ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ελλάδα: Το Κύπελλο Πάσχα, πώς θεσμοθετήθηκε και πώς έσβησε

Στήθηκε πάνω σε μια μεγάλη κόντρα και εξελίχθηκε σε μια κοινωνική εκδήλωση

Χρήστος Κοντός

Θεσμός μιας άλλης εποχής, το Κύπελλο Πάσχα ήταν για πολλά χρόνια κάτι πολύ περισσότερο από μια διοργάνωση με εορταστικό χαρακτήρα λόγω των ημερών.

Στήθηκε πάνω σε μια μεγάλη κόντρα έτσι όπως ξεκίνησε και εξελίχθηκε σε μια κοινωνική εκδήλωση, με χιλιάδες φιλάθλους να την παρακολουθούν σαν να πηγαίνουν στο… Μέγαρο Μουσικής και όχι απλά στο γήπεδο.

Ηταν εποχές που το ποδόσφαιρο δεν ήταν απλώς μια αναμέτρηση 90 λεπτών αλλά ένα κοινωνικό γεγονός, που ειδικά τις ημέρες του Πάσχα αποκτούσε μια ξεχωριστή διάσταση. Ο κόσμος δεν πήγαινε στο γήπεδο με τα καθημερινά του, αλλά με τα ρούχα της Κυριακής, τα καλύτερα που είχε και που τα φορούσε στην εκκλησιά ή σε μεγάλες γιορτές, όπως η Λαμπρή.

Ο θεσμός του Κυπέλλου του Πάσχα ξεκίνησε μέσα σε ένα πολεμικό περιβάλλον το 1928 και κάπως έτσι τελείωσε 36 χρόνια αργότερα, το 1964, με θυελλώδη επεισόδια που οδήγησαν στην απόφαση να μπει οριστικά ένα τέρμα πριν επέλθει ο ολοκληρωτικός ξεπεσμός. Αυτές τις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες της ζωής του, ήταν μια διοργάνωση που κέρδισε τους φιλάθλους και βοήθησε το ποδόσφαιρο να μεγαλώσει, να βγει από τα σπάργανα και να εξελιχθεί στο πιο δημοφιλές σπορ, μέσα σε ένα πνεύμα αμοιβαιότητας εντελώς ξένο με την αντιπαλότητα της σημερινής εποχής.

Το πρώτο Κύπελλο Πάσχα διοργανώθηκε το 1928, από τρεις ομάδες που ξεκίνησαν χέρι – χέρι τότε αλλά στην πορεία των χρόνων, βρέθηκαν στα χαρακώματα, πολεμώντας η μία την άλλη ακόμα και έξω από τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου. Ηταν μια εποχή που το ποδόσφαιρο προσπαθούσε να οργανωθεί και να ξεφύγει από τον στενό, τοπικιστικό, χαρακτήρα που επέβαλλε η δυσκολία των μετακινήσεων.

Το να γίνει ένα πρωτάθλημα με τη συμμετοχή ομάδων απ’ όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας ήταν ουτοπικό. Για να πάει κανείς από την Αθήνα στην Καβάλα ή την Κρήτη με τα μέσα της εποχής, κόστιζε πολύ σε χρόνο και χρήμα, σε σημείο που να είναι απαγορευτικό σε ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές να παρατάνε τη δουλειά τους και να τρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη στα γήπεδα όλης της χώρας, για ένα άθλημα δεν μπορούσε να τους συντηρήσει οικονομικά.

Η νεοσύστατη (από το 1926) ΕΠΟ προσπάθησε να επιβάλει τους δικούς της κανόνες και για να αποκτήσει οικονομική αυτοδυναμία, διεκδίκησε ποσοστό από τα λιγοστά χρήματα που εισέπρατταν οι ομάδες από τη μοναδική πηγή εσόδων τους, τα εισιτήρια. Η πρώτη αντίδραση ήλθε από τον Ολυμπιακό, ο οποίος αρνήθηκε να παραχωρήσει ποσοστό από τα έσοδά του και απείλησε την Ομοσπονδία ότι δεν θα αγωνιστεί στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα τον Σεπτέμβριο του 1927, με τη συμμετοχή των ομάδων που είχαν κερδίσει τον τίτλο στα τοπικά πρωταθλήματα Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.

Για να δείξει πυγμή, η νεοσύστατη ΕΠΟ τιμώρησε τον Ολυμπιακό με πολύμηνη διαγραφή από τα μητρώα της και απαγόρευση της συμμετοχής του σε αγώνες, ακόμα και φιλικούς. Στο πλευρό των «ερυθρολεύκων» βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο Παναθηναϊκός και η ρήξη έγινε χάσμα όταν η ΑΕΚ τράβηξε ακόμα παραπέρα το σκοινί, αρνούμενη να αγωνιστεί στις 29 Οκτωβρίου σε φιλικό παιχνίδι με τον Απόλλωνα, τα έσοδα του οποίου προορίζονταν για το ταμείο της ΕΠΟ.

Ενα δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» την παραμονή της «ανταρσίας» της ΑΕΚ (28/10) με την υπογραφή του Δημήτρη Καραμπάτη, βαλκανιονίκη αθλητή του Πανιωνίου και μετέπειτα δημοσιογράφου, ήταν ενδεικτικό του κλίματος:

«Χθες τη νύχτα εκυκλοφόρησαν φήμαι περί εκρήξεως … ποδοσφαιρικού κινήματος των τριών συνεργαζόμενων Σωματείων, Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού και Ενώσεως Κωνσταντινουπόλεως, αι οποία επισημοποιήθηκαν εξ ενός εντύπου το οποίο μας απέστειλαν εις τα γραφεία μας δι’ ου και μας εγνώριζαν ότι ο αγών Ενώσεως Κων/πολεως-Απόλλωνος αναβάλλεται επ’ αόριστον και ότι αντ’ αυτού θα τελεσθή έτερος αγών, εις το γήπεδον του Παναθηναϊκού μεταξύ δυο μικτών ομάδων, αποτελούμενων εκ των ποδοσφαιριστών των συνεργαζόμενων Συλλόγων Π.Ο.Κ. Είναι γνωστόν ότι ο σημερινός αγών θα ετελείτο υπέρ της οικονομικής ενισχύσεως της Ομοσπονδίας. Πάντως η στάσις αύτη της Ενώσεως Κωνσταντινουπόλεως συγκατατεθείσης εις το να μη κατέλθει εις τον σημερινόν αγώνα και δη τη νύκτα της παραμονής, κάθε άλλο είναι ή τιμητική δι αυτήν».

Η ΕΠΟ δεν έβαλε νερό στο κρασί της κι αποφάσισε αντί να διαπραγματευθεί, να διαγράψει (αρχικά για τέσσερις μήνες και εν συνεχεία επ’ αόριστο) τις τρεις ομάδες από τα μητρώα της και να διοργανώσει τα τοπικά πρωταθλήματα χωρίς αυτές. Υπήρχε όμως ένα λεπτό σημείο: αυτές οι τρεις ομάδες ήταν οι δημοφιλέστερες της εποχής, έχοντας από τότε κερδίσει την αγάπη της πλειοψηφίας των ποδοσφαιρόφιλων. Τρεις ιστορικοί ηγέτες τους, ο Απόστολος Νικολαΐδης του Παναθηναϊκού, ο Θανάσης Μέρμηγκας του Ολυμπιακού και ο Κώστας Κωνσταντάρας της ΑΕΚ, θείος του ηθοποιού Λάμπρου Κωνσταντάρα, αποφάσισαν να συνασπιστούν οι ομάδες τους και να κοντράρουν την ΕΠΟ, υπογράφοντας ένα συμφωνητικό που γέννησε το περίφημο ΠΟΚ, το οποίο απέκτησε γρήγορα δύναμη πολύ μεγαλύτερη της Ομοσπονδίας.

«Υπέγραψαν συμβόλαιο φιλίας και συνεργασίας προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων των σωματείων τούτων, θέσαντες συνάμα και ποινικήν ρήτραν 50.000 δρχ. δια τον αθετούντα την υπόσχεσίν του Σύλλογον» έγραψε η εφημερίδα «Εμπρός» παρουσιάζοντας στο φίλαθλο κοινό τη συμμαχία του ΠΟΚ, δηλαδή του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Κέντρου από τα ακρωνύμια των ονομάτων του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ («Κωνσταντινουπολίτες»).

Ο συνασπισμός αυτών των τριών ομάδων γέννησε τρεις διοργανώσεις που κέρδισαν αμέσως το ενδιαφέρον των φιλάθλων και πρόσφεραν στους «συμμάχους» σημαντικά έσοδα από τα χιλιάδες εισιτήρια: το Κύπελλο Πάσχα, το Κύπελλο Σεπτεμβρίου και το Κύπελλο Χριστουγέννων. Η πρώτη διοργάνωση έγινε το Πάσχα του 1928 και ήταν απόλυτα επιτυχημένη, καθώς είχαν προσκληθεί και δύο ξένες ομάδες, η Μπεογκράτσκι από τη Γιουγκοσλαβία και μια μικτή από τη Ρουμανία με παίκτες από τη Σπάρτα και τη Βένους Βουκουρεστίου, που αποτέλεσαν «μαγνήτη» για τους Ελληνες φιλάθλους.

Οι αγώνες έγιναν στη Λεωφόρο, ένα γήπεδο εκείνα τα χρόνια μπροστά από την εποχή του. Στην πρώτη διοργάνωση, η χωρητικότητά του ήταν 6 χιλ. ορθίων θεατών και γέμισε ασφυκτικά όλες τις μέρες των αγώνων, που ξεκίνησαν στις αρχές της Μ. Εβδομάδας και ολοκληρώθηκαν την Κυριακή του Πάσχα. Αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον που κορυφώθηκε την επόμενη χρονιά με την πρόσκληση δύο διάσημων ουγγρικών ομάδων, της Φερεντσβάρος και της Ούιπεστ, οδήγησε στην εξέλιξη του γηπέδου σε ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε τις επόμενες δεκαετίες.

Πρώτα κατασκευάστηκε μέσα στο 1928 ξύλινη εξέδρα χωρητικότητας 1.200 θεατών στην πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, μετά ακολούθησε η πρώτη τσιμεντένια εξέδρα στην Ελλάδα χωρητικότητας 1.500 θεατών (είχε και αίθουσες για άλλα σπορ από κάτω της), το 1933 σκεπάστηκε με στέγαστρο και εν συνεχεία έγινε σταδιακή αύξηση της χωρητικότητάς του σε 18 χιλ. θεατές, με χλοοτάπητα και ηλεκτροφωτισμό, πάντα για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Η λαοφιλία των τριών μελών του ΠΟΚ σε συνδυασμό με τον ερχομό ξένων ομάδων, έδωσε σ’ αυτές τις διοργανώσεις έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, πολύ πιο σημαντικό από τα πρωταθλήματα της ΕΠΟ που γίνονταν με ομάδες μικρότερης εμβέλειας και με την παρουσία λιγοστών φιλάθλων. Κλήθηκαν να συμμετάσχουν στα τουρνουά κι άλλες ομάδες όπως ο Απόλλωνας με τον Αθηναϊκό, ενώ δημιουργήθηκε και μια μικτή ΠΟΚ που το φθινόπωρο του 1931 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για δύο φιλικά στο Ταξίμ με τις μικτές Γαλατά και Φενέρ, τα οποία έληξαν ισόπαλα.

Τρεις μήνες αργότερα, οι Τούρκοι ήλθαν στην Ελλάδα για τη ρεβάνς και γνώρισαν βαριά ήττα με 4-1 στο πρώτο παιχνίδι στη Λεωφόρο, παίρνοντας ισοπαλία 2-2 στο δεύτερο. Περισσότεροι από 10 χιλ. φίλαθλοι παρακολούθησαν με μεγάλο ενθουσιασμό τους αγώνες με τη μικτή Φενέρ-Γαλατά, νούμερο που ούτε κατά διάνοια μπορούσαν να συγκεντρώσουν όλα μαζί τα παιχνίδια των πρωταθλημάτων που διοργάνωνε ΕΠΟ χωρίς τη συμμετοχή των ομάδων του ΠΟΚ.

Η Ομοσπονδία υπαναχώρησε και δέχτηκε στις αγκάλες της τους αποστάτες, αλλά η εξέλιξη αυτή δεν ακύρωσε τις διοργανώσεις τους, ειδικά το Κύπελλο Πάσχα που γινόταν την Ανοιξη σε εορταστικό κλίμα και συγκέντρωνε πάντα πολλούς φιλάθλους, με πολλά έσοδα για τις ομάδες. Ο Εθνικός ήταν το 1937 η πρώτη και μοναδική ελληνική ομάδα εκτός ΠΟΚ που κατέκτησε τον τίτλο μέσα στους αγωνιστικούς χώρους.

Υπήρξε και μια δεύτερη, ο Αρης το 1948, αλλά ο τίτλος του απονεμήθηκε τυπικά γιατί ήταν η φιλοξενούμενη ομάδα από το ΠΟΚ, μιας και ο τελικός δεν τελείωσε λόγω επεισοδίων. Η πρώτη ξένη που κέρδισε το τρόπαιο ήταν η γερμανική Κολωνία το 1956 και η δεύτερη το 1957 η ρουμανική Προγκρέσουλ, όταν έγινε μια προσπάθεια να αναζωπυρωθεί ο θεσμός που είχε κτυπηθεί από τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο και τη φτώχεια.

Το Κύπελλο Πάσχα έχασε προοδευτικά τον ρομαντικό χαρακτήρα του και είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε ένα τουρνουά με σκληρές μονομαχίες, πολύ συχνά με αντιαθλητικά μαρκαρίσματα και επεισόδια, σαν μια ρεβάνς των αγώνων για το πρωτάθλημα που έκριναν τους τίτλους. Οποια βεντέτα γεννιόταν εκεί, μεταφερόταν στη διοργάνωση του ΠΟΚ και η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει, με το τέλος να είναι επεισοδιακό.

Παρακμή

Η καθιέρωση της Α’ Εθνικής και η συμμετοχή των ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά Κύπελλα από το τέλος της δεκαετίας του ’50, περιόρισαν το ενδιαφέρον των φιλάθλων για το Κύπελλο Πάσχα. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Πολλά παιχνίδια δεν ολοκληρώνονταν λόγω επεισοδίων, οι σχέσεις των τριών ομάδων έπαψαν να είναι αρμονικές και η αντιπαλότητα οδήγησε στην αναπόφευκτη διάλυση του ΠΟΚ, το 1963.

Η διοργάνωση της επόμενης χρονιάς, ήταν και η τελευταία του θεσμού. Το Κύπελλο Πάσχα του 1964 διοργανώθηκε στη μνήμη του Γιώργου Καλαφάτη, ιδρυτή του Παναθηναϊκού, που έφυγε από τη ζωή στις 19 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Με το σκορ ισόπαλο 2-2, ένα γκολ του Κώστα Νεστορίδη της ΑΕΚ στο φινάλε του αγώνα με τον Ολυμπιακό δεν μέτρησε με υπόδειξη του επόπτη, με επακόλουθο έναν κακό χαμό εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου!

Το παιχνίδι δεν ολοκληρώθηκε και έριξε έτσι με επεισοδιακό τρόπο τους τίτλους τέλους σε μια διοργάνωση που έγραψε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες τη δική της ξεχωριστή ιστορία…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση