ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μπόρις Τζόνσον – Ντόναλντ Τραμπ, βίοι παράλληλοι

Οι δύο αποτελούν ιδανικά παραδείγματα πλουτοκρατικού λαϊκισμού

Kathimerini.gr

ΤΟΥ TIMOTHY GARTON ASH*

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Μπόρις Τζόνσον; Η αισιόδοξη απάντηση είναι: τρία χρόνια. Η απαισιόδοξη: η αμερικανική αντιπολίτευση ήταν ενωμένη, ενώ η βρετανική είναι κατακερματισμένη. Ή μήπως η διαφορά θα έγκειται στο ότι η κυβέρνηση Τζόνσον θα εκπληρώσει έστω και λίγες από τις δεσμεύσεις της για οικονομική ανάκαμψη στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα;

Οι Τζόνσον και Τραμπ αποτελούν ιδανικά παραδείγματα πλουτοκρατικού λαϊκισμού, με τον Τραμπ να είναι «υπερμεταδότης» της αγγλοσαξονικής αυτής μετάλλαξης. Υποσχέθηκε να βοηθήσει τους φτωχούς, αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρέτησε τους πλούσιους. Οι πρωτοβουλίες του είχαν πάντα ως γνώμονα τα συμφέροντα των επιχειρήσεών του, των χορηγών του και της ευρύτερης ολιγαρχίας. Παρότι η αμερικανική οικονομία βρισκόταν σε καλό δρόμο μέχρι το ξέσπασμα της πανδημίας, οι ενέργειες του Τραμπ δεν οδήγησαν σε αξιοσημείωτη οικονομική ή κοινωνική ανάκαμψη, ενώ πολλοί –κυρίως φτωχοί– Αμερικανοί πέθαναν συνεπεία της κακοδιαχείρισης της πανδημίας από τον ίδιο. Αν και ο Τραμπ δεν παρήγαγε έργο, περισσότεροι από 70 εκατομμύρια Αμερικανοί τον ψήφισαν στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Γιατί; Επειδή χρησιμοποιούμε τον όρο «έργο» με τη στενή έννοια. Ο λαϊκισμός αποτελεί πολιτιστικό όσο και οικονομικό φαινόμενο. Ο Τραμπ παρήγαγε πολιτιστικό, αλλά και ψυχολογικό, έργο. Προσέφερε σε Αμερικανούς που ένιωθαν περιθωριοποιημένοι και ταπεινωμένοι την αίσθηση ότι βρίσκεται δίπλα τους, ότι είναι «ένας από αυτούς», ένας δισεκατομμυριούχος της εργατικής τάξης, έτοιμος να αναλάβει το ιστορικό βάρος της λευκής φυλής. Η συναισθηματική πολιτική της εθνικής ταυτότητας επικράτησε έτσι πάνω στην πολιτική της κοινωνικής και οικονομικής σωφροσύνης. Ο Τραμπ απευθύνθηκε στο 90% του εκλογικού σώματος, προωθώντας όμως τα συμφέροντα του 1%.

Ο Τραμπ απέτυχε να επανεκλεγεί χάρη στη συσπείρωση του Δημοκρατικού Κόμματος γύρω από τον Τζο Μπάιντεν και στην ικανότητα του πρώην αντιπροέδρου να απευθυνθεί σε μερίδα των ψηφοφόρων του Τραμπ. Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει τώρα τέσσερα χρόνια στη διάθεσή του για να αποδείξει ότι η παροχή υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης, κοινωνικών υπηρεσιών και απασχόλησης θα επικρατήσει απέναντι στα ισχυρά θέλγητρα του εθνικισμού και του λαϊκίστικου αφηγήματος. Τα πρώτα βήματα του Δημοκρατικού προέδρου υπήρξαν υποδειγματικά. Αν ο Μπάιντεν καταφέρει να περάσει το πακέτο οικονομικής στήριξης 6 τρισ. δολαρίων από το Κογκρέσο, η θητεία του ενδέχεται να θυμίζει το Νιου Ντιλ του Φράνκλιν Ρούζβελτ.
Παρότι ο Μπάιντεν προέρχεται από πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος με παραδοσιακούς δεσμούς με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αναγνωρίζει ότι οι πλούσιοι οφείλουν να κάνουν πιο πολλά. Αυτό ισχύει κυρίως για τους κροίσους, οι οποίοι έχουν επωφεληθεί από τέσσερις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης. Ο τριπλασιασμός της περιουσίας των πλουσιότερων Αμερικανών από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα οδήγησε τον Μπάιντεν στη ριζοσπαστική πρότασή του για εξίσωση των φορολογικών συντελεστών κεφαλαίου και εισοδήματος.

Φήμες κυκλοφορούσαν πως η κυβέρνηση της Βρετανίας μελετούσε αντίστοιχη αύξηση της φορολογίας κεφαλαίου, χωρίς η σκέψη να καταλήξει. Μετά τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες της, η κυβέρνηση Μπόρις Τζόνσον αντιμετωπίζει το δίλημμα να συνεχίσει την πολιτική πλουτοκρατικού λαϊκισμού ή να προχωρήσει πέρα από αυτήν. Το σκάνδαλο γύρω από τη δαπανηρή ανακαίνιση του πρωθυπουργικού διαμερίσματος στην Ντάουνινγκ Στριτ, χάρη σε δωρεά υποστηρικτή των Τόρις, η πρωτοφανής πρόσβαση στον πρωθυπουργό την οποία απολάμβανε ο οπαδός του Brexit, δισεκατομμυριούχος Τζέιμς Ντάισον, η πτωχευμένη πλέον επενδυτική εταιρεία Greensill Capital, οι καταγγελίες διαφθοράς εναντίον του υπουργού Οικισμού Ρόμπερτ Τζένρικ συνηγορούν σε «τραμπικής μορφής» αλληλοσύνδεση κυβέρνησης, κόμματος και συμφερόντων της πλουτοκρατίας. Την ίδια στιγμή, ο Τζόνσον μάγεψε σημαντική μερίδα της Αγγλίας, που εγκατέλειψε τους Εργατικούς στην κάλπη, θυμίζοντας την τακτική του Τραμπ. Παρότι το Brexit έχει πια ολοκληρωθεί, οι εθνικιστικές προεκτάσεις του συνεχίζουν να επηρεάζουν την πολιτική σκηνή.

Σε αντίθεση με τον Τραμπ, η κυβέρνηση Τζόνσον πέτυχε το στοίχημα του εμβολιασμού, ίσως ο κυριότερος λόγος για τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες της. Την ίδια ώρα, οι επώδυνες επιπτώσεις του Brexit «εκδιώχθηκαν» από τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, προς χάριν της πανδημίας.

Μέχρι στιγμής, ο Μπόρις Τζόνσον αποδεικνύεται τυχερός. Ενώ η ικανότητα του Μπάιντεν ως «μεγάλου γεφυροποιού» και το δικομματικό σύστημα της χώρας του βοήθησαν στη δημιουργία αντιπολιτευτικού μετώπου, το οποίο νίκησε τον Τραμπ, ο Τζόνσον έχει την τύχη να αντιμετωπίζει διαιρεμένη και ανίσχυρη αντιπολίτευση. Ο ηγέτης των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, απέτυχε μέχρι στιγμής να συσπειρώσει τις αντίπαλες ιδεολογικές τάσεις στο κόμμα του, ενώ η προοδευτική Αριστερά της Βρετανίας ήταν πάντα μοιρασμένη ανάμεσα στο Εργατικό Κόμμα, στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και στους Πράσινους. Παρότι η τοπική εργατική κυβέρνηση της Ουαλλίας επωφελήθηκε στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές από την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών, μεγάλο κόστος είχε για το Εργατικό Κόμμα η επιτυχία του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος.

Σε τοπικό επίπεδο, Συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο δήμαρχος του Τιζ Βάλεϊ, Μπεν Χούσεν, τηρούν τις δεσμεύσεις τους με ουσιαστικές επενδύσεις σε υποβαθμισμένες κοινότητες, οι οποίες ψήφισαν μαζικά υπέρ του Brexit. Στις δημόσιες δαπάνες, όπως και στην προσωπική του ζωή, ο Τζόνσον επιλέγει να ξοδεύει λες και δεν υπάρχει αύριο, όπως φάνηκε και με την επιλογή του χρυσής ταπετσαρίας της σχεδιάστριας Λούλου Λιτλ για το διαμέρισμα της Ντάουνινγκ Στριτ. Κάποια στιγμή, όμως, ο λογαριασμός θα πρέπει να πληρωθεί, ενώ αν προσθέσουμε το τεράστιο κόστος της στήριξης της οικονομίας εν μέσω πανδημίας, τη φιλόδοξη πολιτική «κοινωνικής ανάκαμψης» του πρωθυπουργού, τις δαπάνες του εθνικού συστήματος υγείας, τη φροντίδα του ηλικιωμένου πληθυσμού, το πρόγραμμα διά βίου μάθησης και όλες τις άλλες δεσμεύσεις που ακούστηκαν από τα χείλη της βασίλισσας στην ομιλία του θρόνου αυτή την εβδομάδα, είναι πασιφανές ότι απαιτείται ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Η υφιστάμενη άδικη φορολογία, που επιβαρύνει δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους, είναι αντίθετη με την «κοινωνική ανάκαμψη». Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι το παρακάτω: Είστε έτοιμοι να αντιπαρατεθείτε με τις πλουτοκρατικές δυνάμεις, με τις οποίες σχετίζεστε τόσο στενά για να εξασφαλίσετε πραγματική κοινωνική ανάκαμψη σε όλη τη χώρα; Αυτό απέφυγε να κάνει ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον Μπάιντεν, ο οποίος μοιάζει να κινείται προς την κατεύθυνση αυτήν.

Τι θα γίνει λοιπόν με εκείνη την αύξηση στον φορολογικό συντελεστή κεφαλαίου; Ή μήπως η λύση θα βρισκόταν σε ένα «φόρο πλούτου», τον οποίο ο Μάρτιν Σάνμπου των Financial Times περιέργως θεωρεί δικαιότερο από φόρο κεφαλαίου, ή ακόμη ένα φόρο αντικειμενικής αξίας ακινήτων; Οπως υποστήριξε πριν από λίγα χρόνια η σκιώδης υπουργός Οικονομικών των Εργατικών, Ρέιτσελ Ριβς, «ο δυσκολότερος τρόπος για να πλουτίσεις σε αυτή τη χώρα είναι να εργασθείς, ενώ ο ευκολότερος είναι να διαθέτεις κεφάλαιο και ιδιαίτερα ακίνητη περιουσία».

Αν οι Συντηρητικοί δεν ξεπεράσουν την ιδεολογική απάτη του πλουτοκρατικού λαϊκισμού, υπάρχει μία πιθανότητα ένας συνασπισμός Εργατικών, Φιλελεύθερων Δημοκρατών και Πρασίνων (ίσως και του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος, εάν η Σκωτία παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο) να βρει έναν τρόπο να νικήσει στις εκλογές του 2023 ή 2024. Αν, όμως, οι Συντηρητικοί ξεπεράσουν την ασθένεια του λαϊκισμού, προσθέτοντας οικονομική ουσία στα πολιτιστικά τους θέλγητρα, τότε κάθε πολιτική αλλαγή θα ανασταλεί στη Βρετανία για μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2020.

* O κ. Timothy Garton Ash είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Βρετανία  |  ΗΠΑ  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X