ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τουρκία, ο «δερβέναγας» της περιοχής. Πώς αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις;

Από Όλγα Δέρβη Παπαδήμου

Διαβλέποντας την ολοένα αυξανόμενη «αδηφάγο» διάθεση της Τουρκίας και λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των ενεργειών της διαχρονικά, η πλευρά μας είναι ιδιαίτερα προσεκτική και σε διαρκή ετοιμότητα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από πολύ καλό σχεδιασμό, υπομονή και επιμονή, με σκοπό την εδραίωση της χώρας ως περιφερειακής υπερδύναμης. Ο ορθολογικός καθορισμός της πολιτικής μας και των επόμενων ενεργειών μας, επιτυγχάνεται αφού κατανοήσουμε πώς οδηγηθήκαμε μέχρι εδώ, μάθουμε από τα λάθη μας, αξιολογήσουμε με καθαρό μυαλό την υφιστάμενη κατάσταση και προβλέψουμε, στο μέτρο του δυνατού, τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, διαπιστώνει κάποιος ότι, από τη δεκαετία του 1980, η Τουρκία επιζητούσε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τότε). Αυτό βέβαια, δεν εμπόδιζε τους στρατιωτικούς που κυβερνούσαν ή ήλεγχαν της κυβερνήσεις της γειτονικής χώρας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να υιοθετήσουν μια καθαρά προκλητική στάση έναντι ενός μέλους της Ένωσης, της Ελλάδας, κυρίως στο Αιγαίο. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, γνωρίζοντας ότι το καθεστώς διακυβέρνησης στην Τουρκία ήταν εν πολλοίς αντιδημοκρατικό, με στέρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλών άλλων ελευθεριών, ήταν αρνητικοί στο αίτημα της χώρας για ένταξη της στην Ένωση, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως πρόσχημα την αρνητική στάση της Ελλάδας. Διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις, υπολογίζοντας ότι η ένταξη της Τουρκίας ίσως να επέφερε μια γενικότερη αλλαγή στην εριστική και προκλητική της στάση, κάτι που θα απέβαινε προς όφελος όλων, μετακινήθηκαν, υπό προϋποθέσεις, σε θέσεις υποστήριξης της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια, αυτό δεν θα μπορούσε και ούτε μπορεί να γίνει, εάν η χώρα δεν συμμορφωνόταν ή δεν συμμορφωθεί πλήρως με το ευρωπαϊκό δίκαιο και με όλους τους όρους που απαιτούνται για την ένταξη ενός κράτους στην ευρωπαϊκή οικογένεια, και αυτή είναι η βασική και αυστηρή προϋπόθεση που τίθεται εκ μέρους της ελληνικής και κυπριακής πλευράς.

Μετά τους στρατιωτικούς, στην Τουρκία ακολούθησαν κυβερνήσεις από διάφορους πολιτικούς χώρους και με διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά πάντοτε φιλικά προσκείμενες προς τους Αμερικάνους και μερικώς ή πλήρως ελεγχόμενες από τον στρατό, όπως αυτές του Οζάλ, του Ντεμιρέλ, του Ακμπουλούτ, του Γιλμάζ και της Τσιλέρ. Αυτό που ανησυχούσε ιδιαίτερα τη Δύση, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήταν η ανοδική πορεία και η αυξανόμενη επιρροή των Ισλαμιστών, με ηγέτη τον Ερντογάν. Οι Ισλαμιστές, κατάφεραν να περάσουν προς τα έξω μια εικόνα ανανέωσης, πείθοντας ότι μπορούν να κυβερνήσουν δημοκρατικά και να αποκαταστήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μάλιστα, προτάσσοντας ως μεγάλο τους στόχο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έπεισαν Αμερικάνους και Ευρωπαίους να δείξουν ανοχή στην επιδίωξή τους για κατάκτηση της εξουσίας.

Όταν τελικά κατάφερε να ανέλθει στην εξουσία το 2002, ο Ερντογάν «ξερίζωσε» το στρατιωτικό κράτος και, παράλληλα, άλλαξε σταδιακά πορεία πλεύσης, συνεπικουρούμενος από τον μετέπειτα Υπουργό Εξωτερικών και εμπνευστή του δόγματος του «Στρατηγικού Βάθους», Αχμέτ Νταβούτογλου. Σύμφωνα με το δόγμα Νταβούτογλου, η αξία μιας χώρας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή διαγράφεται από τη γεωστρατηγική της θέση και το ιστορικό της βάθος και αυτά θα πρέπει να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής της πολιτικής. Κατά τον Νταβούτογλου, η Τουρκία είναι προικισμένη με μοναδικό τρόπο και με τα δύο. Μοιραία λοιπόν, η στόχευση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αφού Ερντογάν και Νταβούτογλου πίστεψαν ότι εάν η Τουρκία παραμείνει προσηλωμένη μόνο στη Δύση, δεν θα διαφέρει από τις υπόλοιπες χώρες. Με βάση το «δόγμα» τους, και εμπνεόμενοι από την πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, έκριναν ότι η Τουρκία έπρεπε να επεκτείνει την επιρροή της προς τις γύρω χώρες και κυρίως, προς τον αραβομουσουλμανικό κόσμο και προς τον Καύκασο. Επιπλέον, έπρεπε να κυριαρχήσει στον θαλάσσιο χώρο που την περιβάλλει, ακόμη και πιο πέρα. Παράλληλα, ο Ερντογάν άρχισε να αμφισβητεί εντονότερα τη Συνθήκη της Λωζάνης, που ανέκαθεν αμφισβητείτο από τους Τούρκους, αφού με αυτή επισφραγίστηκε η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθορίστηκαν τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας και επιβλήθηκε ο συμβιβασμός της με μία νέα κατάσταση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη είχε χαρακτήρα αμοιβαιότητας, διαχρονικά παρατηρείται σωρεία παραβιάσεων εκ μέρους της Τουρκίας και δυστυχώς, με την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων.

Σήμερα, στο πλαίσιο της πιο πάνω τακτικής αμφισβήτησης της διεθνούς νομιμότητας, της επεκτατικής πολιτικής της και της επιδίωξης του στόχου της ανάδειξής της σε περιφερειακή υπερδύναμη, και παρά το ότι μια από τις αρχές του δόγματος του «Στρατηγικού Βάθους» είναι η επιδίωξη μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες, η Τουρκία έχει ήδη υιοθετήσει μια νέα σειρά αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας. Στόχος είναι η περαιτέρω μεταβολή του εδαφικού status quo, καθώς και του νόμιμου καθεστώτος στον θαλάσσιο και στον εναέριο χώρο. Ειδικά τώρα που ο ενεργειακός πλούτος στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες της Κύπρου και της Ελλάδας φαίνεται να είναι μεγάλος, ο Ερντογάν έχει «αφηνιάσει», εκφράζοντας, ευθέως και με κάθε δυνατό τρόπο, την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών, οι οποίες μάλιστα ανήκουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια των 27. Δείχνει, μάλιστα, αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτε στην τύχη και το άκρο στο οποίο μπορεί να φτάσει, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Βέβαια, για να φτάσει μέχρι εδώ και να ενεργεί ως ο «δερβέναγας» της περιοχής, ο «νεοσουλτάνος» Ερντογάν, με μεθοδικές και συστηματικές κινήσεις, έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει είτε τη σύμφωνο γνώμη είτε την ανοχή ή ακόμα και την εξ-αναγκαστική σιωπή τόσο των κυβερνήσεων των γειτονικών κρατών όσο και των κυβερνήσεων των Η.Π.Α, της Ρωσίας, ακόμα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσεταιρισμός μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ευρώπη και κυρίως στα Βαλκάνια, η στήριξη προς τις ισλαμικές αδελφότητες για αναρρίχηση στην εξουσία των χωρών τους, ο έλεγχος των συνόρων Ασίας-Ευρώπης σε σχέση με τις ροές πολιτικών προσφύγων ή άλλων μεταναστών, η σύναψη νόμιμων ή και παράνομων συμφωνιών με χώρες που κατέχουν γεωστρατηγική θέση και έχουν κοινά συμφέροντα με την Τουρκία, είναι μόνο μερικές από τις κινήσεις Ερντογάν για να εξασφαλίσει την αποδοχή των ενεργειών του. Διά των προγραμματισμένων και μεθοδικών αυτών κινήσεων, και εκμεταλλευόμενος την ασάφεια και τις αναπροσαρμογές της πολιτικής των Η.Π.Α. και της Ρωσίας, καθώς και τη, μέχρι στιγμής, απουσία καθοριστικής στάσης της Ευρώπης, ο Ερντογάν κατόρθωσε να παίζει διπλωματικά και στρατιωτικά παιχνίδια με τους ισχυρούς, προωθώντας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τους έκνομους σχεδιασμούς του.

Αποθρασυνόμενος δε στον μέγιστο βαθμό, αφού η όποια αντίδραση του διεθνούς παράγοντα είναι χλιαρή ή θεωρητική, ο Ερντογάν «ενισχύει» αυτή την περίοδο το «Στρατηγικό Βάθος» που του ενέπνευσε ο «αποστάτης» πια Νταβούτογλου, με τον όρο «Γαλάζια Πατρίδα». Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται το τελευταίο διάστημα από πολλούς τούρκους αξιωματούχους και κυρίως από τον Υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ. Η «Γαλάζια Πατρίδα» ουσιαστικά προβλέπει στη διεκδίκηση, με κάθε δυνατό τρόπο, όλων των θαλάσσιων περιοχών που η Τουρκία θεωρεί ότι της ανήκουν, πολύ περισσότερο τώρα που ανακαλύφθηκαν και οι πηγές ενέργειας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο . Μάλιστα, ο ίδιος ο Ακάρ δηλώνει πως «Στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο και οπουδήποτε αλλού, δεν είναι δυνατόν να απεμπολήσουμε κανένα δικαίωμά μας», εννοώντας ξεκάθαρα ότι κανένας δεν θα αφεθεί να θέσει ή να λύσει ζητήματα υφαλοκρηπίδας, χωρίς προηγουμένως να ερωτηθεί και να συμφωνήσει η Άγκυρα.

Στο παρόν στάδιο, και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η προκλητική αυτή στάση της Τουρκίας σίγουρα δεν πρόκειται να αλλάξει αλλά μάλλον θα ενταθεί, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών εξελίξεων αλλά και τις επιθετικού χαρακτήρα ενέργειες που, αναμφίβολα, ταυτίζονται με τις χωρίς τέλος παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας και είναι σύμφυτες της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής τουρκικού κράτους που, ασφαλώς, πηγάζουν από τη νέο-οθωμανική του νοοτροπία. Προφανώς, από αυτή την τακτική της Τουρκίας στο πολιτικό σκηνικό, κινδυνεύουν περισσότερο η Κύπρος και η Ελλάδα. Είναι γι’ αυτό, άλλωστε, που οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών επιδιώκουν μια «σοφή», κοινή στρατηγική αντιμετώπισης και εξουδετέρωσης των προκλήσεων της Τουρκίας, που θα περιλαμβάνει και την εξεύρεση των μηχανισμών εκείνων που θα συμβάλλουν στην έγκαιρη διάγνωση των προθέσεών της. Με αυτό τον τρόπο, η πλευρά μας θα είναι ένα βήμα μπροστά. Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται συστράτευση όλων, ενότητα, ομόνοια και καθορισμός κοινών στόχων, τόσο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου όσο και μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου. Χρειάζεται μια εθνική στρατηγική, μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ευκαιριακά κομματικά οφέλη. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε, πρώτον, να φτάσουμε επιτέλους σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος και, δεύτερον, να διαφυλάξουμε τον θαλάσσιο μας χώρο, στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, όπου βρίσκονται και οι πηγές του ενεργειακού μας πλούτου. Το πλαίσιο αυτό θα συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση και όρο sine qua non προκειμένου να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα και την κυριαρχία μας ως Κράτος. Ευχή όλων μας, οι πηγές πλούτου να αποτελέσουν «ευλογία» για τη χώρα μας και όχι «κατάρα».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X