ευρύτερης πολιτικής, αλλά απότοκο της παρανοημένης «Αμμοχωστοποίησης» του Κυπριακού που συνδεόταν τόσο με την αλόγιστη συναισθηματική αντίληψη του «ή όλοι ή κανένας» όσο και ιδιαιτέρως με μεγάλα τοπικά οικονομικά συμφέροντα που το ίδιο αλόγιστα θεωρούσαν ότι θα επηρεάζοντο από την επανεγκατάσταση στην Αμμόχωστο, στερώντας έτσι από ένα μεγάλο αριθμό των εκτοπισμένων την αποκατάσταση στα δικαιώματα που όλοι οι μη εκτοπισμένοι απολαμβάνουν. Επήλθε έτσι η δαιμονοποίηση του θέματος της Αμμοχώστου, προς μεγάλη ζημία και της όλης υπόθεσης του Κυπριακού. Έκτοτε, το Κυπριακό παρέμεινε άλυτο και κατέστη συνεχώς πιο δυσεπίλυτο, η επί τόπου κατάσταση εδραιώνεται, η αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα συνεχίζεται, αφού οι Τουρκοκύπριοι μειώνονται και φεύγουν και οι έποικοι αυξάνονται και πληθύνονται, η επιρροή της Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές και η ισλαμοποίησή τους παγιώνονται χωρίς να αντιλαμβανόμαστε μέσα στην κατεστημένη μακαριότητα της ευημερίας και «ανάπτυξής» μας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, καμία έκταση των κατεχομένων περιοχών δεν ανεκτήθη παρά μόνο διαρκώς απειλείται επέκτασή τους, κανένας εκτοπισμένος δεν επέστρεψε στο σπίτι του παρά μόνο η πλειοψηφία των εκτοπισμένων έχουν αποβιώσει, οι κατεχόμενες περιοχές έχουν τύχει μη αναστρέψιμης κατοχής, αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης, και η Αμμόχωστος συνεχίζει να είναι βόρεια και δυτικά των τειχών μία νέα και σύγχρονη μεγάλη τουρκική πόλη, νοτιοδυτικά μία άθλια κατοικία εποίκων και νότια μία μεγάλη περίκλειστη έκταση που περιλαμβάνει όλη την περιοχή, η οποία ταυτίστηκε με τη θαυμαστή Αμμόχωστο του 1974 και που σπαταλιέται άσκοπα φθειρόμενη μέσα στις δεκαετίες.

Και τίθεται πάλι επιτακτικά το απλό ερώτημα του κυρίου Ομήρου, υπό το φως μάλιστα των σημερινών συνθηκών που εδώ και δύο σχεδόν χρόνια οι συνομιλίες διακόπηκαν και το Κυπριακό βρίσκεται σε τέλμα. Δεν μπορεί η υπόθεση της Αμμοχώστου, που εκρίθη από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας να είναι θέμα προτεραιότητας και ανεξάρτητο της λύσης του Κυπριακού, να παραμένει όμηρος της μη επερχόμενης λύσης και να μην τίθεται συνεχώς και πιεστικά από τη δική μας πλευρά ως συγκεκριμένη και σταθερή πολιτική ως το μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ο καταλύτης της ίδιας της λύσης. Το θέμα δεν μπορεί να αποφεύγεται, λέγοντας για δεκαετίες τώρα ότι επίκειται η λύση του Κυπριακού, διότι τα ίδια τα ψηφίσματα το αποσυνδέουν από τη λύση, ενώ και η λύση δεν επέρχεται. Ούτε λέγοντας προκαταβολικά ότι η Τουρκία δεν θα συναινέσει, διότι η Τουρκία έτσι όχι μόνο δεν πιέζεται, αλλά αποενοχοποιείται, ενώ η όποια επίκληση της Τουρκικής αδιαλλαξίας θα αναιρούσε κάθε προσπάθεια προόδου στο Κυπριακό. Εξ άλλου, σε προηγούμενα άρθρα μας είχαμε υποβάλει μία εμπλουτισμένη πρόταση για την Αμμόχωστο υπό το φως των συνθηκών που διαμορφώθηκαν μέσα στα χρόνια, η οποία παρέχει πολλά ωφελήματα και στους Τουρκοκυπρίους και θα μπορούσε να τύχει της στήριξης της ίδιας της Τουρκίας εφ’ όσον προωθείτο με πρωτοβουλία της πλευράς μας ως συγκεκριμένη πρόταση με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση της διεθνούς κοινότητας.

Η ουσία είναι, όπως υποδεικνύει ο κύριος Ομήρου, ότι το θέμα της Αμμοχώστου είναι «περιβεβλημένο με την επίσημη έκφραση της βούλησης της διεθνούς κοινότητας» και τα τελευταία χρόνια μάλιστα με την επίσημη έκφραση της βούλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των επανειλημμένων ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η όλη υπόθεση του Κυπριακού στηρίζεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να είναι τουλάχιστον απορίας άξιον γιατί τα ψηφίσματα 550 και 789 αφέθησαν με δική μας ευθύνη στο περιθώριο. Δεν μπορεί η διεθνής κοινότητα και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση να μας παρέχουν ερείσματα και εμείς να μην τα εκμεταλλευόμαστε. Είναι καθήκον της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ελληνοκυπριακής πλευράς η άμεση και απαρέγκλιτη προώθηση και πρόταξη των ψηφισμάτων 550 και 789.

*Ο κ. Θεόφιλος Β. Θεοφίλου είναι πρέσβυς ε.τ., πρώην μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

*Ο κ. Γεώργιος Κ. Αρέστης είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Kent, πρώην δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τέως δικαστής του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

*Ο κ. Δημήτριος Χ. Χατζηχαμπής είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Exeter, τέως πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση