ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο φίλος κι ο εχθρός

Πολλοί είναι αυτοί που πίστευαν στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ότι η παρουσία της Τουρκίας ως ηγεμονικής δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο ήταν όχι απλά επιβεβλημένη αλλά και θεμιτή. Η Τουρκία, ως επικρατούσα στρατιωτική δύναμη, ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, θα καλούνταν εκ των πραγμάτων να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο στη γειτονιά μας. Θα δρούσε έτσι ως τοποτηρητής της Ατλαντικής Συμμαχίας, στην οποία είχε και άριστα προσανατολίσει την εξωτερική και αμυντική της πολιτική για δεκαετίες. Σήμερα πλέον κανείς δεν αποδέχεται, τουλάχιστον δημόσια, μια τέτοια τοποθέτηση. Ωστόσο, αρκετοί σκέφτονται ότι η προσέγγιση της Τουρκίας με όρους «συμμαχίας» στην ανατολική Μεσόγειο είναι προτιμότερη από την οιονεί κατάσταση διαρκούς πολέμου που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Τι είδους «συμμαχία» θα μπορούσαν όμως να συνάψουν η Κύπρος και η Ελλάδα με την Τουρκία; Θα αρκούσε μια απλή οικονομική συμφωνία συνεκμετάλλευσης του πλούτου της ανατολικής Μεσογείου; Ή μήπως κάθε απόπειρα οικονομικής συμφωνίας θα επισκιαζόταν από την ανάγκηγια πολιτική και στρατιωτική «συμμαχία»;

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δύο διαφορετικούς όρκους, δηλωτικούς δύο διαφορετικών τύπων συμμαχιών μεταξύ πόλεων. Ο πρώτος, ηγεμονικού τύπου, συναπτόταν ανάμεσα σε μια ηγεμονική δύναμη και στα υποτελή σε αυτή κράτη. Για τη σύναψη της σχέσης υποτέλειας χρησιμοποιείτο η στερεότυπη φράση: «Τον αυτόν φίλον και εχθρόν νομίζειν». Με αυτόν τον τρόπο, αν για παράδειγμα η Αθήνα αναγνώριζε στη Σπάρτη τον εχθρό της και εκστράτευε εναντίον της, όλες οι συμμαχικές δυνάμεις έπρεπε να συμμετάσχουν στον πόλεμο. Αυτές οι συμμαχίες στηρίζονταν επίσης και στην οικονομική κυριαρχία του ηγεμόνα, καθιστώντας τις υπόλοιπες «συμμαχικές» δυνάμεις φόρου υποτελείς. Αυτό δεν συνέβαινε στην περίπτωση της καθαρά αμυντικής συμμαχίας, η οποία δηλωνόταν με την τυπική φράση: «Βοηθείν παντί σθένει κατά το δυνατόν». Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι σε περίπτωση που κάποιο από τα κράτη μέλη της συμμαχίας δεχόταν επίθεση από τρίτο κράτος, τα υπόλοιπα μέλη όφειλαν να συνδράμουν τον αμυνόμενο μόνο όσο ήθελαν και μπορούσαν. Αυτό εκ των πραγμάτων απέκλειε τη συμμετοχή των συμμάχων σε επιθετικό πόλεμο του ηγεμόνα, καθώς κανένα ελεύθερο κράτος δεν θα θυσίαζε τους πολίτες του και, δυνητικά, την ίδια του την ελευθερία για να υπηρετήσει τις υπέρμετρες φιλοδοξίες ενός επίδοξου δυνάστη. Επομένως, η δεύτερη συμμαχία αφορούσε ελεύθερα, ανεξάρτητα, ισότιμα αν και όχι ίσα σε ισχύ κράτη. Παρότι έχουν περάσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την αρχαία Αθήνα, οι σχέσεις συμμαχίας ή υποτέλειας μεταξύ των σημερινών εθνών κρατών ελάχιστα διαφέρουν από εκείνες των αρχαίων πόλεων κρατών. Για παράδειγμα, ενώ η Βορειοατλαντική Συμμαχία υπήρξε και υπάρχει ως σχέση ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ ελεύθερων κρατών, το σύμφωνο της Βαρσοβίας λειτούργησε ως σχέση υποτέλειας των ανατολικών χωρών προς την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηριστικό ήταν το αίσθημα απελευθέρωσης των λαών της ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989, οι οποίοι όχι μόνο αποτίναξαν τον δυνάστη «σύμμαχό» τους, αλλά και εντάχθηκαν σχεδόν αμέσως στη συμμαχία των ελεύθερων κρατών της Δύσης για να προστατευτούν από αυτόν. Μια συμμαχία με την Τουρκία του 21ου αιώνα σε ποιο από τα παραπάνω είδη θα παρέπεμπε; Καθίσταται όλο και περισσότερο σαφές ότι η Τουρκία δεν αρκείται πλέον στον ρόλο του τοποτηρητή του ΝΑΤΟ, αλλά χλευάζοντας τους συμμάχους της διεκδικεί θέση περιφερειακής και δυνάμει παγκόσμιας υπερδύναμης. Διεκδικεί εν ολίγοις τη θέση που κατείχε η οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τους αιώνες της ακμής της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη «συμμαχία» η οποία θα υπογραφόταν με την Τουρκία θα σήμαινε την πλήρη υποτέλεια του «συμμάχου». Οποιαδήποτε οικονομική σχέση θα έπρεπε να είναι αντανάκλαση της σχέσης υποτέλειας, αφήνοντας τη μερίδα του λέοντος στον κυρίαρχο και τα ψίχουλα στους υποτελείς του. Ενδεχομένως η Τουρκία να ήταν σε θέση να προχωρήσει σε ισότιμες οικονομικές και πολιτικές συμφωνίες με τους γείτονές της, εάν δε βρισκόταν σε φάση αυτοκρατορικής εξάπλωσης. Στην τωρινή χρονική συγκυρία επέκτασης της ισχύος της, οποιαδήποτε τουρκική παραχώρηση προς όφελος της Κύπρου και της Ελλάδος θα εκλαμβανόταν ως αδυναμία και υποχώρηση τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις υπόλοιπες χώρες, στις οποίες η Τουρκία επεκτείνει ή θέλει να επεκτείνει τα «συμμαχικά» της δικαιώματα.

Είναι όμως σε αυτή την περίπτωση η πολεμική αντιπαράθεση μονόδρομος; Αν αγαπάς την ειρήνη, προετοίμαζε τον πόλεμο, έλεγαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι βέβαια δεν αναγνώριζαν ποτέ κανέναν ως ίσον τους. Αν λοιπόν για τους Ρωμαίους «ειρήνη» σήμαινε την εξάλειψη κάθε δυνητικής απειλής, για εμάς σήμερα «ειρήνη» σημαίνει ισότιμη συμμετοχή σε διεθνείς συμμαχίες, οικονομικές και πολιτικές. Από μόνες τους όμως οι συμμαχίες αυτές δεν διασφαλίζουν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας. Στον βαθμό που για να είναι συμμαχίες ελεύθερων κρατών πρέπει να είναι αμυντικές συμμαχίες απαιτείται πολεμική προπαρασκευή. Η απαίτηση αυτή προκύπτει όχι τόσο από την ανάγκη να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις του εχθρού, αλλά από τη συνετή και συνεπήστάση απέναντι στους πραγματικούς κινδύνους ούτως ώστε να βεβαιωθούν οι σύμμαχοι ότι η οποιαδήποτε συμμετοχή τους σε ενδεχόμενο πόλεμο στο πλευρό μας θα είναι μικρή και σύντομη.

Την ίδια στιγμή, η πολεμική ετοιμότητα πολλαπλασιάζει τα θετικά αποτελέσματα της συμμετοχής σε αμυντικές συμμαχίες. Ο εχθρός κατανοεί και αυτός ότι οι σύμμαχοι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να συνδράμουν στην άμυνα του φίλου, όταν μπορούν να το κάνουν με το μικρότερο δυνατό κόστος και τα μέγιστα δυνατά οφέλη για αυτούς. Δημιουργείται έτσι μια τεράστια αποτρεπτική ισχύς, την οποία ο εχθρός δύσκολα μπορεί να αγνοήσει και αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική του. Εν κατακλείδι, η θωράκιση των συμφερόντων μας περνάει από το χέρι μας, όχι από της προθυμία των συμμάχων μας. Οι φιλικές διαθέσεις των συμμάχων είναι και δεδομένες και ειλικρινείς, δεν είναι όμως αυτοκαταστροφικές. Από εμάς εξαρτάται και να θέλουν και να μπορούν να μας συνδράμουν την ύστατη στιγμή.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση