ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης

Η κρίση του κορωνοϊού είναι βέβαιο ότι θα εντείνει το ζήτημα της πολιτικής ηγεμονίας

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑ

«Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της λεγόμενης ‘ιδιαίτερης πορείας’ των Γερμανών κατά το παρελθόν», σημείωνε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) το 1993 στο κείμενό του «Η γερμανική ‘ιδιαίτερη πορεία’ και οι γερμανικές προοπτικές» (στο: «Μελαγχολία και πολεμική», Θεμέλιο, 2002). Την ίδια στιγμή έδινε έμφαση στο ότι «αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση των πραγμάτων είναι άκρως παραπλανητικό να συγχέουμε τη θεωρία της ‘ιδιαίτερης πορείας’ με την ‘ιδιαίτερη πορεία’ ως ιστορικό γεγονός». Ο Κονδύλης διακρίνει δύο ιδεολογικές και συνάμα πολεμικές χρήσεις της θεωρίας αυτής. Η αρχική θετική εκδοχή αποτελεί στην ουσία τον τρόπο με τον οποίο η γερμανική διανόηση κατανοεί τη θέση του γερμανικού έθνους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι από τα τέλη του 18ου έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Η θετική κατανόηση της «ιδιαίτερης πορείας» βρίσκεται στον αντίποδα του Διαφωτισμού και συμπλέει με την αντεπαναστατική κριτική της νέας εποχής. Η γερμανική ρομαντική «ψυχή» μένει αμόλυντη από τον «ρηχό» φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό της Δύσης, αντιστέκεται στη «μέθη του καπιταλισμού» και μένει σταθερή στα όσια και ιερά, επιδιδόμενη στη μελέτη των κλασικών και την καλλιέργεια του πνευματικού πολιτισμού. Η Γερμανία ανακαλύπτει σε αυτή τη στάση την ειδοποιό διαφορά της από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις και την ανάγει σε πολιτισμική της ταυτότητα πολύ πριν αποκτήσει πολιτική ταυτότητα μετά τη στρατιωτική νίκη επί των Γάλλων το 1870.

Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, «η ‘γερμανική ιδέα’ πρόβαλλε ως εκείνη η ιδεώδης συνένωση του πολεμιστή και του στοχαστή που αντιστρατεύεται τα δυτικά ‘ιδεώδη των εμπόρων’ και είναι κατά πολύ ανώτερή τους. Σύμφωνα με αυτή, η γερμανική ‘ιδιαίτερη πορεία’ παρέκαμπτε τόσο τους εν λόγω ‘εμπόρους’ όσο και σύνολο τον ‘ρηχό’ Δυτικό Διαφωτισμό, του οποίου η στενόμυαλη ορθολογικότητα υποβάσταζε τάχα την κοσμοθεώρηση του ‘εμπόρου’». Η δεύτερη εκδοχή της ιδιαίτερης πορείας κατασκευάζεται και κινητοποιείται ενάντια στη θετική στο πλαίσιο της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ανάπτυξης της Γερμανίας, η οποία απειλούσε ευθέως τα αποικιοκρατικά συμφέροντα Άγγλων και Γάλλων, ζητώντας μερίδιο στο παγκόσμιο αποικιοκρατικό σύστημα.

Η αρνητική εκδοχή, που στρέφεται πολεμικά εναντίον των Γερμανών, θα δώσει έμφαση «στην υποπλασία του γερμανικού αστισμού και στην αδυναμία του αστικού-φιλελεύθερου πνεύματος», η οποία «συνοδεύτηκε από την αντιστρόφως ανάλογη δύναμη των αντιδραστικών-στρατοκρατικών ιδεών ως επακόλουθο της κοινωνικής ηγεμονίας ημιφεουδαρχικών στρωμάτων». Μεταπολεμικά, θα συνδυασθεί με την πιο ακραία ρατσιστική εκδοχή που ήθελε «να βλέπει στον Γερμανό το τευτονικό ξανθό κτήνος ή ακόμη τον ‘Ούννο’ που έθεσε τα μέσα της σύγχρονης τεχνικής στην υπηρεσία του ηδονικού ορμέμφυτου της βάρβαρης καταστροφής, ορμέμφυτο το οποίο προσιδίαζε τάχα ανέκαθεν στη φύση του και ήταν επόμενο να τον οδηγήσει σε διαρκή σύγκρουση με την πολιτισμένη ανθρωπότητα». Τη μομφή του «καθυστερημένου έθνους» ασπάσθηκαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί μεταπολεμικά ως «μια ομολογία ενοχής για εκείνα τα εγκλήματα που υποτίθεται ότι απέρρευσαν αναγκαία από την ‘ιδιαίτερη πορεία’ που ακολούθησαν στην παλαιότερη ιστορία τους», αποδεχόμενοι ταυτόχρονα τη φιλελεύθερη διαπαιδαγώγησή τους από την Δύση.

Είναι βέβαιο ότι μετά τον οικονομικό θρίαμβο του «γερμανικού θαύματος», την ηθική και πολιτισμική αποκατάσταση που επήλθε μετά από δεκαετίες συλλογικής ενοχής και την προσήλωση στις αρχές του κοινοβουλευτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Γερμανία απαιτεί πλέον, στο απόγειο της αδιαμφισβήτητης οικονομικής κυριαρχίας της, το δικαίωμα συγκαθορισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι όμως ενδεχόμενο, σχολίαζε το 1993 ο Κονδύλης, «ότι η αδέξια πολιτική ισχύος του παρελθόντος θα δώσει τώρα τη θέση της σε μια αδέξια ηθικολογία, που εξ ανάγκης θα οδηγήσει εξίσου σε αδιέξοδο». Πολύ εύστοχα παρατηρούσε τότε: «Οι Γερμανοί διαθέτουν μεν αποδεδειγμένα τις αρετές του πληβείου (φιλοπονία, φειδώ, ηθική σοβαρότητα, δράση σύμφωνα με προδιαγραφές και σχέδιο), όμως σε γενικές γραμμές στερούνται τις αρετές του αριστοκράτη: την ειρωνεία και την αυτοειρωνεία του κυρίαρχου, την αταραξία κατά τις περιστάσεις όπου οι προδιαγραφές ναυαγούν, την αποστασιοποιημένη ανωτερότητα απέναντι στους κάθε λογής κανόνες».
Υπό αυτό το πρίσμα, ποιο είναι το όραμα της ενοποιημένης Ευρώπης που διαγράφεται πίσω από τη συστηματική άρνηση της Γερμανίας σε μια άνευ όρων και ορίων αλληλεγγύη μεταξύ των εταίρων της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης; Πώς η γερμανική ιδιαιτερότητα επηρεάζει την τωρινή επιλογή πολιτικής της; Πιστεύω ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία σε αυτό που οι Γερμανοί νομικοί και διανοούμενοι σκιαγραφούσαν τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα ως «γερμανική ιδέα του κράτους», το οποίο και αντιδιέστειλαν προς τη γαλλική ή «ρωμαϊκή» ιδέα μιας κεντρικής κρατικής εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα μεστό και ευσύνοπτο κείμενο, δημοσιευμένο την επομένη του τέλους του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, από τον Γερμανό νομικό, ιστορικό και πολιτικό Otto von Gierke (1841-1921) με χαρακτηριστικό τίτλο: «Η γερμανική ιδέα του κράτους» (1919).

Σύμφωνα με τον Gierke, στο μεσαιωνικό κράτος, το γερμανικό στοιχείο κατόρθωσε να αντισταθεί στον ρωμαϊκό συγκεντρωτισμό. Έτσι, αντίθετα με το αγγλικό και το γαλλικό κράτος, η Γερμανική Αυτοκρατορία παρέμεινε πιστή σε ένα αποκεντρωτικό σύστημα, το οποίο επέτρεπε την αυτονομία των ενδιάμεσων σωμάτων και των ελεύθερων κρατιδίων και πόλεων. Στη λογική αυτή, το στοιχείο της πολλαπλότητας (αυτονομία των ενδιάμεσων βαθμίδων εξουσίας) και αυτό της ενότητας (κυριαρχία του κράτους) συνυπάρχουν αρμονικά, όχι χωρίς εντάσεις, αλλά χωρίς το ένα να καταργεί το άλλο. Εν ολίγοις, η γερμανική ιδέα του κράτους δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση τη μία και αδιαίρετη Ευρώπη, η οποία θα καθιστούσε δυνατό ένα ολοκληρωτικά αλληλέγγυο καθεστώς μεταξύ των κρατών-μελών, τα οποία αποτελούν πλέον ενδιάμεσες βαθμίδες ή ενδιάμεσα σώματα σε μια Ευρώπη προς την πολιτική ενοποίηση. Αντίθετα, προωθεί ένα πρόγραμμα όπου διαίρεση και ενότητα θα αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς όμως ποτέ να αλληλοαναιρούνται. Με αυτό τον τρόπο όμως εμποδίζεται η ανάπτυξη της κυρίαρχης δύναμης της κοινότητας των Ευρωπαίων, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ τις επιμέρους δυνάμεις που την απαρτίζουν. Είναι προφανές ότι το γερμανικό μοντέλο κράτους βρίσκεται στον αντίποδα του συγκεντρωτικού φιλελεύθερου κράτους, προϊόντος της Γαλλικής Επανάστασης, όπου καταργούνται όλα τα ενδιάμεσα σώματα ανάμεσα στους πολίτες και την κεντρική εξουσία. Και για να έρθω στο προκείμενο των ημερών, το γερμανικό μοντέλο απαγορεύει ουσιαστικά τόσο την απευθείας φορολογία των Ευρωπαίων πολιτών όσο και την έκδοση χρέους από τις Βρυξέλλες, είτε για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων του κορωνοϊού είτε για τις αμυντικές δαπάνες ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού στρατού στα σύνορα της Ένωσης.

Η κρίση του κορωνοϊού είναι βέβαιο ότι θα εντείνει το ζήτημα της πολιτικής ηγεμονίας, καθώς η έκβαση της διαμάχης ανάμεσα στη γαλλική συγκεντρωτική και τη γερμανική αποκεντρωτική ιδέα του ευρωπαϊκού κράτους θα κρίνει και τη μορφή του ευρωπαϊκού πολιτεύματος. Τη διαμάχη αυτή περιπλέκει η ευρέως διαδεδομένη ιδέα του διαχωρισμού της πολιτικής από την οικονομία. Την ιδέα αυτή ασπάζεται η Γερμανία καθότι η ισχύς της είναι οικονομική σε μια εποχή όπου η οικονομία είναι πεδίο ζωτικών αντιπαραθέσεων. Αλλά, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Κονδύλης, «η οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την ίδια την πολιτική, ήτοι αποτελεί όπως ακριβώς και η πολιτική (με την τρέχουσα στενή σημασία της λέξης) πρόβλημα συγκεκριμένων σχέσεων και συσχετισμών ισχύος μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων».

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος ερευνητικών κέντρων των Πανεπιστημίων Λωρραίνης και Στρασβούργου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση