ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η μάθηση στην εποχή της πανδημίας (μέρος II)

Για να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στην εργασία και την παιδεία, πρέπει να συλλάβουμε την παιδεία με οικονομικούς όρους. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι εργαλειοποιούμε την εκπαίδευση ούτε ότι «πραγμοποιούμε» τους συνανθρώπους μας, υποβιβάζοντάς τους σε χρηστικά αντικείμενα και στερώντας τους τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, όπως πίστευε ο μαρξιστής φιλόσοφος Georgvon Lukacs (1885-1971). Δεν σημαίνει επίσης ότι εκχυδαΐζουμε το ανθρώπινο πνεύμα, την τέχνη και τον πολιτισμό θυσιάζοντάς τα στον βωμό του χρήματος και του κέρδους, όπως πιστεύει μεγάλη μερίδα της γενιάς της πολιτισμικής κριτικής. Τουναντίον, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης μάς εμποδίζει να ερευνήσουμε μια σημαντική παράμετρο της σχέσης του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος με το βαθύτερο εγώ μας. Αν ορίσουμε την οικονομία ως την τέχνη της διαχείρισης και της επένδυσης των σπάνιων πόρων, τότε θα κατανοήσουμε εύκολα ότι η σχέση μας με τον εαυτό μας είναι πρωτίστως «οικονομική», αφού για τον καθένα από εμάς ο εαυτός μας είναι ο πιο σπάνιος πόρος, καταδικασμένος μάλιστα να στερέψει σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Όταν μάλιστα η μέρα αυτή μοιάζει αναπάντεχα να πλησιάζει λόγω της πανδημίας, τότε η φροντίδα του εαυτού μας γίνεται επιτακτική. Αυτή ακριβώς η έκτακτη κατάσταση ανοίγει ένα παράθυρο στη σχέση μας με τον εαυτό μας και με τον κόσμο.

Στην πραγματεία του για το «Ανθρώπινο Κεφάλαιο» (1964), ο βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ οικονομίας το 1992 Γκάρι Μπέκερ (1930-2014) αποδεικνύει μέσω στατιστικής συσχέτισης ότι η εκπαίδευση εξασφαλίζει υψηλότερα εισοδήματα. Αναλύοντας τα εισοδήματα των Αμερικανών απόφοιτων ανώτατων ιδρυμάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσοι έχουν πτυχίο πανεπιστημίου έχουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και πληρώνονται συστηματικά καλύτερα από όσους δεν έχουν. Ο Μπέκερ κάνει τη διαπίστωση ότι η ευφυΐα, η μάθηση ή η δεξιότητα προσδίδει αξία στο άτομο. Πιο συγκεκριμένα, του προσθέτει μεγαλύτερη ικανότητα παραγωγής κέρδους, αν θεωρήσουμε ότι ο κάθε εργαζόμενος αποτελεί ατομικό κεφάλαιο που επενδύεται στην αγορά εργασίας.

Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Μπέκερ, η ικανότητα για εργασία επενδύεται όπως ακριβώς και οι άλλες μορφές κεφαλαίου, επί παραδείγματι το χρήμα ή η γη. Με αυτόν τον τρόπο, ο οικονομολόγος μπορεί να υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα ο μισθός είναι η απόδοση του ανθρώπινου κεφαλαίου του εργαζομένου. Υπό αυτήν την έννοια, το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι ένα πλεονέκτημα που συνίσταται στην καλλιέργεια της ανθρώπινης νοημοσύνης, συλλογικής ή ατομικής. Για παράδειγμα το θεσμικό πλαίσιο και ο πολιτισμός ενός κράτους είναι συλλογικά ανθρώπινα κεφάλαια, τα οποία επιδρούν σημαντικά στον πλούτο των εθνών.

Μελετώντας τις θέσεις αυτές στο σεμινάριό του για την «βιοπολιτική» στο Κολέγιο της Γαλλίας το 1979, ο Μισέλ Φουκώ καταλήγει σε ορισμένα αξιοσημείωτα συμπεράσματα. Αυτό που εκτιμά ιδιαίτερα ο Γάλλος φιλόσοφος είναι η χρησιμοθηρική πλευρά της παιδείας, επειδή ξεφεύγει από τη συνήθη και ξεπερασμένη ηθικιστική και πατερναλιστική θεώρηση. Εξάλλου, αυτή η θεώρηση είχε αναδείξει μια εντελώς αναχρονιστική αντίληψη του ανθρωπισμού, σύμφωνα με την οποία για να γίνει κανείς «καλύτερος άνθρωπος» έπρεπε να έχει σπουδάσει. Αν αναλογιστεί κανείς πόσα εκατομμύρια απατεώνων έχουν λαμπρή ακαδημαϊκή παιδεία και πόσα δισεκατομμύρια έντιμων ανθρώπων δεν διαθέτουν παιδεία, τότε γίνεται εύκολα κατανοητό πόσο εσφαλμένη ήταν αυτή η θέση.

Ο Φουκώ εντάσσει την απόκτηση ανθρώπινου κεφαλαίου στον ευρύτερο προβληματισμό του για τη σωκρατική «επιμέλεια εαυτού». Οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος για τον εαυτό του μπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιό του. Η κατανάλωση, η ενασχόληση με τον αθλητισμό, τη μουσική, τον κινηματογράφο ή με άλλα χόμπι, οι καθημερινές του συναναστροφές ή ο χρόνος που περνάει με την οικογένειά του, με τους φίλους και τις παρέες του, τα ταξίδια ή οι διαδικτυακές περιπλανήσεις αποτελούν εξίσου επένδυση όπως και η φοίτηση στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Με τον ίδιο τρόπο, οι διακοπές είναι επένδυση όπως και η εργασία. Μάλιστα, υπ’αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι κάθε επαγγελματική απασχόληση είναι επένδυση στον χώρο της εργασίας. Η τελευταία, σε συνδυασμό με όλες τις άλλες επενδύσεις στον εαυτό μας, θα αυξήσει το ανθρώπινο κεφάλαιό μας και θα μας επιφέρει ακόμη καλύτερες αποδόσεις και υψηλότερα εισοδήματα. Συνεπώς στο επίκεντρο του ανθρώπινου κεφαλαίου δεν βρίσκεται η εργασία αλλά η φροντίδα του εαυτού μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι επενδύσεις είναι απαραίτητα καλές. Υπάρχουν και ζημιογόνες επενδύσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν αυξάνουν το ανθρώπινο κεφάλαιό μας, αλλά το κατασπαταλούν, υπονομεύοντας έτσι τις ικανότητές μας για εργασία.

Στην περίοδο της πανδημίας πλέον τα όρια ανάμεσα στον οικογενειακό και τον επαγγελματικό χώρο, τη φυσική και την εικονική παρουσία συγχέονται. Η απουσία κοινωνικής επαφής, η αδυναμία μετακίνησης για λόγους ψυχαγωγίας ή εργασίας, η βίαιη αλλαγή στις συνθήκες κατά τις οποίες απολαμβάνουμε πολιτισμικά αγαθά όπως το θέατρο, η μουσική και ο κινηματογράφος, ακόμη και οι περιορισμοί στην κατανάλωση υλικών αγαθών ή η σχεδόν μόνιμη απαγόρευση εξόδου σε μπαρ και εστιατόρια, βασικοί χώροι κοινωνικοποίησης, έχουν ανατρέψει τα δεδομένα μας. Όλες αυτές οι αλλαγές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά μάθηση δεν είναι η τυφλή προσήλωση σε τρόπους και νοοτροπίες του παρελθόντος, αλλά η βιωματική εμπειρία και η ικανότητα του ατόμου να εμπλουτίζει διαρκώς τον πνευματικό και ψυχικό του κόσμο. Η μεταβατική περίοδος που διανύουμε αποδεικνύει περίτρανα ότι μάθηση είναι η διαρκής επανεφεύρεση του εαυτού μας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X