ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Οσα συζητήσαμε με τον Καραμανλή»

Το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά με τις εξομολογήσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τη μεταπολίτευση

Kathimerini.gr

«Δεν πολεμάται ο λαϊκισμός εύκολα, ούτε θα περάσει. Ο λαϊκισμός υπάρχει όπου υπάρχουν άνθρωποι επί γης», είπε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στον Αλέξη Παπαχελά, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια. Τόμος Β΄: 1974-2016» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) που κυκλοφορεί αύριο. Ο Μητσοτάκης, πριν από τον Τραμπ και το Brexit, προειδοποιούσε για την επιστροφή του λαϊκισμού και σύστηνε ότι «μόνο ο ενήμερος πολίτης είναι η απάντηση στον λαϊκιστή». Ο πρώην πρωθυπουργός μοιάζει σαν να προσκαλεί τον αναγνώστη για να του διηγηθεί ο ίδιος τις δικές του αλήθειες. Αν ο Τόμος Α΄: 1942-1974 που κυκλοφόρησε το 2017 προκάλεσε αντιδράσεις, είναι βέβαιο ότι ο Τόμος Β΄ θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως, γιατί ο ιστορικός ηγέτης του Κέντρου και της Δεξιάς δεν φείδεται αφηγήσεων και χαρακτηρισμών, τολμηρών και ρηξικέλευθων, για πρόσωπα και γεγονότα που σφράγισαν την πρόσφατη ιστορία. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το παρασκήνιο των σχέσεών του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Οι πρώτες συζητήσεις του Καραμανλή με τον Μητσοτάκη προτού μπει στην κυβέρνηση το 1978 δεν αφορούσαν την οικονομία, αλλά την εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα, με απόφαση του Καραμανλή, είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ στις 14 Αυγούστου 1974, μετά την αποτυχία του ΝΑΤΟ να παρέμβει και να εμποδίσει την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Σταδιακά, και ιδίως μετά την κρίση του Αυγούστου 1976 με την Τουρκία λόγω της εξόδου του ωκεανογραφικού πλοίου «Χόρα» στο Αιγαίο, η αποκατάσταση των σχέσεων με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ έμοιαζε απαραίτητη για τη διαμόρφωση των διεθνών ισορροπιών εκείνων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια κρίσιμη εγγύηση για την εθνική ασφάλεια. Ο Μητσοτάκης διηγείται χαρακτηριστικά: «Τότε ο Καραμανλής είχε δύο μεγάλα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Το ένα είναι, είχε κάνει το μεγάλο λάθος να φύγει από το ΝΑΤΟ. Ο Καραμανλής το λάθος αυτό το ήξερε, το αναγνώρισε και μάλιστα, λέγεται, εγώ δεν το άκουσα από το στόμα του, αλλά νομίζω η πληροφορία είναι ακριβής, ότι είπε “Χάρισα το Αιγαίο στους Τούρκους”, [σ.σ. εννοώντας ότι ενισχύθηκε η θέση της Τουρκίας στο Αιγαίο] με το να φύγει η Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, πράγμα το οποίο ήταν ακριβές. Και ήθελε να ξαναγυρίσει στο ΝΑΤΟ. Αλλά δεν τολμούσε να το κάνει ο ίδιος. Και ήθελε και να παρατείνει τον χρόνο παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, αλλά δεν τολμούσε. Συνεπώς με ήθελε για το ΝΑΤΟ και για τις βάσεις. Γι’ αυτό ο Καραμανλής όταν με φώναξε μου ζήτησε να αναλάβω το υπουργείο Εξωτερικών. Του είπα: “Πρόεδρε, δεν το παίρνω”.
“Γιατί;” μου λέει “θα είσαι καλός υπουργός των Εξωτερικών”. “Εγώ” του λέω “ξέρω ότι θα είμαι καλός και το ξέρεις κι εσύ, αλλά δεν το ξέρει ο κόσμος. Ο κόσμος εάν ακούσει ότι έκανες τον Μητσοτάκη, τον αποστάτη, υπουργό των Εξωτερικών, θα σου πει ότι το έκανες για να πουλήσει την Κύπρο και δεν ξέρω τι άλλο. Θα βρεις τον μπελά σου κι εσύ κι εγώ.

Ενώ εάν γίνω υπουργός Συντονισμού κανείς δεν θα πει ότι δεν κάνω” διότι είχα τη μεγάλη επιτυχία ότι είχα ανορθώσει την οικονομία σε έναν χρόνο, το ’66. Ηταν ο καλύτερος χρόνος του περασμένου αιώνα, που πέρασε η Ελλάδα. Και πράγματι μου είπε: “Εχεις δίκιο”. Και επεφυλάχθη να με κάνει υπουργό των Εξωτερικών σε δεύτερη φάση».

Ο Μητσοτάκης ανέλαβε υπουργός Συντονισμού αντικαθιστώντας τον Γεώργιο Ράλλη. Οι αντιδράσεις δεν ήταν αμελητέες, ιδιαίτερα μεταξύ των στελεχών της παραδοσιακής Δεξιάς. «Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Οχι ο λαός, γιατί η βάση της Δεξιάς με αγκάλιασε, πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, και από τον Καραμανλή ακόμη».

«Δεν ήμουν ξένο σώμα»

Παρ’ όλα αυτά ο Μητσοτάκης, όχι μόνο δεν αισθανόταν καθόλου «ξένο σώμα» μέσα στη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν βέβαιος ότι αν είχε ενταχθεί στο κόμμα ήδη από το 1974 θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος διάδοχος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ο ιδρυτής της Ν.Δ. θα αποφάσιζε να μετακινηθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας. «Καθόλου δεν αισθανόμουν ξένο σώμα. Κοίταξε, εγώ αισθανόμουν πάρα πολύ καλά με τους δεξιούς ψηφοφόρους. Πάρα πολύ καλά. Εγώ, πρώτον δεν είχα διαφορές, από τη φύση μου δεν ήμουν μνησίκακος. Ο Καραμανλής ήταν μνησίκακος, δεν ξεχνούσε ο Καραμανλής. Τον Ανένδοτο Αγώνα, ας πούμε, εμένα ποτέ δεν μου τον συγχώρεσε. Μπορεί να τον έκανα δυο φορές πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά τον Ανένδοτο Αγώνα δεν μου τον συγχωρούσε. Εγώ συγχωρώ, δεν είχα ποτέ μου προβλήματα με τους δεξιούς. Και προπαντός με τη συντηρητική μάζα των ψηφοφόρων τα πήγαινα θαυμάσια. Το Κέντρο δεν διαφωνούσε σε τίποτα. Καταρχήν, τους εξέφραζε. Η φιλελεύθερη πολιτική, η δική μου, εξέφραζε κατεξοχήν αυτόν τον κόσμο. Τον συντηρητικό ψηφοφόρο εξέφραζε. Δεν εξέφραζε βέβαια τους ακραίους.

«Δεν είχα ποτέ μου δυσκολία, ούτε με τη βάση ούτε με τους βουλευτές. Και γι’ αυτό και κράτησα. Γι’ αυτό και ουσιαστικά κόντρα στον Καραμανλή βγήκα αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κράτησα για όλο το διάστημα την ηγεσία. Και αν ήθελα να μείνω, κανείς δεν αμφισβητεί ότι αν κατέβαινα στην κοινοβουλευτική ομάδα για ανανέωση της εντολής, αντί να φύγω και να παραδώσω, θα έπαιρνα το 90% των βουλευτών. Σίγουρα. Και αν δεν έπαιρνα το 90%, θα έπαιρνα σίγουρα το 80%».

Tο βιβλίο θα κυκλοφορήσει την Δευτέρα (11/11) από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Μετά τον Μάιο του 1978 και την είσοδο του Μητσοτάκη στην κυβέρνηση Καραμανλή, στο παρασκήνιο βρίσκονταν σε εξέλιξη συζητήσεις για τη μεταπήδηση του Καραμανλή στην προεδρία. «Το θέμα δεν συζητείτο ανοικτά γιατί ήταν ταμπού», διηγείται ο Μητσοτάκης και προσθέτει: «Στο παρασκήνιο και σε κλειστό κύκλο γίνονταν κουβέντες. Και εγώ έδινα μάχες. Και με τον ίδιο τον Καραμανλή και με ορισμένους από τη στενή του φρουρά, που υποστήριζαν επιχειρήματα τα οποία ξεκινούσαν από την άποψη Μολυβιάτη ο οποίος έλεγε: “Το φαντάζεσαι να χάσει ο Καραμανλής τις επόμενες εκλογές;”. Το θεωρούσαν εντελώς αδιανόητο. Κατά την άποψή τους δεν έπρεπε να πάει στις εκλογές, με όποιες συνέπειες και αν είχε αυτό για την τύχη της Ελλάδος. Ο Ράλλης συμφωνούσε μαζί μου ότι αυτό δεν έπρεπε να γίνει, αλλά νομίζω κανείς άλλος δεν τόλμησε να του το πει καθαρά. Εγώ έδινα καθημερινή μάχη». Ομως ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος. «Δεν ταλαντεύθηκε ποτέ. Κάποτε μου είπε: “Φαντάζεσαι να χάσουμε και τα αυγά και τα πασχάλια; Ας εξασφαλίσουμε τουλάχιστον την προεδρία της Δημοκρατίας”. Και του απάντησα: “Τι να την κάνεις την προεδρία αν δεν έχεις δικαιώματα και εξουσίες; Αν έρθει ο Ανδρέας θα τα ισοπεδώσει όλα και εσύ δεν θα μπορέσεις να κάνεις απολύτως τίποτα”. Τώρα, αν δικαιώθηκε ή όχι, αυτό κρίθηκε στη συνέχεια. Πιστεύω ότι εγώ δικαιώθηκα. Γιατί ο Καραμανλής δεν μπόρεσε να κάνει πολλά πράγματα ως πρόεδρος της Δημοκρατίας έναντι του Παπανδρέου που ήρθε ασυγκράτητος. Πάντως, αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι μέσα του ο Καραμανλής, που ήταν σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος, ανησυχούσε και έλεγε πού θα αφήσει το κόμμα...».

Η μυστική συνεδρίαση

​​​​​​Η πρώτη ψηφοφορία για ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας στις 23 Απριλίου 1980 απέβη άκαρπη καθώς ο Καραμανλής έλαβε 179 ψήφους, ενώ χρειαζόταν 200. «Οταν έγινε η πρώτη εκλογή και δεν πήρε την πλειοψηφία δημιουργήθηκε φοβερό σοκ. Διότι ήταν ταυτόχρονα και προσβλητικό. Κατεβαίνει ο Καραμανλής και δεν μπορεί να εκλεγεί; Δεν παίρνει την πλειοψηφία; Τότε διογκώθηκε η κίνηση εναντίον της απόφασης να πάει στην προεδρία και κάποιοι υποστήριξαν την άμεση προσφυγή σε εκλογές. Αλλωστε, αν δεν εκλεγόταν κανείς πρόεδρος θα είχαμε εκλογές. Είχαμε ήδη τη δυνατότητα [σ.σ. αλλά και την υποχρέωση σε περίπτωση μη εκλογής προέδρου από τη Βουλή] να κάνουμε εκλογές. Πιέσαμε τότε απεγνωσμένα και ο Καραμανλής ταλαντευόμενος κάλεσε το μικρό Υπουργικό Συμβούλιο για να θέσει το θέμα. Ηταν μία πολύ χαρακτηριστική συνεδρίαση στο γραφείο του. Στο μικρό Υπουργικό Συμβούλιο καθόμαστε κατά την ιεραρχική τάξη. Εγώ ήμουν ο πρώτος μεταξύ των υπουργών, αλλά προηγούνταν ο αντιπρόεδρος. Κατά συνέπεια, ο αντιπρόεδρος καθόταν δεξιά, εγώ αριστερά και όλοι οι άλλοι γύρω στο τραπέζι κατά σειράν».

Πώς ο Ράλλης έγινε αρχηγός

«Ο Καραμανλής μάς έθεσε το θέμα ευθέως και μας είπε: “Μήπως πρέπει να πάμε σε εκλογές; Πώς θα βλέπατε τις εκλογές;”. Ηταν μια στιγμή ταλαντεύσεως. Είχε επηρεαστεί κυρίως από τη δική μου πίεση. Πρώτος μίλησε ο [Κωνσταντίνος] Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είπε: “Τα πράγματα είναι δύσκολα. Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν βλέπω σωστή τη λύση”. Ηταν αρνητικός. Στο ίδιο μοτίβο συνέχισαν οι πάντες. Εγώ μίλησα κατ’ ανάγκην τελευταίος, διότι ήμουν αριστερά, και πήγε ο κύκλος έτσι. Οταν έφτασε σε μένα, ρώτησε: “Εσύ, Κώστα, τι λες;”. Λέω: “Πρόεδρε, είναι προφανές ποιο είναι το αποτέλεσμα της κουβέντας που κάνουμε διότι είμαι μόνος, αλλά θα ήθελα να ρωτήσω τους κυρίους, να με κοιτάξουν στα μάτια και να μου απαντήσουν: Ωραία, η κατάσταση είναι δύσκολη. Υπάρχει πιθανότητα μία στο εκατομμύριο να γίνει καλύτερη αν ο Καραμανλής φύγει;” [για να πάει στην προεδρία]. Ολοι κατέβασαν τα μούτρα και δεν μίλησαν και τελείωσε η συνεδρίαση άκαρπη, με αρνητικό αποτέλεσμα. Το απόγευμα με πήρε ο Καραμανλής στο τηλέφωνο και μου είπε: “Είδες, αγαπητέ Κώστα; Με αυτό το στράτευμα μπορώ να δώσω μάχη;”. Δεν του είπα τίποτε, αλλά μέσα μου σκεφτόμουν ότι αν αποφάσιζε ο Καραμανλής να δώσει τη μάχη των εκλογών, όλοι θα ακολουθούσαν».

​​​​​​Ο Καραμανλής εξελέγη στην προεδρία της Δημοκρατίας με την τρίτη ψηφοφορία και 183 ψήφους στις 5 Μαΐου 1980. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η προσχώρηση στη Νέα Δημοκρατία τριών βουλευτών της Εθνικής Παράταξης. Η Νέα Δημοκρατία κλήθηκε να επιλέξει νέο αρχηγό με ψηφοφορία της κοινοβουλευτικής της ομάδας. Οι δύο βασικοί υποψήφιοι ήταν ο Γεώργιος Ράλλης και ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Ο Μητσοτάκης σκέφτηκε να θέσει κι εκείνος υποψηφιότητα. «Οταν επρόκειτο να εκλεγεί νέος πρωθυπουργός μετά την παραίτηση Καραμανλή και η μάχη γινόταν μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη, εγώ ήμουν outsider. Είχα και εγώ μερικούς οπαδούς και πήγα και είδα τον Καραμανλή και του είπα: “Πρόεδρε, θέλω τη γνώμη σου. Να βάλω υποψηφιότητα;”. Ο Καραμανλής μού λέει: “Αν βάλεις τι περιμένεις να πάρεις;”. “Επτά-οκτώ” λέω, “ίσως καμιά δεκαριά”. “Κοίτα”, μου λέει, “δεν γίνεται κανείς αρχηγός όταν αρχίζει από επτά-οκτώ ψήφους”. Και του λέω: “Δίκιο έχεις, πρόεδρε, δεν θα κατέβω ως υποψήφιος”».
Ο Καραμανλής, από την πλευρά του, βοήθησε παρασκηνιακά την υποψηφιότητα Ράλλη. «Τον ήθελε», λέει ο Μητσοτάκης, «για διάδοχό του. Αυτόν υποστήριξε στο παρασκήνιο. Ο Ράλλης είχε πολλά προσόντα. Ηταν έντιμος, μετριοπαθής, με όνομα και οικογενειακή παράδοση. Δεν έκανε όμως για αντίπαλος του Ανδρέα. Δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του. Ο Καραμανλής μέσα του το έβλεπε, δεν ήταν αφελής και είχε σίγουρα ανησυχίες».

​​​​​​Ο Μητσοτάκης βοήθησε και εκείνος τον Ράλλη. «Του έδωσα επτά ψήφους. Διότι ο Αβέρωφ είχε πεισθεί τότε από τον [Γεώργιο] Βολουδάκη ότι αν πάω μαζί του θα του έκανα ζημιά. Ο Αβέρωφ μού είπε περίπου ότι δεν θέλει να τον βοηθήσω και του είπα: “Εντάξει, θα βοηθήσω τότε τον Γιώργο”»... Οι βουλευτές της Ν.Δ. εξέλεξαν στις 8 Μαΐου 1980 τον Ράλλη με 88 ψήφους έναντι 84 του Αβέρωφ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Μαξίμου  |  ΝΔ  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X