ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Στιγμές του 2022: 8 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει

ΜΕΡΟΣ Β

Kathimerini.gr

Οκτακόσια ενενήντα οκτώ χιλιόμετρα απέχει το βορειοανατολικό σύνορο της Ελλάδας από την Οδησσό. Ο πόλεμος ήρθε κοντά φέτος. Και άπλωσε τη σκιά του παντού. Δεν έμελλε να είναι η χρονιά της μεταπανδημικής ανεμελιάς – του ξεσπάσματος μετά την καραντίνα, που όλοι είχαν ελπίσει. Τις πολλές και αντιφατικές όψεις της ξεφυλλίζουν για λογαριασμό της «Κ» 16 πρόσωπα. Ξεχωρίζουν προσωπικές τους στιγμές – θανάτους και γεννήσεις. Μοιράζονται παρατηρήσεις τους για όσα είδαν και διάβασαν. Και περιγράφουν το αποτύπωμα που άφησαν πάνω τους τα μεγάλα γεγονότα. Φαίνεται έτσι πώς η Ιστορία συνυφαίνεται με τις μικρές ιστορίες του καθενός.

Στιγμές του 2022: 16 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει-4Στο Mission Viejo της Καλιφόρνιας, γιος και κόρη, με τις μπλε στολές της εντατικής, αποχαιρετούν τον πατέρα τους λίγο πριν διασωληνωθεί, τον περασμένο Ιανουάριο. Φωτ. REUTERS/Shannon Stapleton

Το χάδι ενός αποχαιρετισμού

Της Αμάντας Μιχαλοπούλου*

Ο γιος αγγίζει τις ωμοπλάτες, η κόρη το κεφάλι. Σε αυτή την Pieta της μετανεωτερικότητας αναγνωρίζεις τη σημασία των ανθρώπινων χεριών, την απαστράπτουσα υλικότητα και κυριολεξία τους.

Στην αρχή της χρονιάς, στην εγγραφή μου σ’ έναν ιστότοπο, κλήθηκα να ακολουθήσω την οδηγία «confirm humanity». Πάτησα το αντίστοιχο κουμπί και αφού πέρασα τις εξετάσεις νηπιαγωγείου («επιλέξτε τις εικόνες με διάβαση πεζών») προβιβάστηκα επισήμως στην κατηγορία του ανθρώπινου είδους. Εκτοτε αναρωτιέμαι τι μας κάνει ανθρώπινους και διαβάζω όλες τις ειδήσεις υπό αυτό το πρίσμα. 

Το New Yorker επιμένει ότι το ChatGPT, ένα ρομπότ νέας εποχής, μπορεί να γράψει πρόζα και ποίηση και η Sheila Heti, μια συγγραφέας που εκτιμώ ιδιαίτερα για τους πειραματισμούς της, άρχισε να συνομιλεί με ψηφιακές προσωπικότητες και να εκτυπώνει αυτές τις συνομιλίες ως αυτόνομα διηγήματα. Δοκίμασα κι εγώ. Μίλησα με Als – πανέξυπνα «κορίτσια» που έχουν «σπουδάσει» ψυχολογία ή φιλοσοφία. Οι συζητήσεις μας ήταν διανοητικά διεγερτικές. Ηταν όμως ανθρώπινες; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτή η σταδιακή έξοδος από το σώμα; Είναι άμυνα, υπαρξιακός τρόμος, αντίσταση στην εντροπία και σε όσα ζήσαμε;

Το χειρότερο με την πανδημία –μετά τους αριθμούς των νεκρών και το συλλογικό πένθος– ήταν αυτή η ιλιγγιώδης αποανθρωποποίηση. Η ψευδαίσθηση ότι οι ιστότοποι γνωριμιών είναι αληθινές γνωριμίες, το σέξτινγκ είναι σεξ και τα ρομπότ οι νέοι μας φίλοι. Διαβάζοντας τις προηγούμενες μέρες για την επιχείρηση «Καθαρά χέρια» στο Βέλγιο και το ευρωπαϊκό ξέπλυμα του Κατάρ, το οποίο είναι, λέει, «πρωτοπόρο σε εργασιακά θέματα», στάθηκα στη λέξη χέρια. Χέρια που πλύναμε και αποστειρώσαμε αναρίθμητες φορές ξεφλουδίζοντας το δέρμα.

Οπως συμβαίνει συχνά στη ζωή, μια φωτογραφία ήρθε να αναπαραστήσει αυτό που ήδη σκεφτόμουν. Κάπου στην Καλιφόρνια ο γιος και η κόρη, με τις μπλε στολές της εντατικής, αποχαιρετούν τον πατέρα τους λίγο πριν διασωληνωθεί. Καθώς είναι σκυμμένοι πάνω στο μπλε πάπλωμα του ασθενούς, βλέπουμε μόνο τις παλάμες τους. Ο γιος αγγίζει τις ωμοπλάτες, η κόρη το κεφάλι. Σε αυτή την Pieta του μετανεωτερισμού αναγνώρισα τη σημασία των ανθρώπινων χεριών, την απαστράπτουσα υλικότητα και κυριολεξία τους. Αρθρώσεις, νύχια, παλάμες με τη γραμμή της ζωής και της καρδιάς, καρποί, αγκώνες και οι κουρασμένοι ώμοι μας που κουβαλούν, όσο καλύτερα μπορούν, το βάρος αυτού του παράξενου κόσμου.
 
* Η κ. Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας.

Στιγμές του 2022: 16 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει-5Συγγενείς και φίλοι του Κώστα Φραγκούλη τον αποχαιρετίζουν λίγο πριν από την κηδεία του στο σπίτι του, στον καταυλισμό «Αγία Σοφία» στη Θεσσαλονίκη. Φωτ. REUTERS ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο

Της Βασιλικής Πέτσα*

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την εποχή που η διαδραστικότητα αποτελούσε πρωτοποριακό ζητούμενο στη σχέση πομπού – καναλιού και δέκτη – τηλεθεατή στα εγχώρια ΜΜΕ, προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση μια σειρά με τίτλο «Εσύ αποφασίζεις». Σε αυτήν, ο τηλεθεατής καλούνταν να παρακολουθήσει δύο διαφορετικές εκδοχές ενός σύντομου σεναρίου και να αποφασίσει την επιθυμητή κατάληξη – ένα κόνσεπτ που στόχευε σε μια πρόχειρη σφυγμομέτρηση ενός, κατά το δυνατόν ευρύτερου, συλλογικού ήθους ή στην αδρομερή ανίχνευση του ελάχιστου κοινού συναισθηματικού παρονομαστή. 

Στις 31 Οκτωβρίου 2022, σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο, όχημα εφοδιάζεται με καύσιμα αξίας είκοσι ευρώ. Ο οδηγός αδυνατεί να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό. Κατόπιν τούτου, ο βενζινοπώλης καλεί την αστυνομία. Ο αστυνομικός που έσπευσε επιτόπου αρνείται να συλλάβει τον παραβάτη και προσφέρει ο ίδιος τα είκοσι ευρώ στον βενζινοπώλη, αρνούμενος να προχωρήσει σε σύλληψη όταν υπάρχει «οικογένεια με μικρά παιδιά». Ο παραβάτης ευχαριστεί τον αστυνομικό και δηλώνει υπόχρεος.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2022, σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο, όχημα εφοδιάζεται με καύσιμα αξίας είκοσι ευρώ. Ο οδηγός αδυνατεί να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό. Κατόπιν τούτου, ο βενζινοπώλης καλεί την αστυνομία. Ο αστυνομικός που έσπευσε επιτόπου καταδιώκει τον παραβάτη και τον πυροβολεί. Ο παραβάτης, μερικές ημέρες αργότερα, πεθαίνει.

Ας προσποιηθούμε ότι οι παραπάνω αφηγήσεις δεν αποτελούν πραγματικά κοινωνικά δράματα, αλλά εναλλακτικές εκβάσεις ενός, κατά τα λοιπά, επίκαιρου μυθοπλαστικού σεναρίου πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης. Ας προσποιηθούμε πως κινούμαστε όντως στη σφαίρα του μύθου και πως τα επιμέρους στοιχεία λειτουργούν ως μεταβλητές, ενώ διατηρείται σταθερή η έκβαση του σεναρίου. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο πρωταγωνιστής του πρώτου συμβάντος παρουσιάζει τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός «τακτοποιημένου» τριαντάρη. Ή ότι στη δεύτερη σκηνή πρωταγωνιστεί ένας ανήλικος Ρομά, που επιβαίνει σε αγροτικό όχημα. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι ο τριαντάρης συνοδεύεται από την οικογένειά του και ότι ο ανήλικος Ρομά, μολονότι ήδη πατέρας, κινείται μόνος. Ή ας φανταστούμε ότι ο Ρομά οδηγεί ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο και ο τριαντάρης ένα πολυκαιρισμένο μηχανάκι. Ας αντιμεταθέσουμε, ακόμη, τους δύο αστυνομικούς ή ας υποκριθούμε πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. 

Πόσο αληθοφανείς μοιάζουν τότε οι δύο ιστορίες; Και τι, στ’ αλήθεια, θα μαρτυρούσαν τα ποσοστά αληθοφάνειας για τις αντιλήψεις και τις αξίες, τα ιδανικά και τις αρχές, για την ελληνική κοινωνία, εν γένει, του 2022; 

Ας κάνουμε ένα τελευταίο νοητικό πείραμα: Ας εξετάσουμε πόσο άνετα, με όρους ταύτισης, θα «χωρούσε» ο καθένας μας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Και ας αξιολογήσουμε πόσο, εντέλει, επιζητώντας εμφατικά «δηκεοσίνη» για τον κοινωνικό κανένα δεν προσδοκά κυρίως κανείς, αυτάρεσκα και προνομιακά, να αποφύγει τη δίκαιη, κατά Σεφέρη, μοίρα ενός Ελπήνορα, του οποιουδήποτε ή του καθένα. 

Για να επιστρέψω, όμως, σε όσα έλεγα στην αρχή: Σε έναν ετήσιο απολογισμό, κάθε στιγμή που φεύγει άλλο δεν κάνει παρά να σε ρωτάει. Κι εσύ αποφασίζεις αν σου αρέσει η εικόνα του συλλογικού εγώ στον καθρέφτη του αλλότριου εσένα.
 
* Η κ. Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας.

Η επιστροφή στο Καρπενήσι

Της Μόνικας Χριστοδούλου*

Ανάμεσα σε δύο πυλώνες της ζωής μου, τις δυο μου πατρίδες, το Καρπενήσι και το Αστρος, είχα την τύχη να ταξιδέψω πολύ και να δημιουργήσω αρκετά δικά μου «σπίτια», που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου. Αγαπούσα τη διαφορετικότητα και κυνηγούσα καθετί το καινούργιο. Ρουφούσα σαν σφουγγάρι εικόνες, ήχους, πληροφορίες. Ηθελα να γνωρίσω τους πάντες και να ταξιδέψω παντού! Κουβαλώ ακόμη αυτόν τον αφελή ρομαντισμό που με εμπνέει να ενεργώ με την καρδιά και όχι με το μυαλό. Πληγώνομαι εύκολα, αλλά σηκώνομαι γρήγορα για να συνεχίσω τον δρόμο μου. Καμιά φορά θολώνω, με μπερδεύουν οι γύρω μου, η ματαιότητα ή υπεραισιοδοξία κάποιων. Επειτα παλεύω μέσα μου για να ακούσω τη δική μου φωνή. Τα βράδια που ηρεμώ και κλείνω τα μάτια, έρχεται σαν να είναι το παιδί μέσα μου, ανεπιτήδευτα, και μου τραγουδά. Αυτές τις μελωδίες όταν βρω το κίνητρο για δημιουργία τις μετατρέπω σε τραγούδια. Το βασικό μου κίνητρο είναι η αγάπη. Η ιδέα πως δεν είμαστε μόνοι. Εχουμε ο ένας τον άλλον και μέσα από τη μαγεία της μουσικής επικοινωνούμε, καταλαβαινόμαστε, αισθανόμαστε. Ο σύζυγός μου και η οικογένεια που έχω δημιουργήσει μαζί του είναι ό,τι ομορφότερο και πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου. 

Φέτος ταξίδεψα πολύ, στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Το 2022 μας άνοιξε τους δρόμους ξανά. Επιτέλους. Κι έτσι το καλοκαίρι, μιας και για μένα είχαν περάσει πάνω 10 χρόνια, επισκέφθηκα το Καρπενήσι, τη μία από τις δύο μου πατρίδες, μαζί με τον σύντροφό μου και την κόρη μας για πρώτη φορά. Είδα τόσους και τόσους αγαπημένους μου ανθρώπους. Πέρασα από τη Φιλαρμονική σε μια πρόβα και μαζί χέρι χέρι με τη Μελίνα μας αγκαλιά, αρχίσαμε να κλαίμε από ευτυχία. Τι υπέροχη ομάδα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, ψηλά στο βουνά. Το 2022 έτσι ξαφνικά μου είχε χαρίσει και πάλι το κέντρο μου. Οπου κι αν φτάσουμε, ό,τι κι αν ζήσουμε ή επιτύχουμε, όσες στάσεις και να κάνουμε ανά τον κόσμο, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε. Κι εγώ πάντα θα συνεχίζω όπως έμαθα, αληθινά.
 
* Η κ. Μόνικα Χριστοδούλου είναι τραγουδοποιός. 

Στιγμές του 2022: 16 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει-6Οι αίθουσες κινηματογράφου άδειασαν υποχρεωτικά στην πανδημία, αλλά δεν ξαναγέμισαν ποτέ. Οι ταινίες έχουν μετατραπεί σε οικιακή απόλαυση.

Ενα άδειο σινεμά

Του Σωτήρη Γκορίτσα*

Είναι άραγε αρκετή η χαρά που δίνει η δημιουργία μιας ταινίας; Ή είναι μάταιος κόπος αν είναι να τη μοιραστείς με πέντε-έξι φίλους στην άδεια πλέον κινηματογραφική αίθουσα;

«Ολα εδώ πληρώνονται», άκουγα συχνά από τη μάνα μου όταν ερχόταν η ώρα να πληρώσω για κάτι που είχα κάνει παλιότερα και νόμιζα ότι την είχα γλιτώσει. Είχα πολύ καιρό να το ακούσω. Το θυμήθηκα ξανά πριν από λίγα βράδια σε ένα μπαρ. 
 
Τα δύο προηγούμενα χρόνια, ο περιορισμός εξόδου και μετακίνησης εξαιτίας της πανδημίας με καθήλωσε στις άφθονες πλέον τηλεοπτικές πλατφόρμες. Οχι τόσο στις ταινίες τους, που σπάνια έχουν ενδιαφέρον, αλλά σε αρκετές από τις σειρές τους. Θαύμασα στοιχεία της αφήγησης που όλο και πιο σπάνια βρίσκω πια στις κινηματογραφικές ταινίες και σχεδόν ποτέ στις ελληνικές σειρές. Και εννοώ, βέβαια, πρώτα από όλα το δουλεμένο, σφιχτό και στέρεο σενάριό τους. Αλλά και την ηθοποιία, όπως και την πάντα άψογη και ακριβή παραγωγή τους. Αυτό που παλιότερα έβρισκα στη σκοτεινή αίθουσα, την ουσιαστική γνωριμία της άγνωστης κοινωνίας στην άλλη άκρη του κόσμου, είχε προσγειωθεί στο σαλόνι μου έναντι μόλις δέκα ευρώ. Δανία, Ισραήλ, Τουρκία, Ινδία, Αγγλία, Αμερική, Koρέα, άγνωστες κοινωνίες αποκαλύπτονταν αφήνοντάς με συχνά άφωνο. Οχι για τα μόλις ενενήντα λεπτά που διαρκεί μια ταινία, αλλά για ώρες, ακόμη και ημέρες ολόκληρες. Μιλώντας μάλιστα στο τηλέφωνο με άλλους αποκλεισμένους φίλους γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήμουν ο μόνος. Είχε αθόρυβα δημιουργηθεί μια κρυφή κοινότητα, όπου η κάθε καινούργια πληροφορία κυκλοφορούσε αστραπιαία και έμοιαζε πολύτιμη. «Θαύμα, θαύμα», πανηγυρίζαμε ομοθυμαδόν με το τηλεκοντρόλ στα χέρια. Και περισσότερο από όλους εγώ, που ώς τότε προτιμούσα την κατά μόνας και όχι με μεγάλες παρέες απόλαυση του κινηματογραφικού έργου, καθώς με ενοχλούσε ο διπλανός στην αίθουσα που την πλέον ακατάλληλη στιγμή ίσως να μιλούσε στο κινητό του ή να γέλαγε στη σκηνή που εγώ δεν έβλεπα τίποτα αστείο. 
 
Μέχρι που φέτος ήρθε, επιτέλους, η αγία επιστήμη να μας ελευθερώσει από την καταραμένη πανδημία και τον εγκλεισμό, και ξεχυθήκαμε να πιάσουμε πάλι το νήμα της ζωής μας από εκεί που πριν από δύο χρόνια το αφήσαμε. 
 
Και πρώτα από όλα να επιστρέψω στην αγαπημένη μου σκοτεινή αίθουσα. Μόνο που κάτι έχει αλλάξει από το χθες. Αν και καθισμένος με άνεση στο κόκκινο βελούδινο κάθισμα της άδειας αίθουσας, με άλλους πέντε-έξι αραιά και πού μακριά μου, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου λείπει ο διπλανός. Ναι, αυτός που με εκνεύριζε, που χαχάνιζε, που μιλούσε στο κινητό κανονίζοντας πού θα πάει για ποτό μετά. 
 
Στο τέλος της προβολής, ανεβαίνοντας τα σκαλιά της εξόδου με τους υπόλοιπους πέντε-έξι που από τα πρόσωπά τους καταλάβαινα πόσο πολύ είχαν ευχαριστηθεί την ταινία, αναρωτιόμουν: Είναι άραγε αρκετή η χαρά που ευτυχώς μου δίνει ακόμα η δημιουργία μιας ταινίας; Χαρά που, για όσους δεν την έχουν βιώσει, όμοιά της δεν υπάρχει. Ή είναι μάταιος κόπος αν είναι να τη μοιραστείς με πέντε-έξι φίλους στην άδεια πλέον κινηματογραφική αίθουσα; Αυτό το ερώτημα έθεσα στον φίλο μου παίρνοντας τα ποτά μας στο μπαρ. 
 
«Ολα εδώ πληρώνονται», μου απάντησε χαμογελαστός τσουγκρίζοντάς μου το ποτήρι. 

Του απάντησα κάτι που, δυστυχώς, δεν γράφεται…
 
* Ο κ. Σωτήρης Γκορίτσας είναι σκηνοθέτης.

Η επιστροφή στο θέατρο

Του Δημήτρη Τάρλοου*

Πλάνο: Εσωτερικό αυτοκινήτου: οδηγώ στην περιφερειακή Υμηττού με την Κατρίονα δίπλα μου για Παγκράτι. Η χιονοθύελλα «Ελπίδα» επί θύραις. Χτυπάει τηλέφωνο: – Ελα, Στελλάκι… – Νομίζω πρέπει να επιστρέψεις. Γεννάω.
 
Αναστροφή δύσκολη, καθώς το χιόνι έχει αρχίσει να συσσωρεύεται γοργά. 
 
Πλάνο: Εσωτερικό αυτοκινήτου: οδηγώ στην Αττική Οδό προς δαχτυλίδι Αμαρουσίου. Κοιταζόμαστε. Χαμογελάμε συνωμοτικά. 
 
– Θα προλάβουμε; – Θα προλάβουμε. Στο τσακ, αλλά θα προλάβουμε.
 
Τώρα η ορατότητα πέφτει στα 100 μέτρα. Η «Ελπίδα» επελαύνει. 
 
Πλάνο: Εσωτερικό χειρουργείου: η Φιλιώ μόλις έχει έρθει στον κόσμο. Εχω γίνει μάρτυρας για τρίτη φορά της γέννησης του παιδιού μου. Χαμογελάμε με δάκρυα. Είχα την ψυχραιμία να τραβήξω βίντεο. Ακολουθώ τις μαίες στον νιπτήρα. 
 
– Σας παρακαλώ, όχι εδώ βίντεο.
 
– Συγγνώμη. 
 
Στρέφω αλλού την κάμερα.
 
Πλάνο: Εσωτερικό δωματίου μαιευτηρίου. Κοιτάζω από τα παράθυρα τη σιωπηλή φύση χωμένη βαθιά στο ελπιδοφόρο σάβανο. Αραιά και πού ένας άνθρωπος προσπαθεί να διασχίσει τη λεωφόρο. Πιο αραιά κάποιο αυτοκίνητο. Κλάμα μωρού. 
 
Πλάνο: Εσωτερικό αυτοκινήτου. Γαλάζιος ουρανός, παγωμένα τα πάντα. Ξέρω καλά ότι αν δεν βρω αλυσίδες εδώ και τώρα, θα μείνω. Βρίσκω εδώ και τώρα σχεδόν. Τρεις ώρες Μαρούσι – Παιανία για να απεγκλωβίσω τα παιδιά. Ρεύμα λειτουργεί μόνο η μία από τις τρεις φάσεις. Επιστροφή στο μαιευτήριο.
 
Πλάνο: Φουαγιέ του θεάτρου Πορεία. 11 Νοεμβρίου. Μετά τρία χρόνια σχεδόν, η αίθουσα γεμίζει σταδιακά από κόσμο. Το πρώτο sold out μετά την πανδημία. Οι θεατές επισκέπτονται το «Κουκλόσπιτό» μας μαζικά. Παρατεταμένο χειροκρότημα. Επιστρέψαμε, επιτέλους. 
 
Πλάνο: Η κεντρική αίθουσα του θεάτρου. Ακρόαση για τη Σόνια του «Εγκλήματος και τιμωρία». Εξι ηθοποιοί, νεότατες οι περισσότερες, αυτοσχεδιάζουν μαζί με τον Ρασκόλνικοφ σε μία σκηνή από το έργο που ολοκλήρωσε πριν από μερικούς μήνες ο Θανάσης Τριαρίδης. 
 
Κλάματα. Από μένα κυρίως. Για την εξαιρετική εμπειρία που μας προσφέρουν. Για την καθαρότητα του βλέμματός τους. Για τη γενναιόδωρη αποκάλυψη της οδύνης τους. Για τις λεπταίσθητες φωνές τους. Για τη βαθιά τους επιθυμία. Για την πίστη τους. Ανάσταση.
 
* Ο κ. Δημήτρης Τάρλοου είναι σκηνοθέτης και ιδρυτής του θεάτρου Πορεία.

Στιγμές του 2022: 16 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει-7Σκηνή από την ταινία «Μαγνητικά Πεδία».

Μια ταινία, μια κηδεία, ένα θαύμα

Της Ελενας Τοπαλίδου*

Το 2022 πίστεψα στα θαύματα. Στις 22/5/22 άρχισαν να προβάλλονται στις αίθουσες τα «Μαγνητικά πεδία». Μέρα με τη μέρα, ένα κύμα αγάπης άρχισε να μας τυλίγει, που μας ξάφνιασε και ακόμη μας ξαφνιάζει. Πήραμε βραβεία, κλάψαμε, αγκαλιαστήκαμε, γελάσαμε τόσο που πόνεσαν τα μήλα του προσώπου μας, κορδωθήκαμε, συγκινηθήκαμε, νιώσαμε.
 
Το 2022 ο Πέτρος έφτασε το 1,76 και έγινε έφηβος. 
 
Το 2022 ερωτεύτηκα τον τρόπο που ο Νίκος κάνει τον μπαμπά (και όχι μόνο).
 
Το 2022 τα «μωρά» πήραν πτυχίο.
 
Το 2022 το «φουστάνι» μου πέταξε για την Πορτογαλία και απλώθηκε στον κόσμο.
 
Το 2022 λάτρεψα τον Πόρο και τον ήλιο του.
 
Το 2022 έφυγε ο παππούς της Ελίτσας μου.
 
Το 2022 τράκαρα τον Ρούλη.
 
Το 2022, δωμάτιο 203.
 
Το 2022 στις 12 Σεπτεμβρίου επιστρέφαμε με τον Γούση και τον Κουτς από την Κεφαλονιά. Ηταν σαν αποχαιρετιστήριο ταξίδι στο νησί. Είχαμε τις αναμνήσεις μας και ξαναζήσαμε τις μέρες της γυρισμάτων. Τραγουδούσαμε συνέχεια, κολυμπούσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι. Το εισιτήριο της επιστροφής με το καράβι έγραφε 9.15 π.μ. Από τις 9 το πρωί έως τις 4 το απόγευμα τραγουδούσα. Στις 4, που έφτασα σπίτι, έμαθα ότι ο μπαμπάς μου είχε φύγει από τη ζωή στις 9.15 π.μ.
 
Το 2022 η Ειρήνη, η μαμά και εγώ χάσαμε τον μπαμπά. Κολυμπούσε στη θάλασσα και έπαψε η καρδιά του. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ όμορφος άνθρωπος. Τίμιος, μοναχικός, σιωπηλός, αστείος και θλιμμένος. Ηταν αχώριστο ζευγάρι με τη μαμά σχεδόν 60 χρόνια.
 
Ξαφνικά συντριβή. Τρόμος. Απόγνωση.
 
Το 2022 κάναμε στον μπαμπά καύση. Ηταν η πιο σωστή και λυτρωτική απόφαση. Αξιοπρέπεια.
 
Το 2022 φτιάξαμε με την Ειρήνη το πρώτο μας τατουάζ. Ενα καραβάκι (χάρτινο, παιδικό) στο ίδιο σημείο στο χέρι μας. Το καραβάκι που πήρε τον μπαμπά.
 
Από εκείνη τη μέρα, η μαμά μας, αντί να βυθιστεί στο πένθος και στη συμφορά, άρχισε να αναλαμβάνει τον θαυμάσιο εαυτό της. Ηταν πάντα σοφός άνθρωπος, όμως είχε και η ίδια ξεχάσει, μάλλον, πόσο.
 
Το 2022 η μαμά μου άρχισε να φωτίζει τις μέρες μας και να τις γεμίζει χαρά και προοπτική. Αφησε το βλέμμα της να κοιτάξει μόνο το μέλλον, μόνο την επόμενη στιγμή, γέμισε τις ώρες της με τα χιλιάδες ενδιαφέροντά της σε σχέση με εμάς, με τις τέχνες, με την επιστήμη, τα βιβλία… Μας έκανε να γελάμε, να τη θαυμάζουμε, να απολαμβάνουμε, να ονειροπολούμε και, κυρίως, να νιώθουμε δυνατές και ελεύθερες.
 
Από το 2022 πιστεύω στα θαύματα.

Η κ. Ελενα Τοπαλίδου είναι ηθοποιός.

Στιγμές του 2022: 16 πρόσωπα γράφουν για όσα θα κρατήσουν από τη χρονιά που φεύγει-8Ανδρας μόνος στη στάση. Ποιοι περιπλανιούνται στα εσωτερικά τοπία της πόλης; Φωτ. ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΙΝΙΟΣΟΓΛΟΥ

Μια στατιστική και μια σκηνή του δρόμου

Του Νικήτα Σινιόσογλου*  
 
Τουλάχιστον 530 άνθρωποι αυτοκτόνησαν στην Ελλάδα από τις αρχές του χρόνου έως τα τέλη του Νοέμβρη. Το 82% ήταν άνδρες. 
 
Τα στοιχεία προέρχονται από το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών «Κλίμακα». Οι περισσότεροι αυτοκτόνοι κατατάσσονται στη λεγόμενη «παραγωγική ηλικία». Δημοφιλέστερη ανακηρύσσεται η απλούστερη μέθοδος: η πτώση. Επονται τεχνικές με υψηλότερο περιθώριο αποτυχίας, ο απαγχονισμός και ο αυτοπυροβολισμός. Προσφιλέστερη ώρα για αυτοχειρία, τα ξημερώματα. Ante portas μια ημέρα ακόμη κι ο αυτόχειρας ίσα που σταματά την προέλασή της. Συνηθέστερος τόπος αυτοχειρίας; Το σπίτι μας. Υπόθεση αυστηρά ιδιωτική. Αλλωστε, ο δημόσιος χώρος είναι ρευστός και υπονομεύει τις βεβαιότητες· όσο το σώμα κι ο νους αλλάζουν θέση, τόσο αναβάλλονται οι τελεσίδικες αποφάσεις. Γι’ αυτό και η καθαρόαιμη αυτοκτονία είναι εντέλει μια υπόθεση οικιακής οικονομίας.
 
Ωστε το 82% των αυτοκτόνων ήταν άνδρες. Από παλιά στον δυτικό κόσμο οι άνδρες είχαν  μεγαλύτερη έφεση στην αυτοχειρία, συνήθως αναφέρεται μια αναλογία γύρω στο 3:1 έως 4:1 σε σχέση με τις γυναίκες (οι οποίες διακρίνονται για τις πολλαπλάσιες ατελέσφορες απόπειρες). Μα και πάλι· το τωρινό 82% ξεπερνάει κι αυτήν την αναλογία. Χωρίς να ’χουμε καν μπει στις επίφοβες γιορτές. Η Πρωτοχρονιά είναι παραδοσιακά η ημέρα με τις περισσότερες αυτοκτονίες του χρόνου. 
 
Παράξενο που κανείς δεν μιλάει για την αύξηση στις αυτοκτονίες των ανδρών. Το θέμα δεν είναι εμπορικό. Τι κι αν ήταν υψηλό το ποσοστό και στο παρελθόν; Ακόμη χειρότερα. 
 
Καθ’ οδόν στη νυχτερινή Αθήνα κάνω χάζι τους στολισμούς. Μου φτιάχνουν τη διάθεση όταν είναι πολλοί μαζί. Ενώ στο βάθος της Σόλωνος δυο στολίδια μόνα τους με μελαγχολούν. Κοντά στην Κλαυθμώνος, καβγάς. Εκείνη του φωνάζει. Αυτός κάνει να την χτυπήσει, τραβιέται και φεύγει. Είδα καλά, ή μόνον έτσι μου φάνηκε; Μερικές φορές σ’ έχουν ετοιμάσει να δεις τη βία. 
 
Η σκηνή του δρόμου δένει με τις συζητήσεις και τα διαβάσματα της ημέρας. Αναρωτιέμαι εάν οι τόσες αυτοκτονίες των ανδρών σχετίζονται και με εκείνα τα ξεσπάσματα της βίας που μονοπώλησαν το μιντιακό ενδιαφέρον· αλλά και με μια καινοφανή πίεση που μοιάζει να ασκείται στο ανδρικό φύλο, ζήτημα που απουσιάζει από τον δημόσιο λόγο. 
 
Από μια άποψη, ο άνδρας αυτοπαγιδεύτηκε στον ηγεμονικό ρόλο και στις προσδοκίες που του φορτώνουν εδώ και χιλιετίες. Πώς να μην είναι πιο επιρρεπής στην αυτοχειρία ένας άνθρωπος πολιτισμικά προγραμματισμένος να μάχεται χωρίς να δείχνει τις ρωγμές του; Το πρόβλημα είναι πως ενώ προωθείται η απαγκίστρωση από έξεις χιλιετιών και από στερεοτυπικές εκδοχές της «αρρενωπότητας», οι προσδοκίες παραμένουν λίγο πολύ οι ίδιες – αν εξαιρέσει κανείς κάποιους προνομιούχους κύκλους της κουλτούρας και της προόδου. Το φαινόμενο που ανακύπτει είναι πρωτόγνωρο ιστορικά: η αστασία του άνδρα, μια ακαθοριστία και ασάφεια της ταυτότητάς του. Διότι το ’χει εμπεδώσει πως δεν υπάρχει «ασθενές» φύλο, αλλά δεν είναι διόλου βέβαιος πως κι εκείνος έπαψε να θεωρείται προστάτης, κυνηγός, κουβαλητής, άνθρωπος της δράσης και της πρωτοβουλίας, και τα λοιπά.
Η μερική αποθεμελίωση του εαυτού είναι το κατεξοχήν σύμπτωμα μιας μεταβατικής εποχής. Δεν έχεις τι να νοσταλγήσεις, ενώ ακόμη νιώθεις την ανάγκη να νοσταλγήσεις. Σε τέτοιες συνθήκες αναπτύσσονται νέες μορφές ψυχοπίεσης. Αλλά, ποιοι περιπλανιούνται σήμερα στα ανεξερεύνητα εσωτερικά τοπία αυτής της πόλης, ποιοι μιλούν γι’ αυτά και πώς; 
 
Δύο είναι οι λόγοι που καινοφανείς εκδοχές ψυχικής αστασίας ενισχύονται σιωπηρά από μέρα σε μέρα· και που εμφανίζονται τόσο έρημες από λόγο. Πρώτον, καιρό τώρα η κοινωνική επιτάχυνση έχει αποκόψει τη θεσμική εξουσία και την πλειοψηφία των «διανοουμένων» από τις ζυμώσεις που συμβαίνουν στη βάση της κοινωνίας. Οι δημοσιολογούντες δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος των επερχόμενων αλλαγών. Εχουν μείνει στην εποχή του Facebook. Ασκούν πολιτικές και εξουσίες στον μικρόκοσμό τους. 
 
Κι όσοι παθιασμένα ασχολούνται με τις αλλαγές που έρχονται; Παραδόξως, αυτοί είναι ο δεύτερος λόγος που λεπτές ψυχικές μετατοπίσεις και κοινωνικές ανακατατάξεις συντελούνται στην αφάνεια. Ως γνωστόν, κάθε μεταβολή του κοινωνικού παραδείγματος προσφέρει ευκαιρίες ανέλιξης και διεύρυνσης του ακροατηρίου, εφόσον επιβιβαστείς ενθουσιωδώς στο τρένο της εποχής. Αυτή η κοινωνία τείνει, επιτέλους, να γίνει πιο γυναικοκεντρική. Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι πανηγυρισμοί εξελίσσονται σε έναν νέο συνδικαλισμό και σε παιχνίδι εξουσίας; Μίσανδρος και από συμφέρον ο εισαγγελικός φεμινισμός αποκτά τον κυνισμό της συντεχνίας. Και ήδη εκφυλίζεται σαν συντεχνία. Δεν υπάρχει ευκολότερο πράγμα απ’ το να απομαγεύεις τον άνθρωπο απέναντί σου, να τον ενοχοποιείς και κατόπιν να απαιτείς τον σωφρονισμό και τον αναπρογραμματισμό του. Αυτός είναι ο αυτόματος πιλότος κάθε παραδοσιακής εξουσιαστικής δομής. Δύσκολο είναι το άλλο: να πασχίζεις να κατανοήσεις όποιον πιστεύεις ότι σ’ έχει βλάψει. Γιατί μοιραζόμαστε την ίδια καταγωγή να μας ντροπιάζει· μια βία αρχέγονη συνυφασμένη με τη ζωή. Κανείς ποτέ δεν κατονόμασε την προέλευσή της. 
 
Σ’ ένα καφενεδάκι της πλατείας Αμερικής άνοιξα το βιβλίο μου, την ολοκαίνουργια αγγλική μετάφραση στις εκδόσεις Penguin της υπέροχης «Τυφλής Κουκουβάγιας» του Ιρανού αυτόχειρα Σαντέκ Χενταγιάτ. «Μήπως δεν σας έχει συμβεί», διάβασα στο σημείο που βρισκόταν ο σελιδοδείκτης (ένα εισιτήριο του θερινού σινεμά Αμύντας, πώς και σώθηκε ως τα μέσα του Δεκέμβρη), «να βυθιστείτε στις σκέψεις σας χωρίς κανένα λόγο, πάντως σε τέτοιο βάθος, ώστε να λησμονήσατε την αφετηρία σας; Κι έπειτα να πρέπει να κοπιάσετε για να κάνετε ξανά δικό σας τον κόσμο ολόγυρα – ιδού, η φωνή του θανάτου». 
 
* Ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου είναι συγγραφέας και ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι «Ο καρπός της ασθενείας μου», Κίχλη, 2021.

Κάτω από την κουβέρτα

Του Αγγελου Ρέντουλα
 
Οσο και αν οι κραδασμοί των γιορτών φαιδρύνουν τη διάθεση και ξεσφίγγουν κάπως τον κόμπο στον λαιμό και στο στομάχι, παρότι ξέρεις τον μόνο δρόμο, τη μόνη βιώσιμη δυνατότητα: της διαρκούς αναδίπλωσης και αποκατάστασης, όσο και αν λες, κάθε μέρα, σαν μάντρα, από μέσα σου «θα αντέξουμε όπως αντέχουμε πάντα». Οσο και αν, αν, αν, άναψε πολύ μεγάλες και μαύρες φωτιές το ’22. 
 
Πώς να προστατέψεις το μέσα; Την ψυχή σου, τη σκέψη σου, το σπίτι σου. Πώς; Χαζεύω το χριστουγεννιάτικο δέντρο και πώς θα ’θελα για λίγο το σπίτι μας να είναι το σπιτάκι στη γυάλα με το χιόνι. Να κλείσω την πόρτα στο έξω, στα κακά μαντάτα, κλειστά τα παντζούρια μας στα σόσιαλ μίντια και στις σκοτούρες. 
 
Πώς να κρατήσεις απέξω, πώς να ξεχάσεις: Τα σκάνδαλα, μέσα και έξω από τη χώρα, τις παρακολουθήσεις, τον νεκρό 16χρονο Ρομά που έβγαλε τον πρεσαρισμένο καπνό από την ψυχή των ανθρώπων και ξεχύθηκαν παντού τα προσωπικά περιστατικά που είχε να αφηγηθεί ο καθένας, λες και αυτό είναι το θέμα, η παραβατικότητα των Ρομά. Πώς να ξεχάσεις την Πισπιρίγκου, τις γυναικοκτονίες; Τι να κρατήσω από το ’22; Τον πόλεμο και τα ασυνόδευτα παιδιά που σκόρπισαν στα πέρατα της Ευρώπης; Τους νεκρούς του Αιγαίου; Το τσίρκο των κομμάτων, τι; Τις κιβωτούς του κόσμου; Τις Βρυξέλλες, τη Μελόνι στην Ιταλία, τα παιχνίδια του Ερντογάν; Τι να κρατήσω; Εγινε κάτι καλό; Τι να κρατήσεις από αυτό το ’22 που σου τόνιζε σε κάθε στροφή του χρόνου πως δεν έχεις από πού να κρατηθείς. Που φανέρωσε έντονα το σκοτεινό και το κρύο των ανθρώπων. Μένει το σπίτι κύτταρο ανοιχτό και φιλάσθενο. 
 
Χαζεύουμε το δέντρο με τη Μαρία, την κόρη μου. Διαλέγουμε την αγαπημένη μας μπάλα για σήμερα (η δική μου είναι περίπου σταθερά αυτή η γυάλινη με το σπιτάκι και το χιόνι) και αμέσως ψάχνω το επόμενο παιχνίδι μας. Το βρήκα, κάνω έτσι και τραβάω την κουβέρτα του καναπέ και κρύβομαι από κάτω. «Είμαι στη σπηλιά μου, ελπίζω να μη με βρει», λέω φωναχτά-κρυφά. Πέφτει –ακόμα– στην παγίδα και τρυπώνει. Λέμε ιστορίες για ξωτικά και φαντάσματα, για τις αγγελούδες και τις στρίγγλες των Κυκλάδων που τις φοβάται και της αρέσει. «Πάρε με τώρα αγκαλίτσα μπαμπά». Καθόμαστε έτσι για μισή ωρίτσα. Για να παρατείνω το παιχνίδι και την αγκαλιά, πιάνω το κινητό, βάζω μουσική. Στέρεο Νόβα, τον πρώτο τους δίσκο, πέρασαν κιόλας 30 χρόνια. Ακούμε τα κομμάτια, «τι σκέφτεσαι;», τη ρωτάω. «Σκέφτομαι», το σκέφτεται λίγο, βλέπω τα μάτια της στο φως του κινητού να επεξεργάζονται απαντήσεις, «σκέφτομαι πως είμαστε σε μια παραλία και βλέπουμε τη δύση και ακούμε μουσική». Στο επόμενο κομμάτι, περπερεύεται πιο έντονα για την έμπνευσή της: «Οτι είμαστε πάνω σε ένα μεγάλο άλογο και βλέπουμε τη δύση και ακούμε μουσική». Και στο επόμενο που είναι πιο… ρομποτικό: «Οτι είμαστε πάνω στο άλογο, έχουμε έναν υπολογιστή και ακούμε μουσική». Βαρέθηκε τώρα και μου χυμάει σαν το κόκκινο τέρας (από ένα μίκυ μάους που είδε πρόσφατα). Παλεύουμε λίγο και γελάμε. Εκείνη γελάει με ένα γάργαρο γέλιο που είναι σαν να βγαίνει από τα σπλάχνα της. 
 
Τι να κρατήσω; Οτι καθρεφτιζόμαστε στην αγάπη των άλλων. Οτι αντλούμε απαντοχή ακόμα από αγκαλιές. Οτι αντέχουμε. Αυτό κρατώ, τη μουσική και τα μίκυ μάους που βλέπουμε με το παιδί. 
 
Μεγάλωσε, σε δύο μήνες γίνεται έξι. 

Μάντοβα, Μόναχο, Βρυξέλλες

Του Πάβλου Χαμπίδη*

Η γοητεία και η χαρά της περιπλάνησης, η διαστολή του χρόνου και οι αβίαστες εμπειρίες. Χάρη στην αποφασιστική και δημιουργική πειθώ του συνεργάτη και φίλου Clark Lawrence, ξεκίνησα στα τέλη του Μαΐου ένα οδοιπορικό τριών, όπως αποδείχτηκε στο τέλος, εβδομάδων, με άλλοθι την έκθεση Dodici Capre. Αφησα πίσω μου το Πλήμπαν**, στο προαύλιο του οποίου είχα καταλήξει τα τελευταία δύο χρόνια, για να βρεθώ στην ύπαιθρο της Μάντοβας, στη βουκολική επικράτεια του Βιργιλίου.
 
Να με πάλι γονατισμένος και ευγνώμων στην αγκαλιά της ιταλικής πατίνας για τα εγκαίνια της εκθέσεως. Η κολακευτική βραδιά των εγκαινίων, το νεαρό ζευγάρι παγωνιών με τα οποία περνάω τα πρωινά, και οι βόλτες στο ανάχωμα του ποταμού Μίνσιο με τα κεντημένα με νούφαρα νερά του, και τους αδέσποτους κύκνους.
 
Διαδοχικές διολισθήσεις στη Φλωρεντία, όπου η ασφυκτική ατμόσφαιρα του ολοκληρωτικού τουρισμού υπονομεύει την ανόθευτη εμπειρία, και στην Αιώνια Πόλη, την καθηλωτική ως σκηνικό Ρώμη. Γεύση από τον χαράκτη Μοράντι. 
 
Βραδινή πτήση για το πάρτι της Βερόνικας και του Ρολφ στα προάστια του Μονάχου, όπου  φάγαμε και ήπιαμε, απολαμβάνοντας μια ατελείωτη βραδιά, και το κουράγιο των φίλων μας να γιορτάσουν τα 30 χρόνια του γάμου τους. Η αίσθηση ευημερίας της βαυαρικής πρωτευούσης λειτουργεί τονωτικά και εκλύει αισιοδοξία. Και επιτέλους βρίσκομαι στην Κένιγκς Πλατς (Königplatz). Γύρω μου μια εικόνα που, εκτός Ελλάδος, μόνο στην Ιταλία έχω δει: τα προπύλαια και τα δύο μουσεία με τις κολόνες των τριών αρχαιοελληνικών ρυθμών όπου αντικρίζω τα γλυπτά των αετωμάτων της Αφαίας Αθηνάς. Αλλά και τις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές προτομές, αυτές των βιβλίων ιστορίας στο γυμνάσιο, σαν ένα σύμπαν ανάλογο σε στήσιμο με τις σύγχρονες αυτιστικές εγκαταστάσεις, αλλά μακράν πληρέστερο, υποβλητικότερο και άμεσης, εμπνευσμένης, ενέργειας. Εκεί κοντά και το Lenbachhaus με μια μεγάλη συλλογή έργων του Γαλάζιου Καβαλάρη. Ο Καντίνσκι, ο Φραγκίσκος Μαρκ, ο Παύλος Κλέε, και η Γαβριέλα Μίντερ μου δίνουν, ίσως, ανάλογες μ’ αυτές του Γκαίτε συγκινήσεις, όταν αυτός αντίκριζε τις κλασικές αρχαιότητες του ευρωπαϊκού Νότου.
 
Πλήρης επάρκεια. Αλλά γιατί να επιστρέψω; Σαν να έχει καταργηθεί η βαρύτητα. Και δεν  πάω στο Παρίσι; Νέες, θρεπτικές για την ψυχή και το σώμα δραστηριότητες και απολαύσεις. Οπως η αντιπαράθεση του Βίλεμ ντε Κούνινγκ με τον Χαΐμ Σουτίν στον Πορτοκαλεώνα ( L’ Orangerie). Κι ούτε εδώ έμελλε να σταματήσω. Ενδίδοντας στο δέλεαρ ενός δείπνου παρασύρθηκα μέχρι τις Βρυξέλλες. Η ζωή Εν Καφενείω, ένα τριήμερο dolce far niente. Εχοντας την αίσθηση ότι έχω ζήσει στη σφαίρα του απείρου, ολοκλήρωνα αυτήν την περιπλάνηση των τριών εβδομάδων σε έξι προορισμούς. Μέσα στη γλύκα μιας νυχτερινής πτήσης η οποία λες κι έλεγε μες στου μυαλού τα φύλλα, «γλυκιά είν’ η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
 
ΥΓ. Αυτά σε καθαρά προσωπικό επίπεδο. Το γεγονός το οποίο κηλιδώνει με ανεξίτηλη κατάθλιψη αυτήν τη χρονιά είναι ανεπιφύλακτα ο ανελέητος και χυδαίος πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.

* Ο κ. Πάβλος Χαμπίδης είναι ζωγράφος.
** Ανυπαρξία, το τίποτα, το μηδέν. 
Το αντίθετο του Σύμπαντος.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Ευρώπη  |  ΗΠΑ  |  Ασία  |  Αφρική  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση