ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το τεστ της υπομονής και η αμερικανική περιπέτεια

Λίγες ώρες πριν από τις εκλογές, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί έδιναν πρόθυμα τις προβλέψεις τους για τις εκλεκτορικές έδρες

Kathimerini.gr

Κατερίνα Σώκου

Λίγες ώρες πριν από τις εκλογές, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί έδιναν πρόθυμα τις προβλέψεις τους για τις εκλεκτορικές έδρες: «Τραμπ 305 – Μπάιντεν 233. Ο Τραμπ θα πάρει την Πενσιλβάνια. Ο Μπάιντεν είναι αδύναμος σε Νιου Χάμσαϊρ, Μινεσότα, Νεβάδα. Πιθανές έξτρα απώλειες», μου έγραφε ένας Ρεπουμπλικάνος αναλυτής. Παρομοίως, ένας βετεράνος του Δημοκρατικού κόμματος εκτιμούσε ότι ο Μπάιντεν θα κερδίσει γρήγορα πάνω από 300 έδρες: πίστευε ότι θα πάρει εύκολα τις πολιτείες που έχασε η Χίλαρι Κλίντον το 2016 – Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν, Πενσιλβάνια – και έλπιζε στη συμμετοχή των Αφροαμερικανών για τον έλεγχο της Βόρειας Καρολίνας, ίσως ακόμη και της Φλόριντα.

Και οι δύο αποδείχθηκαν πολύ αισιόδοξοι. Κανείς από τους δύο υποψηφίους δεν είχε συγκεντρώσει τους απαραίτητους 270 εκλέκτορες μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι, όταν το πρακτορείο Associated Press μετέδωσε ότι ο Τζο Μπάιντεν κερδίζει τις 20 έδρες της Πενσιλβάνια. Το ένα μετά το άλλο, τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα έσπευσαν να τον ονοματίσουν νικητή των εκλογών. Χρειάστηκαν 3,5 ημέρες αβεβαιότητας, αλλά αυτό δεν ήταν και το τέλος της αμερικανικής περιπέτειας.

Το ρόλερ-κόστερ των εκλογών

Νωρίς το πρωί της ημέρας των εκλογών, πήρα μία τηλεοπτική συνέντευξη από τη Τζορί Κρεγκ, σύμβουλο της εκστρατείας Μπάιντεν. Έχοντας εμπειρία από τις εκστρατείες κακόβουλης παραπληροφόρησης στην Ανατολική Ευρώπη, παρακολουθούσε την δράση της Ρωσίας και άλλων αντιπάλων των ΗΠΑ για την επιρροή του εκλογικού αποτελέσματος. Όπως εκτίμησε όμως, ο μεγαλύτερος εχθρός σε αυτές τις εκλογές είναι εσωτερικός: οι προσπάθειες υπονόμευσης της εμπιστοσύνης στις επιστολικές ψήφους και αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των εκλογών από τον πρόεδρο Τραμπ.

Χιλιάδες εθελοντές δικηγόροι είχαν αναπτυχθεί στις επίμαχες πολιτείες και από τα δύο κόμματα για να παρακολουθήσουν την εκλογική διαδικασία. Νομικοί προέβλεπαν ότι όσο πιο κοντά είναι οι δύο υποψήφιοι, τόσο πιο πολλές θα είναι οι δικαστικές προσφυγές. Υπήρχε όμως ένας τρόπος να αποτραπεί αυτό: Μία άνετη επικράτηση του Μπάιντεν στην Φλόριντα, καθώς αυτή θα σφράγιζε νωρίς την νίκη του και θα μεγάλωνε την διαφορά των εκλεκτόρων. Παρά τις δημοσκοπήσεις, όμως, η Φλόριντα έγειρε νωρίς υπέρ του προέδρου Τραμπ. Στις δέκα το βράδυ, και καθώς ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος προηγούταν στη Βόρεια Καρολίνα και τη Τζόρτζια, μία Δημοκρατική πηγή παραδέχθηκε ότι «η νύχτα θα είναι μεγαλύτερη από ό,τι ελπίζαμε», αλλά επέμενε στις προβλέψεις για άνετη επικράτηση του Δημοκρατικού υποψηφίου. Λίγο αργότερα γινόταν σαφές ότι η Πενσιλβάνια δεν θα ξεκαθάριζε μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, με τις ελπίδες για ένα εκλογικό αποτέλεσμα να εστιάζουν πλέον εκεί.

Με αυτά τα δεδομένα, ο Μπάιντεν αποφάσισε να απευθυνθεί στους Αμερικανούς πρώτος, εκφράζοντας αισιοδοξία ότι θα νικήσει αλλά ζητώντας τους να περιμένουν την καταμέτρηση όλων των ψήφων. Με τις περισσότερες πολιτείες να μετρούν πρώτα τις ψήφους της ημέρας και μετά τις επιστολικές, ήταν σαφές ότι χρειαζόταν προσοχή. Δύο στους τρεις Αμερικανούς που ψήφισαν – περίπου 100 εκατομμύρια – το είχαν κάνει πριν ανοίξουν οι κάλπες, οι περισσότεροι διά αλληλογραφίας. Με δεδομένο ότι ο πρόεδρος Τραμπ καταφερόταν εναντίον των επιστολικών ψήφων επί μήνες, αποτρέποντας πολλούς ψηφοφόρους του από το να αξιοποιήσουν αυτή την επιλογή παρά την πανδημία, δεν θα ήταν παράλογο αυτές να γέρνουν προς τους Δημοκρατικούς. Και αν είχε κάποιος αμφιβολίες γι’ αυτό, το επιβεβαίωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 2:20 τα ξημερώματα, όταν ζήτησε να σταματήσει η καταμέτρησή τους.

Την επόμενη ημέρα η διαφορά στην Πενσιλβάνια, αλλά και στη Νεβάδα και την Αριζόνα και τη Τζόρτζια, παρέμενε πολύ μικρή -και η καταμέτρηση πολύ αργή- για να έχουμε σίγουρες εκτιμήσεις. Η εκστρατεία του Μπάιντεν παρέτεινε την ενοικίαση του συνεδριακού κέντρου Chase και ανέβαλε τα εορταστικά πυροτεχνήματα για το βράδυ της Παρασκευής. Μία πολύπειρη πηγή, όμως, επέμενε ότι το αποτέλεσμα δεν θα έρθει παρά το Σαββατοκύριακο. Πράγματι, την Παρασκευή ο Τζο Μπάιντεν εμφανίστηκε ενωτικός και προεδρικός, αλλά χωρίς να έχει ακόμη διασφαλίσει τους 270 εκλέκτορες δεν διακήρυξε τη νίκη του. Τα πυροτεχνήματα έπρεπε να περιμένουν μία ακόμη ημέρα.

Οι πανηγυρισμοί και ο μεθεόρτιος πονοκέφαλος

Το Σάββατο το πρωί, ήμουν καλεσμένη για πρωινό στο σπίτι του Τζον Γκίζι, τον ανταποκριτή του Λευκού Οίκου του Newsmax, ενός συντηρητικού διαδικτυακού καναλιού ο ιδιοκτήτης του οποίου διατηρεί στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο Τραμπ. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις καταγγελίες για εκλογικές παρατυπίες στο Μίσιγκαν, τα προβλήματα στην καταμέτρηση και τις δικαστικές προσφυγές της εκστρατείας Τραμπ.

Φεύγοντας, έλαβα στο κινητό μου την είδηση ότι το πρακτορείο Associated Press έδωσε την Πενσιλβάνια στον Μπάιντεν. Καθώς τα νέα κυκλοφορούσαν, στο δρόμο άρχισαν αυθόρμητοι πανηγυρισμοί – ουρλιαχτά, κόρνες, ο ήχος από κατσαρολικά. Τηλεφώνησα αμέσως στον Τζον για να τον ενημερώσω ότι οι εκλογές έχουν κριθεί. «Έχει ακόμη πολύ δρόμο», μου απάντησε – προϊδεάζοντάς με για την στάση που θα κρατούσε ο πρόεδρος Τραμπ.

Στην γειτονιά μου, όμως, ακούγονταν πυροτεχνήματα. Και στους δρόμους, οι συνήθως κουμπωμένοι κάτοικοι της Ουάσιγκτον έβγαιναν να γιορτάσουν την επικράτηση του Μπάιντεν με σημαίες και πανό. Ο κόσμος κατέγραφε τους πανηγυρισμούς στα κινητά, τα αυτοκίνητα κορνάριζαν, μία κάβα στο κέντρο πούλησε περισσότερες σαμπάνιες από τις τελευταίες δύο παραμονές Πρωτοχρονιάς μαζί. Οι πανηγυρισμοί συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ, με Αμερικανούς κάθε φυλής και ηλικίας να εκφράζουν ανακούφιση και ελπίδα για το μέλλον.
Αλλά την επόμενη ημέρα, η Ουάσιγκτον είχε επιστρέψει στην υποτονική πραγματικότητα της εποχής του κορωνοϊού. Ο πρόεδρος Τραμπ συνέχιζε να τουιτάρει από τον Λευκό Οίκο, υποστηρίζοντας ότι θα νικήσει. Η καταμέτρηση συνεχιζόταν με αργούς ρυθμούς, πολιτείες με μικρή διαφορά όπως η Τζόρτζια οδηγούνταν σε επανακαταμέτρηση «στο χέρι», η εκστρατεία του προέδρου Τραμπ κατέθετε τη μία προσφυγή μετά την άλλη.

Και αν η πιστοποίηση των αποτελεσμάτων είναι ζήτημα χρόνου, στο μεταξύ ο πρόεδρος Τραμπ αρνείται να μοιραστεί με τον διάδοχό του το απόρρητο ημερήσιο προεδρικό μπρίφινγκ, καθυστερώντας την διαδικασία μετάβασης της εξουσίας. Μαζί με την απόλυση του υπουργού Άμυνας Μαρκ Έσπερ και την αντικατάσταση της ηγεσίας του Πενταγώνου, αυτό αυξάνει την ανησυχία για τους κινδύνους της μεταβατικής περιόδου.

Στην πόλη-στρατηγείο του Μπάιντεν

Είχα περάσει δεκάδες φορές από το Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ με το τρένο, μία ακόμη στάση στην αργή και απαρχαιωμένη σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Νέας Υόρκης, χωρίς να του ρίξω δεύτερη ματιά. Αυτή την φορά, όμως, το Γουίλμινγκτον, όπου βρίσκεται η κατοικία του Τζο Μπάιντεν και το στρατηγείο της εκστρατείας του, ήταν ο προορισμός μου.

Φτάνοντας στην πόλη το μεσημέρι των εκλογών, βρήκα έναν μικρόκοσμο της Αμερικής. Μερικά σύγχρονα κτίρια φιλοξενούν κάποιες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ: Metlife, Citibank, Chase, την ιστορική DuPont που ξεκίνησε εδώ από την ομώνυμη οικογένεια. Δίπλα τους, γειτονιές με καλοδιατηρημένα σπίτια από τα πρώτα χρόνια της «πρώτης πολιτείας», όπως είναι γνωστό το Ντέλαγουερ, αλλά και φτωχογειτονιές – η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης είναι Αφροαμερικανοί.

Στο κέντρο δεσπόζει το ξενοδοχείο Du Pont – ένα μεγαλειώδες κτίριο αναγεννησιακού ρυθμού που εκτείνεται σε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Με ελάχιστο κόστος 900 δολάρια για διαμονή δύο ημερών, εδώ κατέλυσαν πολλοί από τους προσκεκλημένους της εκστρατείας του Μπάιντεν. Περιμένοντας έναν καφέ που δεν ήρθε ποτέ, τους έβλεπα να μαζεύονται στο λόμπι προτού αναχωρήσουν για την υπαίθρια συγκέντρωση που είχε προγραμματιστεί έξω από το συνεδριακό κέντρο Chase – το στρατηγείο της εκστρατείας του Μπάιντεν δίπλα στο ποτάμι.

Προτού κλείσουν οι κάλπες, σταμάτησα για ένα burger σε μία ζυθοποιία στη Market Street, τον κεντρικό εμπορικό δρόμο της πόλης. Οι οθόνες πάνω από το μπαρ έδειχναν αθλητικά, και ρώτησα τον μπαρμαν πώς πάει η κίνηση. Μου είπε ότι κάποια καταστήματα είχαν κλείσει φοβούμενα επεισόδια, όπως αυτά που είχαν συμβεί στην πόλη μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ. Ευχήθηκε η κίνηση να αυξηθεί σύντομα, καθώς ανησυχούσε για το κόστος του κορονοϊού στην οικονομία. Φεύγοντας για την ολονύχτια κάλυψη των εκλογών, κοντοστάθηκα έξω από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Στο κέντρο της μετόπης του νεοκλασικού κτιρίου, η λέξη Drama προμήνυε την συνέχεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση