ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Διλήμματα της προεδρίας Μπάιντεν

Πανδημία και οικονομία απαιτούν ριζοσπαστικές λύσεις από έναν ηγέτη που κηρύσσει τη μετριοπάθεια και τη συμφιλίωση

Kathimerini.gr

Πέτρος Παπακωνσταντίνου

Την περασμένη Δευτέρα, οι New York Times δημοσίευσαν άρθρο του Αμερικανού συγγραφέα Αναντ Τζιριντχαράντας, ο οποίος παραλλήλιζε τον Τζο Μπάιντεν με τον Λίντον Τζόνσον. Ο αρθρογράφος υπενθύμιζε ότι και οι δύο υποψήφιοι υπήρξαν αντιπρόεδροι ενός χαρισματικού προέδρου των Δημοκρατικών (του Κένεντι στην πρώτη περίπτωση, του Ομπάμα στη δεύτερη), χωρίς να διαθέτουν τίποτα από τη δική τους λάμψη. Παρ’ όλα αυτά, ο 36ος πρόεδρος της Αμερικής κατάφερε να προωθήσει μεγάλης κλίμακας προοδευτικές αλλαγές, όπως ο «πόλεμος κατά της φτώχειας» και οι νόμοι για τα δικαιώματα των μαύρων. Κάτι ανάλογο μπορεί κανείς να περιμένει από τον 46ο πρόεδρο.

Οι σκεπτικιστές θα πουν ότι πρόκειται για ένα μεγάλο άλμα καλής πίστης και έχουν καλούς λόγους να αμφιβάλλουν. Ο πιο άμεσος είναι ότι μέχρι χθες ο Τραμπ δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει την ήττα του και εμφανιζόταν αποφασισμένος να εξαντλήσει κάθε δικαστικό περιθώριο. Βεβαίως όλα αυτά θα τελειώσουν το αργότερο στις 14 Δεκεμβρίου, όταν θα συνέλθει το Εκλεκτορικό Κολέγιο για να αναδείξει και τυπικά, με άνετη πλειοψηφία, τον νέο πρόεδρο. Το μεσημέρι της 20ής Ιανουαρίου 2021 ο Μπάιντεν θα εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο και ο πολίτης Τραμπ θα έχει όλο τον χρόνο να ασχοληθεί, από την έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, με το γκολφ, τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις και με τον νέο του ρόλο στην αμερικανική Δεξιά, αν υπάρξει τέτοιος ρόλος.

Δύο άλλα προβλήματα για τον Μπάιντεν θα είναι πιο δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο να ξεπεραστούν. Το πρώτο αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου ύστερα από τους τρεις διορισμούς επί προεδρίας Τραμπ, οι συντηρητικοί έχουν πλειοψηφία 6-3. Παρ’ όλα αυτά, ο ανώτατος δικαστικός θεσμός δεν μπορεί εύκολα να αγνοεί τη λαϊκή βούληση, όπως έδειξε η άρνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώσει τη μεταρρύθμιση Ομπάμα στο σύστημα Υγείας και να περιορίσει την επιστολική ψήφο. Το δεύτερο εστιάζεται στη Γερουσία, όπου οι Ρεπουμπλικανοί είναι πολύ πιθανό να διατηρήσουν τον έλεγχο ακόμη και μετά τις επαναληπτικές εκλογές της 5ης Ιανουαρίου στην Τζόρτζια. Και πάλι, όμως, η οριακή πλειοψηφία τους θα είναι δύσκολο να αντέξει όταν πρόκειται για προοδευτικά κοινωνικά μέτρα (αύξηση κατώτατου μισθού, πιο δίκαιη φορολογία) που υπερψηφίστηκαν, σε τοπικά δημοψηφίσματα, από μεγάλο μέρος των Ρεπουμπλικανών στις πρόσφατες εκλογές. Ο «λαϊκισμός» του Τραμπ έχει αφήσει βαθιά ίχνη στο κόμμα του και τα γεράκια της δημοσιονομικής πειθαρχίας στη Γερουσία θα περάσουν δύσκολα χρόνια.

Η μεγάλη αντίφαση για τον Μπάιντεν είναι ότι κληρονομεί μια ιστορικών διαστάσεων, τετραπλή κρίση (πανδημία, οικονομική ύφεση, φυλετικό, κλιματική αλλαγή) που απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές από έναν ηγέτη ο οποίος έρχεται στην εξουσία κηρύσσοντας μετριοπάθεια και συμφιλίωση. Εκεί που πρώτα απ’ όλα θα δοκιμαστεί είναι στην αντιμετώπιση των κραυγαλέων όσο ποτέ, εδώ και έναν αιώνα, κοινωνικών ανισοτήτων. Πριν από την COVID-19, το 44% των Αμερικανών εργαζομένων είχε ετήσιο εισόδημα κάτω από 18.000 δολάρια (15.300 ευρώ). Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Στα 30 τελευταία χρόνια, η περιουσία του φτωχότερου 50% των Αμερικανών μειώθηκε κατά 900 δισ. δολάρια. Ο μετριοπαθής Τσακ Σούμερ, επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, αναγνώρισε τις ευθύνες της κυβέρνησης Ομπάμα για την ανεπαρκή αντιμετώπιση των εκρηκτικών ανισοτήτων και προειδοποίησε ότι, «αν δεν φέρουμε μια τολμηρή αλλαγή, σε τέσσερα χρόνια θα μας προκύψει κάποιος χειρότερος από τον Ντόναλντ Τραμπ».

Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο ο Τζο Μπάιντεν. Η πολιτεία του, το Ντέλαγουερ, είναι ένας από τους μεγαλύτερους χρηματιστικούς παραδείσους της Γης και στους χρηματοδότες του περιλαμβάνονται γίγαντες της Σίλικον Βάλεϊ και της Γουόλ Στριτ. Μιλώντας σε χρηματοδότες του στο ξενοδοχείο «Καρλάιλ» του Μανχάταν τον περασμένο χρόνο, υποσχέθηκε ότι «δεν θα αλλάξει το βιοτικό επίπεδο κανενός, τίποτα δεν θα αλλάξει εκ θεμελίων».

Η βασική αρχή

Ως πραγματιστής πολιτικός δεν καθοδηγείται από σταθερές ιδεολογικές πεποιθήσεις, αλλά από την αρχή της ελάχιστης αντίστασης. Ακριβώς για αυτό, όμως, έχει την ικανότητα να αλλάζει, όταν κρίνει ότι αυτό συμφέρει τον ίδιο και την παράταξή του. Οι ανάγκες του εκλογικού αγώνα απέναντι στον Τραμπ τον οδήγησαν να υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών υπό τους Μπέρνι Σάντερς και Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτές, με προχωρημένα μέτρα στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.

Την περασμένη εβδομάδα, ο εκλεγμένος πρόεδρος αποκάλυψε ότι, από τις πρώτες μέρες της θητείας του, θα εκδώσει προεδρικά διατάγματα που θα ξηλώνουν μεγάλο μέρος της κληρονομιάς Τραμπ και θα δρομολογούν προοδευτικές αλλαγές: επιστροφή των ΗΠΑ στον ΠΟΥ και στη συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, κρατικός έλεγχος στις βιομηχανίες που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της COVID-19 κατ’ αναλογία των μέτρων του Ρούζβελτ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενίσχυση των συνδικάτων, κατάργηση των σκληρών, αντιμεταναστευτικών μέτρων κ.ά. Πιο δύσκολες, πολιτικά, μεταρρυθμίσεις όπως ο διπλασιασμός του κατώτατου μισθού, η διεύρυνση του Obamacare, η αύξηση της φορολογίας των πλουσίων και των επιχειρήσεων, όπως και το «πράσινο New Deal» θα πυροδοτήσουν μεγάλες μάχες στο Κογκρέσο με αβέβαιη έκβαση.

Και πάλι, όμως, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον Μπάιντεν δεν θα προέλθει τόσο από τους Ρεπουμπλικανούς, όσο από την έντονη αντίθεση ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Από αυτή τη σκοπιά, το φάντασμα του Λίντον Τζόνσον ρίχνει δυσοίωνες σκιές. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος, που κέρδισε τις εκλογές του 1964 με συντριπτική διαφορά, τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα από τις εκλογές του 1820, έφυγε ταπεινωμένος από τον Λευκό Οίκο τέσσερα χρόνια αργότερα, αποτυγχάνοντας να κερδίσει το προεδρικό χρίσμα ενός βαθύτατα διχασμένου Δημοκρατικού Κόμματος και με μια κοινωνία να κοχλάζει, όπως μας υπενθύμισε και η πρόσφατη ταινία «Η δίκη των επτά του Σικάγο». Αλλες εποχές, θα πει κανείς, καθώς τότε ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ που έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Ο Τζο Μπάιντεν θα κληθεί να αντιμετωπίσει πολύ διαφορετικές προκλήσεις, πάντως τόσο μεγάλες ώστε κανείς δεν θα ζήλευε τη θέση του.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X