ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Εκκλησίες: Από το «σχίσμα» στο αυτονόητο

Το αυτονόητο ήταν να αποφευχθεί μια αντιπαράθεση με την Εκκλησία εν μέσω της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης των τελευταίων 100 χρόνων

Kathimerini.gr

Η αντιπολίτευση λέει ότι ο Μητσοτάκης άργησε. Έπρεπε να είχε πράξει πιο νωρίς το αυτονόητο. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς πόσο «αυτονόητο» ήταν πριν από δύο εβδομάδες για μία ελληνική κυβέρνηση να κλείσει τους ναούς;

Περίπου τότε, στην αρχική φάση της επιδημίας, χρονολογείται και η πρώτη προσπάθεια του Πρωθυπουργού να μεταφέρει την ανησυχία του στην ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Μητσοτάκης προσπάθησε, ξανά και ξανά, να ασκήσει όλα τα μέσα επιρροής που διέθετε. Κατέστησε δημόσιο το διάβημά του προς την Εκκλησία –με το διάγγελμά του- μόνο αφότου είχε συναντήσει άρνηση –με το γνωστό άλλοθι, ότι οι «συντηρητικοί μητροπολίτες» δεν επιτρέπουν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών να πράξει τα δέοντα. Κι όταν πια έφτασε ο Πρωθυπουργός να μιλήσει δημοσίως, είχαν ήδη υιοθετήσει την επιβεβλημένη για τη δημόσια υγεία στάση το Οικουμενικό Πατριαρχείοκαι η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, ενώ ακολούθησε αμέσως η Αρχιεπισκοπή Αλβανίας.

«Αυτονόητο»; Το αυτονόητο ήταν να αποφευχθεί μια αντιπαράθεση με την Εκκλησία εν μέσω της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης των τελευταίων 100 χρόνων. Η αλήθεια είναι ότι τα ΜΜΕ δεν βοήθησαν στη συνεννόηση. Πλαισίωσαν τη συζήτηση σαν ζήτημα πίστης, δίνοντας σε εκπροσώπους της ιεραρχίας βήμα επιδημιολόγου. Δεν βοήθησαν ούτε ορισμένα προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης, τα οποία, την ώρα που το Μαξίμου προσπαθούσε να συνεννοηθεί με την ηγεσία του κλήρου, υπερασπίζονταν την αυτονομία της εκκλησίας να αποφασίζει για ζητήματα που την αφορούν και διακήρυτταν ότι «δεν θα στείλουν τα ΜΑΤ» στους ναούς. Σαν να μην ήταν η Εκκλησία της Ελλάδος νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

Παρ’ όλα αυτά, η σταδιακή ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, και η διακριτική πίεση του Μαξίμου προς την Εκκλησία, έκανε χθες την απόφαση να φαίνεται αναπόφευκτη. Το πράγμα είχε ωριμάσει –όχι μόνο του, αλλά επειδή οι κυβερνητικοί χειρισμοί είχαν μεθοδικά εμπεδώσει το «αυτονόητο». Και μόνη η πρωτοφανής παρουσία του καθηγητή Τσιόδρα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (πότε ξανά είχε ζητήσει η πίστη τα φώτα της επιστήμης;) αρκεί για να καταδείξει αυτή την ωρίμανση.

Η απόφαση της Ιεραρχίας–για «λιτή τέλεση της θείας λειτουργίας- επιδεχόταν όμως παρερμηνείες και καταχρήσεις. Ο Πρωθυπουργός δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιβάλει το βήμα που οι ιεράρχες δίστασαν να κάνουν μόνοι τους.

Από την αλυσίδα των χειρισμών του, ο Μητσοτάκης έδειξε ότι δεν θέλησε την αντιπαράθεση με την Εκκλησία. Αντιθέτως, επιδίωξε να την αποφύγει. Δεν την θέλησε, αλλά, όταν η πειθώ είχε εξαντληθεί, ούτε τη φοβήθηκε.

Η απουσία αυτού του φόβου –φόβου για το πολιτικό κόστος από τη σύγκρουση με τον μηχανισμό επιρροής του κλήρου- δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ο προκάτοχος του Πρωθυπουργού δεν έχει να μνημονεύει καμία περίσταση που αψήφισε αυτόν τον φόβο, όταν ήταν στα πράγματα. Ο Μητσοτάκης θα μπορεί τουλάχιστον να λέει, ότι την ώρα της κρίσης, δεν υπολόγισε το κόστος.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση