ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Κ story: 47 χρόνια μακριά από τη ζωή τους

Κάθε φορά που επισκέπτονται το σπίτι τους στην κατεχόμενη Αφάνεια, ο πόνος είναι το ίδιο έντονος όπως και το 1974, όταν το εγκατέλειψαν «προσωρινά» για να σωθούν

Σαράντα επτά χρόνια και οι μνήμες δεν ξεθωριάζουν. Οι σειρήνες δεν «ουρλιάζουν» μόνο κάθε 20 Ιουλίου στα αφτιά τους αλλά κάθε μέρα. Πώς μπορούν να ξεχάσουν άλλωστε τις βόμβες, τους πυροβολισμούς, τους νεκρούς, τα λεωφορεία φορτωμένα κόσμο, τα αντίσκηνα, την προσφυγιά, το σπίτι που άφησαν πίσω, τη ζωή τους… Τη νιότη τους που χάθηκε εν μια νυκτί.

Ο Γιώργος και η Αθηνά. Παντρεμένοι και με δύο παιδιά. Δύο και τριών ετών. Γεμάτοι αγάπη και όνειρα που στέγαζαν σε ένα σπίτι που μόλις έκτισαν με κόπο στην Αφάνεια.

Έξι μήνες χάρηκαν το σπίτι τους, πριν να έρθουν τα κακά μαντάτα εκείνο το πρωί. Τα συνόδευσαν εξάλλου οι όλμοι που έπεσαν στο χωριό κάνοντάς τους να νιώσουν τον φόβο και τον τρόμο που φώλιασε μέσα τους.

Κλείδωσαν τις πόρτες του σπιτιού τους και έβαλαν τραπέζια μπροστά για να μην μπει κανείς. Πίστευαν ότι αυτό θα σώσει το σπίτι τους και θα κρατήσει τους εχθρούς μακριά. Δεν το εγκατέλειψαν, θα επέστρεφαν. Το σφράγισαν προσωρινά και έφυγαν να σωθούν μακριά από τις βόμβες.

Πήραν όπως-όπως τα μωρά παραμάσχαλα και έτρεξαν να σωθούν. Δεν πήραν καν τα απαραίτητα, άφησαν τα πάντα πίσω τους. Ο Γιώργος έβαλε την οικογένειά του στο λεωφορείο, τους φίλησε και τους αποχαιρέτησε για να καταταγεί με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει σύντομα κοντά τους. Τα παιδιά έκλαιγαν, το ίδιο και η σύζυγος. Το λεωφορείο ξεκίνησε. Καμία διαδρομή δεν θα ήταν ποτέ η ίδια.

«Έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή και παρακαλούσα τον Θεό να επιστρέψει ο άντρας μου πίσω. Να είναι καλά τα μωρά μας και να επιστρέψουμε σπίτι μας. Να τελειώσει ο εφιάλτης.»

Η επόμενη στάση ήταν παράξενη. Η Αθηνά ένιωθε ευλογημένη που ζούσε αυτή και τα παιδιά της, ήταν όμως γεμάτη ανασφάλεια και φόβο. Γεμάτη ερωτηματικά. Η τουρκική εισβολή την έφερε μακριά από το χωριό της. Μακριά από τη ζωή τους. Τα δεδομένα της άλλαξαν βίαια, όπως και η ζωή της. Δεν είχαν σπίτι. Δεν είχαν ρούχα, δεν είχαν φαγητό. Δεν είχαν τίποτα που να θυμίζει την παλιά της ζωή. Είχε μόνο τα δυο της παιδιά και ένα σύζυγο που περίμενε να επιστρέψει από τον πόλεμο. Μετρούσε τη μέρα και τη νύχτα στην Ξυλοτύμπου και μετά στα αντίσκηνα που στήθηκαν στο Δασάκι της Άχνας. Μέχρι που τον είδε και ησύχασε η ψυχή της. Ήταν μαζί.

Έξι μήνες στο αντίσκηνο. Μαζί με άλλες 3 οικογένειες. Έξι μήνες δύσκολοι. Ήρθε ο χειμώνας. Έπρεπε να φύγουν. Μπήκαν και πάλι σε λεωφορείο, μαζί με άλλους συγγενείς και άλλαξαν δυο με τρία σπίτια στον γεωγραφικό χάρτη πριν καταλήξουν στο σημερινό, το 1978 σε ένα προσφυγικό συνοικισμό, που επίσης θεωρούν προσωρινό.

Απέκτησαν και 3ο παιδί στην προσφυγιά. Δούλεψαν πολύ και έγιναν άξιοι γονείς για τα παιδιά τους. Έζησαν φτώχια και στερήσεις μα στάθηκαν στα πόδια τους, πάλεψαν για τα παιδιά τους μεγαλώνοντάς τα μακριά και υπό άλλες συνθήκες από τον τόπο που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και αγάπησαν. Τα είχαν χάσει όλα, βίαια σε μια στιγμή και έπρεπε να παλέψουν, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δύο και τρεις δουλειές. Ο σύζυγος δούλεψε και στα ξένα. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή από τον αγώνα. Όπως και κάθε πρόσφυγας που ξεριζώθηκε από τον τόπο του.

Το 2003, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, επέστρεψαν για πρώτη φορά στο σπίτι τους. Μαζί. Εκεί που σταμάτησαν όλα το 1974. Διέμενε Τούρκος στρατιωτικός που τους έδιωξε κακήν κακώς. Για δεύτερη φορά. Ο πόνος αβάστακτος.

2021. Σαράντα επτά χρόνια μετά επιστρέφουν και πάλι. Έχουν τον διακαή πόθο να βρεθούν στο σπίτι τους. Το βρίσκουν εγκαταλελειμμένο. Χωρίς τον Τούρκο καταπατητή και κατακτητή. Μπαίνουν μέσα. Η καρδιά τους γίνεται σμπαράλια. Ο κόμπος στον λαιμό, το σφίξιμο στην καρδιά, ο πόνος όταν βλέπουν τη ζωή που έχασαν να περνά μπροστά τους σαν κινηματογραφική ταινία.

«Εδώ σας κοίμιζα, εδώ σας τάιζα… Το κτίσαμε με τον μπαμπά σου τούβλο-τούβλο» είπε στη μεγάλη κόρη που τους συνόδευσε στο πατρικό της και η οποία δεν σταμάτησε να τους βγάζει φωτογραφίες. Η ίδια συγκινημένη από τις στιγμές. Θυμόταν μόνο τα αντίσκηνα και το κρύο νερό και το λάστιχο με το οποίο έκανε μπάνιο έξω και τη μητέρα της που έκλαιγε τα βράδια.

Το βλέμμα στους γονείς της σε ένα σπίτι στο οποίο δεν έχουν κανένα δικαίωμα πια.  Αναπάντητα γιατί. Θυμήθηκαν τα κλεμμένα χρόνια που δεν έζησαν εκεί, που στερήθηκαν την ειρήνη στη γη τους. Ο πόνος αβάστακτος. Η πίκρα μεγάλη. Τα είδαν όλα μπροστά τους. Ξανά. Βόμβες, ποδοβολητά, πυροβολισμούς, νεκρούς. Και μετά ήρθε το λεωφορείο και τους πήρε μακριά…

Έπρεπε να επιστρέψουν όλοι στο σήμερα. Πήρε ο ένας το χέρι του άλλου και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, για το σπίτι τους όπου διαμένουν εδώ και 47 χρόνια προσωρινά, περιμένοντας να επιστρέψουν στη γη που τους γέννησε. 

Μοντάζ: Στέλιος Στεφάνου

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Stories: Τελευταία Ενημέρωση

Δείτε τη φυλακή Saint-Gilles που μοιάζει με φρούριο, όπου οδηγήθηκε η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού ...
Της Έλενας Αποστόλου
 |  STORIES